
Εδώ και χρόνια, εκμεταλλεύομαι κάθε ευκαιρία για να παροτρύνω την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της να επενδύσουν περισσότερο στην άμυνα. Οταν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ξεκίνησε την πλήρους κλίμακας εισβολή του στην Ουκρανία, ρώτησα επανειλημμένα (ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) τι περαιτέρω απόδειξη θα χρειαζόμασταν για να αναγνωρίσουμε τις απειλές που αντιμετωπίζει ολόκληρη η Ευρώπη. Τι θα κάναμε εμείς, ως Ευρωπαίοι, εάν απειλούνταν η ασφάλειά μας, ενώ ο στενότερος σύμμαχός μας, οι ΗΠΑ, ήταν απασχολημένος με κάτι άλλο;
Σήμερα, αντιμετωπίζουμε αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Αμερικανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ανοιχτά ότι δεν σκοπεύουν να αφιερώσουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ή των πόρων τους στην αντιμετώπιση αυτών που θεωρούν ευρωπαϊκά ζητήματα. Η παγκόσμια υπερδύναμη έχει παγκόσμιες ευθύνες και ο αριθμός των σημείων ανάφλεξης που θα μπορούσαν να απαιτήσουν την προσοχή της κυβέρνησης των ΗΠΑ δείχνει μόνο να αυξάνεται.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον επίσημο σχεδιασμό δόγματος του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας, οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να διεξάγουν ταυτοχρόνως περισσότερους από έναν μεγάλους πολέμους. Η νέα κυβέρνηση των HΠΑ διατυπώνει ξεκάθαρα τη θέση της. Ο ίδιος ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την Ευρώπη ως «τζαμπατζή» που «εκμεταλλεύεται» τις ΗΠΑ.
Στους Ευρωπαίους μπορεί να μην αρέσει αυτό που ακούμε, αλλά δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι δεν το ακούμε. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι οι ΗΠΑ να νίψουν τας χείρας τους όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά ακόμη και για την Ευρώπη. Δεδομένης της υφιστάμενης κατάστασης διεθνώς, αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια υπαρξιακή επιλογή. Μπορούμε να μπούμε στο παγκόσμιο «παιχνίδι» ενωμένοι, ως ανταγωνιστής βαρέων βαρών ή να καταδικάσουμε τους εαυτούς μας στην περιθωριοποίηση.
Από το 2016 – λίγο πριν από την πρώτη θητεία του Τραμπ – τα μέλη του ΝΑΤΟ, εξαιρουμένων των ΗΠΑ, έχουν αυξήσει τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες τους κατά 98%, από 255 δισεκατομμύρια δολάρια σε 506 δισ. δολ. Επιπλέον, έπειτα από τρία χρόνια πολέμου του Πούτιν στην Ουκρανία, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της έχουν αποδειχθεί πρόθυμα να δαπανήσουν ακόμη περισσότερα και να υιοθετήσουν μια πιο συνεργατική, ορθολογική και αποτελεσματική προσέγγιση στον αμυντικό σχεδιασμό και τις προμήθειες. Η νέα κοινή αμυντική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ακόμη ένα βήμα, που αποδεικνύει αυτή τη νέα στρατηγική αλληλεγγύη.
Η αποτροπή της Ρωσίας δεν είναι πέρα από τις δυνατότητές μας. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε αυτές των ΗΠΑ. Χρειαζόμαστε απλώς αρκετά για να αναγκάσουμε τον Πούτιν να επανεξετάσει τις πιθανότητές του να κερδίσει σε μια αντιπαράθεση με μια ενωμένη ευρωπαϊκή κοινότητα δημοκρατικών εθνών-κρατών.
Πιστεύω ότι πρέπει να ενεργήσουμε βάσει τριών υποθέσεων. Πρώτον, θα πρέπει να το δούμε αυτό ως πόλεμο μιας πρώην αυτοκρατορικής μητρόπολης ενάντια σε αυτό που θεωρεί ως στασιαστική αποικία. Δεύτερον, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι για να αρχίσει η χώρα εισβολής διαπραγματεύσεις με καλή πίστη, πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εισβολή ήταν λάθος. Τρίτον, δεδομένων των παραπάνω, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι αποικιακοί πόλεμοι συνήθως τελειώνουν από μια διαφορετική ομάδα ηγετών, από εκείνους που ξεκίνησαν τη μάχη.
Ναι, η ενίσχυση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων με παράλληλη υποστήριξη της Ουκρανίας θα είναι κοστοβόρα. Από την έναρξη του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της έχουν παράσχει περισσότερα από 165 δισεκατομμύρια δολάρια για τη στήριξη της Ουκρανίας και του λαού της. Αυτό είναι ένα σημαντικό ποσό, αλλά εξακολουθεί να είναι λιγότερο από το 1% του συνολικού ΑΕΠ των χωρών-μελών της ΕΕ (περίπου 19 τρισεκατομμύρια δολάρια). Ασφαλώς μπορούμε να κάνουμε περισσότερα.
Ενόσω αναζωογονούμε δε τις άμυνες της Ευρώπης, δεν πρέπει να ξεχνάμε γιατί το κάνουμε: ενεργούμε για τη δική μας ασφάλεια, όχι για να υπονομεύσουμε τις διατλαντικές σχέσεις, αλλά για να τις βελτιώσουμε. Για να αποφύγουμε ένα στρατηγικό δίλημμα, εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε τις ΗΠΑ να υπερασπιστούν τους συμμάχους τους, αναλαμβάνοντας το δίκαιο μερίδιό μας στο βάρος ασφαλείας.
Ο Ράντοσλαβ Σικόρσκι είναι υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας