
Τα έζησε όλα επί δεκατρία χρόνια στον Ολυμπιακό. Από την αμφισβήτηση στην κραυγή της κατάκτησης του πρώτου πρωταθλήματος μετά τα πέτρινα χρόνια του Θρύλου. Ηταν Μάιος του 1997, όταν ο Κούλης Καραταΐδης σήκωσε την Κούπα του Πρωταθλητή και με την κραυγή αυτή συμπύκνωσε το ξέσπασμα όχι μόνο του ιδίου και του ποδοσφαιρικού τμήματος αλλά και των εκατομμυρίων οπαδών του ανά τον κόσμο.
Ο Κυριάκος Καραταΐδης (Καστοριά, 4 Ιουλίου 1965) ήταν ο εμβληματικός ποδοσφαιριστής που ένωσε δύο γενιές Ολυμπιακών. Αυτών που έζησαν στο πετσί τους τη δύσκολη δεκαετία 1987-1997, τη δεκαετία αυτή που ανδρώθηκαν μέσα από τις αντιξοότητες για να απολαύσουν στη συνέχεια την κυριαρχία του Ολυμπιακού στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Από τις εμβληματικές αρχηγικές φυσιογνωμίες του Ερυθρόλευκου Συλλόγου, αλλά και συνολικά του ελληνικού ποδοσφαίρου, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην ομάδα της Καστοριάς και το 1988 μετεγγράφηκε στον Ολυμπιακό, όπου και αγωνίστηκε για 13 χρόνια. Διατέλεσε επί χρόνια αρχηγός του Ολυμπιακού και ήταν ο ηγέτης της άμυνας. Ξεκινώντας από αριστερό μπακ για να «μεταγραφεί» στη συνέχεια στις θέσεις του στόπερ και του λίμπερο, όπου έγραψε χρυσά γράμματα στην καριέρα του.
Μέχρι την περίοδο 2000-01 που αποχώρησε, ήταν ο ρέκορντμαν σε ευρωπαϊκές και εγχώριες συμμετοχές των Ερυθρολεύκων. Ειδικότερα, έχει 363 συμμετοχές με τον Ολυμπιακό στο Πρωτάθλημα και 80 στο Κύπελλο Ελλάδας, 4 στο League Cup Ελλάδας, 1 στο Super Cup Ελλάδας, 24 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών – Champions League, 9 στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 19 στο Κύπελλο UEFA – Europa League.
Σύνολο, 500 συμμετοχές. Οσον αφορά το παλμαρέ των τίτλων του, μετρά 5 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1997, 1998, 1999, 2000, 2001), 3 Κύπελλα Ελλάδας (1990, 1992, 1999) και ένα Super Cup (1992). Στην Εθνική Ελλάδας πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις 17 Ιανουαρίου 1990, στην εντός έδρας φιλική αναμέτρηση εναντίον του Βελγίου. Με τη γαλανόλευκη φανέλα αγωνίστηκε συνολικά 34 φορές και συμμετείχε στο Μουντιάλ 1994 των ΗΠΑ, όπου είχε μία συμμετοχή στον αγώνα εναντίον της Βουλγαρίας.
«Οταν κερδίζαμε, αισθανόσουν ότι είσαι ο Θεός, και όταν χάναμε, ο τελευταίος. Θυμάμαι, χάναμε και τρεις μέρες δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι μου να πάω στο περίπτερο»
Το ντεμπούτο του
To θρυλικό ντεμπούτο του Αρχηγού πραγματοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1988, στο στάδιο Γ. Καραϊσκάκης. Μάλιστα, πέτυχε το πρώτο του γκολ με τη φανέλα του Ολυμπιακού σε ματς με τον Πανιώνιο. Ο Θρύλος είχε επικρατήσει με 0-1. Σε εκείνο το ματς, ο Πανιώνιος ήταν τυπικά γηπεδούχος, αφού στο γήπεδό του πραγματοποιούνταν έργα. Ο Κούλης Καραταΐδης είχε αποκτηθεί λίγους μήνες νωρίτερα από την Καστοριά και αυτό το παιχνίδι σηματοδότησε την έναρξη της μεγάλης καριέρας του στον Ολυμπιακό. Τα πέτρινα χρόνια αλλά και αυτά της χρυσής ερυθρόλευκης εποχής που ακολούθησε.
