
Γιάννης Χουβαρδάς
σκηνοθέτης
Alma Mater*
Δεν ήρθα ξανά στον τάφο σου. Σε σένα, που σχεδόν πέθανες για να με γεννήσεις. Δεν έχω πάνω μου τη φωτογραφία σου. Ενώ εσύ ήθελες πάντα να φωτογραφίζεσαι μαζί μου. Δεν υπάρχει το πορτρέτο σου στο σπίτι μου. Που κάθε καινούργιο σπίτι όταν άλλαζα ζητούσες επίμονα να το γνωρίσεις και να σε γνωρίσει. Δεν πιέζω τον εαυτό μου να σε σκέφτομαι αρκετά συχνά. Εσένα που ξυπνούσες και πλάγιαζες με τη δική μου σκέψη. Δεν σου αφιέρωσα ποτέ τις δημιουργίες μου. Σε σένα, τη δημιουργό μου.
Α, ναι. Δεν διάβασα ξανά και τα ποιήματά σου. Ισως γιατί δεν θα άντεχα να περάσουν ακόμα μια φορά από την ψυχή μου οι λέξεις σου, αφελείς, απλοϊκές, απροσποίητες, καίριες, γεμάτες πόνο, πόνο, πόνο και αγάπη. Τότε τα διάβαζα και χαμογελούσα με συμπάθεια. Τώρα θα άνοιγαν δρόμο μέσα μου, θα διογκώνονταν υπέρμετρα, ίσως θα προκαλούσαν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Ξέρω πως θα το θεωρήσεις ασήμαντο, αλλά δεν φρόντισα ιδιαίτερα τα υπάρχοντά σου. Το σερβίτσιο αρ-ντεκό έμεινε λειψό στην τελευταία μετακόμιση γιατί κάποιος ήθελε να πίνει επιτέλους το τσάι του σε αυθεντικά φλιτζάνια εποχής, γι’ αυτό φρόντισε να κρατήσει και τα ασημένια κουτάλια από το άλλο σερβίτσιο, το ρόζενταλ, μόνο που δεν πρόσεξε και τα κουτάλια ήταν το μεγάλο μεγεθος, της σούπας. Δεν πειράζει όμως, είμαι βέβαιος ότι το απολαμβάνει, έστω κι έτσι. Η γραφομηχανή σου ποιος ξέρει πού βρίσκεται τώρα, αυτοί που διέρρηξαν το εργαστήριο της Ιωάννας κάπου θα την ξεπούλησαν φτηνά ως αντίκα. Κι αυτός που την έχει και τη βλέπει μόνο, σίγουρα δεν θα άντεχε τον θόρυβο των πλήκτρων, ερασιτεχνικό αλλά ασταμάτητο, μέρα και νύχτα, που σήμαινε «εδώ είμαι, υπάρχω, μη με ξεχνάτε». Αυτή ήταν όμως η αξία της, χωρίς αυτόν τον θόρυβο είναι ένα άδειο κουφάρι. Και τα ασύλληπτης ομορφιάς φορέματα που μου είχες χαρίσει ακόμα εν ζωή – που έζησαν πάρτι και εξόδους και δεξιώσεις και άπειρα κρυφά, λάγνα βλέμματα στους καθρέφτες –, εκείνα, ναι, τα χάρισα κι εγώ, αλλά μη με μαλώσεις, πιάνουν τόπο, χωρίς άλλο τα φοράνε νέες όμορφες ηθοποιοί και καμαρώνουν πως το ταλέντο τους ντύνεται και αντίστοιχα φαντασμαγορικά.
Ολα αυτά δεν έκανα. Και ντρέπομαι που το λέω, κι άλλα πολλά, που θα έπρεπε να είχα κάνει και που τα άξιζες.
Εκανα όμως και κάτι. Ναι. Κάτι που – θα χαρείς να μάθεις – δεν μου κόστισε πολύ, που άρχισε μια μέρα να συμβαίνει μόνο του, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, κάτι που δεν μπορούσα να μην το κάνω, γιατί πολύ απλά είσαι πάντα μέσα μου. Με μια έννοια είμαι εσύ. Ποιο είναι αυτό; Κοκκινίζω, αισθάνομαι το μελόδραμα να με σκεπάζει με τον βαρύγδουπο μανδύα του, ξαναγίνομαι παιδί, αλλά δεν θα το αποφύγω, θέλω να το ξέρεις. Αγάπησα πολύ.
