
Η Νέα Δημοκρατία κυβερνά εδώ και έξι χρόνια, αφότου διαδέχθηκε τη λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο, βεβαίως, οφείλει πάρα πολλά για τη σημερινή της εκλογική δύναμη. Κατά περιόδους, στη διάρκεια αυτής της εξαετίας, η κυβερνητική παράταξη ανακαλύπτει εκ νέου, πάντα με τεράστια κατάπληξη αλλά και βαθιά οδύνη, ότι στην πορεία της χώρας προς την πρόοδο υπάρχει ένα σοβαρό εμπόδιο: το «βαθύ κράτος» (γνωστό στην πολιτική επιστήμη ως «πελατειακό κράτος»). Και ομνύει κάθε φορά, με επαναλαμβανόμενη πίστη και αποφασιστικότητα, να το αποκαθηλώσει.
Ετσι, πρόσφατα ο κύριος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης με ειλικρινή απόγνωση φαίνεται πως δήλωσε ότι «ή θα συγκρουστούμε με το βαθύ κράτος και τη γραφειοκρατία ή εμείς οι ίδιοι θα πέσουμε θύματα». Συνομολογώντας και αυτός με τον δικό του τρόπο πως, παρά την παρέλευση εξαετίας στη διακυβέρνηση της χώρας, η Νέα Δημοκρατία δεν φαίνεται να έχει πετύχει και πολλά πράγματα ως προς τον ευγενή οραματισμό της – και τούτο κυρίως διότι, όπως αποκάλυψε και η λανθάνουσα γλώσσα του κ. Χατζηδάκη, στην πραγματικότητα δεν το έχει προσπαθήσει ποτέ. Προφανώς ξεκίνησε τη διακυβέρνηση της χώρας, προ εξαετίας, ως άδολη κορασίδα που μάλλον δεν υποπτευόταν την ύπαρξη του «βαθέος κράτους» και τώρα, μετά τη συγκλονιστική αποκάλυψή του, βρίσκεται έμπροσθεν ενός αμλετικού υπαρξιακού ερωτήματος. «Ή το βαθύ κράτος ή εμείς».
Η έως σήμερα «μεταρρυθμιστική» διαχείριση της Νέας Δημοκρατίας στις μεταφορές, στην παιδεία, στο Δημόσιο, στην ενέργεια, στην οικονομία, στη Δικαιοσύνη, όταν δεν έχει τραγικά αποτελέσματα, είναι υλικό για κωμωδιογράφους. Και αυτό δεν συμβαίνει τυχαία. Υπάρχει ένας πολύ απλός λόγος που εξηγεί κάθε νοσηρή κατάσταση η οποία αναπαράγεται και ενισχύεται: ότι, δηλαδή, το κυβερνών κόμμα και το «βαθύ κράτος» είναι ένα και το αυτό. Πού αλλού μπορεί να βρίσκεται το επιτελείο του «βαθέος κράτους» όταν οι παρακολουθήσεις, όχι τον υπουργών και των ημετέρων, αλλά οικονομικών δημοσιογράφων που ερευνούσαν περιπτώσεις φοροδιαφυγής μικροαπατεώνων, κατευθύνονταν και συντονίζονταν από το ίδιο το πρωθυπουργικό γραφείο; Ο κομματικός μηχανισμός που κινητοποιείται για να φέρει την κυβέρνηση στην εξουσία, και να τη διατηρεί εκεί, είναι ο ίδιος μηχανισμός που συντηρεί και διαχειρίζεται το «βαθύ κράτος» και απολαμβάνει τα προνόμιά του. Επειδή, όμως, κανείς δεν μπορεί να πολεμήσει και να καταργήσει τον εαυτό του, ούτε και η Νέα Δημοκρατία μπορεί να πολεμήσει και να καταργήσει το «βαθύ κράτος».
Αντί τούτου, λοιπόν, είναι καταδικασμένη να επιδίδεται σε μεγάλες «διηγήσεις» για μεγάλες μεταρρυθμίσεις που πρόκειται να έρθουν (και που, αν και όταν έρχονται με τη μορφή νόμου, δεν υλοποιούνται ποτέ), καθώς και για φανταστικούς ηρωικούς αγώνες όπου, ως νέοι Διγενήδες, ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Χατζηδάκης αγωνίζονται στα μαρμαρένια αλώνια με τον προαιώνιο εχθρό του «εκσυγχρονιστικού» τους οράματος. Και η πολιτική εξαπάτησης του ελληνικού λαού μέσω των «διηγήσεων» συμπληρώνεται με την προσπάθεια του εκμαυλισμού του μέσω των επιδοτήσεων, που ουσιαστικά λειτουργούν με διπλό τρόπο: αποτελούν, αφενός, μία προσπάθεια να εξαγορασθεί η εύνοια και η ανοχή των πολιτών και, αφετέρου, ένα τέχνασμα με το οποίο, αντί να καταργηθούν τα καρτέλ που καταδυναστεύουν τις πιο κρίσιμες αγορές της ελληνικής οικονομίας, αντιθέτως ενισχύονται ακόμη περισσότερο με τη διοχέτευση προς την πλευρά τους χρημάτων των ελλήνων φορολογουμένων με τη μορφή της «επιδότησης της κατανάλωσης». Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας είναι εξ ολοκλήρου μία διήγηση που επιχειρεί να συσκοτίσει στα μάτια της κοινής γνώμης το απλό γεγονός ότι το κόμμα αυτό είναι «σάρκα μία» με το «βαθύ κράτος».
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι γραμματέας του Τομέα Ανάπτυξης του ΠΑΣΟΚ και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.