Ο Κούλης Καραταΐδης ήρθε στον Ολυμπιακό την περίοδο που ήταν πρόεδρος ο Γιώργος Κοσκωτάς με πολλούς ακόμη παίκτες που είχαν ρίζες από τον Πόντο. Γρήγορα οι οπαδοί του Ολυμπιακού τούς αποκάλεσαν «οι Πόντιοι». Είτε για τις καλές είτε για τις κακές στιγμές τους. Δύσκολη η περίοδος που ακολούθησε, με τον ίδιο να βιώνει την αδικία αλλά ενίοτε και την απαξίωση τόσο εντός όσο και εκτός των αγωνιστικών χώρων. Ο Καραταΐδης, όπως και άλλοι συμπαίκτες του, πέρασε διά πυρός και σιδήρου. Σφυρηλάτησε όμως σχέσεις ειλικρίνειας και υψηλού ήθους τόσο με τους «παλιούς» φιλάθλους του Ολυμπιακού και ειδικότερα τη Θύρα 7 (που τα μέλη της κράτησαν όρθιο τον Σύλλογο αυτά τα δύσκολα χρόνια) όσο και με τους αντίπαλους ποδοσφαιριστές.
Παθιασμένος αμυντικός, έδινε και την ψυχή του όταν ο διαιτητής σφύριζε την έναρξη του αγώνα, ενώ επικές θα μείνουν οι μονομαχίες που είχε τόσο με τον Δημήτρη Σαραβάκο όσο και με τον Κριστόφ Βαζέχα. Πρόλαβε επίσης να έχει αντιπάλους τον Θωμά Μαύρο, τον Ντέμη Νικολαΐδη αλλά και τον «μουστάκια» Νίκο Αναστόπουλο, όταν ο τελευταίος φόρεσε τη φανέλα του Πανιωνίου για δεύτερη φορά. Πάντα όμως σεβόταν τους αντιπάλους και όταν έληγε το 90λεπτο τον σέβονταν κι εκείνοι. Ισως γιατί ο Κούλης Καραταΐδης είναι ο Αρχηγός που θα ήθελαν όλες οι ομάδες και οι οπαδοί όλων των ομάδων.
Εκείνος που θα πάρει αγκαλιά και θα εντάξει στον Σύλλογο τον κάθε ποδοσφαιριστή. Θα του μάθει το βάρος της φανέλας που φορά – εν προκειμένω της ερυθρόλευκης – και θα μεταλαμπαδεύσει το πάθος του. Ισως σήμερα οι νεότερες γενιές των ερυθρόλευκων οπαδών, που δεν έζησαν τα πέτρινα χρόνια του Θρύλου, να μην μπορούν να αντιληφθούν απολύτως την έννοια του Αρχηγού των τότε χρόνων. Τότε που τα τσιμέντα έβραζαν όχι μόνο από τη ζέστη αλλά και από τη δίψα του Ολυμπιακού Λαού για τίτλους. Και κυρίως από το έλλειμμα δικαιοσύνης εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων.