* Εχω συνειδητά γράψει το Mater
με κεφαλαίο «Μ»
Γιώργος Χρονάς
ποιητής
Η ζωή και ο θάνατος της μητέρας μου
Ηταν δίπλα μας η μητέρα μας κι εγώ έγραφα για αυτήν όντας νεκρή. Προηγήθηκε η γραφή μου του θανάτου της. Το ίδιο είχα κάνει και για τον πατέρα μου. Ζούσε, ήταν στο νοσοκομείο τότε και φεύγοντας από το δωμάτιό του περπάτησα μέχρι τον Πειραιά, με τα πόδια, το σχεδίαζα κι αυτό. Εξι χιλιόμετρα απόσταση. Θυμάμαι. Οι ποιητικές πρόβες θανάτου των γεννητόρων μου ταξίδεψαν σε αναγνώσεις των στίχων μου σε Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα… που βρέθηκα πριν την περίληψή τους, το 1984, στο βιβλίο μου «Ο αναιδής θρίαμβος», υπό τον τίτλο «Τα ποιήματα του σπέρματος». Και φυσικά στον τόμο μου πια, «Ποιήματα 1973-2008». Με ρωτούσαν λεπτομέρειες και απαντούσα. Θόρυβο προκαλούσαν οι αναγνώσεις αυτών των στίχων μου. Ομως δεν ήταν μόνο ό,τι περιέγραφα για τη μητέρα στο ποίημα. Την είχα δει να γυρίζει κατάκοπη από την υπόκλιση – σκύψιμο – μετάνοιες χόρτων στη γη της Δροσιάς, της Ανοιξης, σε Λιόπεσι, Μαρκόπουλο, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, στα χωράφια τους πριν γίνουν κατοικίες, βίλες, τώρα. Να ανοίγει φύλλο στην κουζίνα και να ρίχνει στον φούρνο πίτες μαγικές. Υγείας. Ζωής. Ή να κάνει χόρτα τσιγαριστά. Γεύμα μετάνοιας-προσκυνήματος ανθρώπου στη γη για πράσινα χόρτα διαφόρων ονομασιών. Τύπων. Να μαγειρεύει, πάντα σε αργή φωτιά κουζίνας ντολμαδάκια με κιμά ή ρύζι, ταραμά, όσπρια, ψάρια από την ψαραγορά του Πειραιά μας. Και χωρίς να έχω οιδιπόδειο παραθέτω το ποίημα.
Ο θάνατος της μητέρας μου
Μ’ αυτόν τον γνωστό Θεό φαίνεται
πως χάσαμε για πάντα τη μητέρα μας
Νύχτες όταν ετοίμαζε πετσέτες
να σκεπάσει τα κόλλυβα
ή όταν άλλοτε με λιβάνι τα δαιμόνια
νόμιζε πως έδιωχνε μακριά.
Εβρεχε και φορούσε μαύρο παλτό
όταν μπήκε στο δωμάτιο
Εγύριζε από τη θάλασσα όπου ρίξανε τον Σταυρό
είχε βραχεί και μπαίνοντας είπε
– Τέτοια μέρα γιατί μείνατε εδώ;
Τίναξε το παλτό της και πέρασε στο πλαϊνό δωμάτιο.
Θυμάμαι, σαν τώρα, τα λόγια της στο κρεβάτι
– Το σώμα μου μην κοιτάτε πώς έγινε
Τα χρόνια καλά τα πέρασα. Παράπονο δεν έχω πια κανένα.
Πολύ να μη με κλάψετε.
Εσύ, ο Τζένιο κι η Μπεατρίς να φύγετε από δω
Εγώ κι ο Πάρις θα κατέβουμε από τη μεριά των πλοίων
Η κηδεία της θα γίνει απόψε στις επτά
σε δικό μας καλά κλεισμένο τόπο.
Ο,τι γράφω είναι ό,τι είδα. Ο Τσαρούχης μού είπε: Ο,τι κάνει κανείς εκ του φυσικού είναι καλό. Νερά, βροχή, παλτό μες στα νερά, εμείς στο σαλόνι, όπως μπαίνει μες στα νερά ακόμα να στάζει… Και η κηδεία, κηδεία της Παναγίας μας – Και το Εσύ, ποιος είναι που δείχνω;
Εσύ αναγνώστη μου τώρα, σήμερα στα «Νέα»; Τότε, ίσως, ήταν ο δαίμων της παρέας μου. Ας αφήσουμε ότι την κηδεύουμε – 5 άτομα – atoms – σε δικό μας καλά κρυμμένο τόπο. Που δεν επιτρέπεται. Απαγορεύεται.