Ντέρμπι Αιωνίων από τα παλιά και το… ζευγάρι κλασικό. Από τη μία ο Δημήτρης Σαραβάκος, απο την άλλη ο Κυριάκος Καραταΐδης
Οι μεγάλοι αντίπαλοι
Μέγιστη προσωπικότητα ο Κούλης Καραταΐδης. Βράχος της άμυνας του Ολυμπιακού, ξεκίνησε ως αντίπαλος του Σαραβάκου. «Από τους καλύτερους παίκτες που έχω αντιμετωπίσει. Είχε τρομερή ποιότητα, είχε ταχυδύναμη. Μετά ο Παναθηναϊκός έφερε και τον Βαζέχα. Ο Βαζέχα σε έτρεχε για 90’. Ηταν άλλο στυλ από τον Σαραβάκο», θυμάται ο ίδιος. Εχει χαρακτηρίσει μεγάλο μαχητή τον Ντέμη Νικολαΐδη: «Βραχύσωμος, εκρηκτικός παίκτης. Το μεγάλο του ατού ήταν ότι ήθελε πάντα να κερδίζει. Και έξυπνος». Από τα προπονητικά διπλά του Ρέντη θυμάται τον Χούτο, τον οποίο δεν έκοβε ούτε με… βαλέ, ενώ ως τον πιο δύσκολο αντίπαλο στην καριέρα του χαρακτηρίζει τον Ραούλ, τον φορ της Ρεάλ Μαδρίτης. Είχαν παίξει έξι φορές αντίπαλοι και ο ένας είχε μάθει καλά τον άλλο.
Δύσκολες περίοδοι
Η μεταγραφή του Κούλη Καραταΐδη από την Καστοριά στον Ολυμπιακό δεν ήταν τόσο απλή. Το 1986, ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Χρήστος Τερζανίδης τον είχε προτείνει στον Παναθηναϊκό. Αλλά τα πράγματα δεν προχώρησαν. Την επόμενη χρονιά προτάθηκε στον ΠΑΟΚ, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια οι επαφές με την ΑΕΚ. Και ενώ γίνεται διοικητικό συμβούλιο στην ομάδα της Καστοριάς και ο ίδιος περιμένει να τον βάλουν στο ταξί για την ΑΕΚ, το δρομολόγιο άλλαξε και έφθασε στο Μεγάλο Κόκκινο Λιμάνι.
Σε αυτό ο Κούλης Καραταΐδης έζησε και στιγμές που κανείς συνάδελφός του ποδοσφαιριστής δεν θα ήθελε να ζήσει. Απεργία των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού, επειδή ήταν απλήρωτοι για πάνω από έξι μήνες. Οπαδοί να πηγαίνουν στην προπόνηση και να ζητούν από τον ίδιο και κάποιους άλλους παίκτες να πάνε να πούνε του τότε προέδρου να φύγει. Εντονα συναισθήματα που άλλαζαν μέρα με τη μέρα. Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος: «Οταν κερδίζαμε, αισθανόσουν ότι είσαι ο Θεός, και όταν χάναμε, ο τελευταίος. Θυμάμαι, χάναμε από τον Παναθηναϊκό και τρεις μέρες δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι μου να πάω στο περίπτερο. Δεν μπορούσα να βγω από την ντροπή μου. Αυτό δεν υπήρχε τότε. Ολα αυτά σε επηρέαζαν ως άνθρωπο πάρα πολύ».
Το παλμαρέ των τίτλων του μετρά 5 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1997, 1998, 1999, 2000, 2001), 3 Κύπελλα Ελλάδας (1990, 1992, 1999) και ένα Super Cup (1992)
Ο γύρος του θριάμβου
O Κούλης Καραταΐδης ευτύχησε να κρεμάσει τα παπούτσια του ως πρωταθλητής. Στις 18 Μαΐου 2001, στη φιέστα για την κατάκτηση του πέμπτου σερί πρωταθλήματος από τον Ολυμπιακό. Η νίκη επί του Αθηναϊκού με 1-0 είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ο γύρος του θριάμβου από τους παίκτες του Ολυμπιακού. Με τον Κούλη Καραταΐδη δακρυσμένο να μην μπορεί να καταλάβει πώς πέρασαν τα «πέτρινα χρόνια» που έζησε από το 1987 και ήλθαν αυτά των πανηγυριών και των τίτλων. Οι συμπαίκτες του τον σήκωσαν ψηλά στις πλάτες τους. Οπως ο ίδιος κράτησε στις πλάτες του τον Ολυμπιακό επί δεκατρία συνεχή χρόνια.