ΥΓ.: Παραθέτω για να κάνει παρέα στη μάνα μου το ποίημά μου για τον θάνατο του πατέρα μου. Λέω μόνο ποιητικό ψέμα – εποχής Σαίξπηρ; – αιώνιας αλήθειας; – ότι τάχα δεν είχα καλή σχέση με τον πατέρα μου. Ψέματα, λέω. Υπέρ της τέχνης (μου).
Ο θάνατος του πατέρα μου
Από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
Κάντε στην άκρη.
Μπορώ να πω δεν τον αγαπούσα
Ποτέ δεν τον ήθελα
Πάντα ήμαστε αντίπαλοι
Αλλά να, από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
κάνει ζέστη και τον ξάδελφό μου
πάνω από το φέρετρο είδα που έκλαιγε
πιο πολύ από μένα.
Χρήστος Μποκόρος
ζωγράφος
Είδα τη μητέρα
Είναι φορές που τους συναντώ απροσδόκητα σε άσχετα μέρη, και τη μητέρα και τον πατέρα μου, σε ηλικία απροσδιόριστη εγώ, κάπου ανάμεσα Σχολείο και Γυμνάσιο αλλά με όλη τη γνώση και την εμπειρία του τώρα, κι αυτοί ιδανικοί, ανειλημμένοι λες, λουσμένοι ένα μυστήριο φως, θαμπό, που ωστόσο η τρυφερότητά του λάμπει. Να! τις προάλλες είδα τη μάνα μου καλοντυμένη όπως παλιά σ’ ένα σφιχτό ταγιέρ, είχε στον ώμο κρεμασμένο ένα τσαντάκι, λακαρισμένα τα μαλλιά της, διάφανο καλσόν, άκουγα τα τακούνια να χτυπάνε ρυθμικά, μας κράταγε απ’ το χέρι κι εμένα και τη μικρότερη αδελφή μου, είχαμε λέει βγει να πάμε στην πλατεία για γλυκό, θα ερχόταν κι ο πατέρας μόλις έκλεινε το μαγαζί.
Βαρυγκομούσα δίπλα της μέσα στα ρούχα τα καλά που μ’ είχε ντύσει, ήθελα να μείνω με τα καθημερινά, να συνεχίσω το παιχνίδι με τα γειτονόπουλα στον δρόμο, αλλά εκείνη επέμενε να είμαι ευπρεπής και να τη συνοδέψω αντάξιός της. “Και η γυναίκα του Καίσαρα οφείλει όχι μόνον να είναι αυτή που είναι αλλά και να φαίνεται τέτοια”, μου είπε. Αναρωτιόμουν πού το είχε μάθει αυτό, ίσα που είχε τελειώσει το Δημοτικό η προσφυγοπούλα. Προς τι εξάλλου ο παραλληλισμός; Χάθηκα σ’ άλλες σκέψεις και βρέθηκα να προχωρώ ατημέλητος λίγο πιο πέρα κι εκείνη δίπλα μου με παπούτσια αθλητικά, πλατύ βελούδο παντελόνι κι ένα ωραίο παλτό μαβί, μ’ όλα της τα κοσμήματα – βραχιόλια, δαχτυλίδια, αλυσίδες, σκουλαρίκια – φορεμένα – γριούλα πια –, κρατούσε κι ένα μπαστουνάκι εβένινο με ασημιά λαβή. “Φτάσαμε”, μου ‘πε χαρούμενη, “ως εδώ ήταν”. Είχε σηκώσει το χέρι να με φτάσει, το πρόσωπό της με κοιτούσε τώρα από χαμηλά, μικρούλα αυτή, εγώ είχα μεγαλώσει, ανάδινε μια γλύκα απίστευτη η στιγμή μα κράταγε πολύ, μια αμηχανία σερνόταν, μια χαρμολύπη σε κίνηση αργή, μπροστά μας η πλατεία γεμάτη κόσμο να μας παρασέρνει, μπλέξαμε μέσ’ στο πλήθος, στη βουή, άγνωστοι άνθρωποι, ακατανόητα λόγια, θόρυβοι, φασαρία, έψαχνα να τη δω, χαμένη, τη φώναζα, δεν έβγαινε φωνή, κι όμως την ένιωθα ακόμα κάπου εκεί να γυροφέρνει αόρατη, τα δάχτυλά της στοργικά μού χάιδευαν την πλάτη, τον αυχένα, το κεφάλι, κι είχα στα μάτια μου, σαν θαύμα, τη μορφή της να χαμογελάει ανέφελη, τεκμήριο αθανασίας της αγάπης, των τόπων, των στιγμών που ζήσαμε μαζί, εικόνα ανεξίτηλη, όλη μας η ζωή.