
Μπορεί να γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (με καταγωγή από τα Γρεβενά) αλλά ως γιος στρατιωτικού από μικρή ηλικία ο Παναγιώτης Φασούλας ήταν συνηθισμένος στις μετακομίσεις από πόλη σε πόλη. Και όμως όταν το 1993 έκανε το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στον Πειραιά έμελλε να ήταν το πιο κομβικό στη ζωή του. Καθώς όχι μόνο ρίζωσε στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, αλλά εκεί έφτιαξε τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική του ζωή και δεν έψαξε πλέον άλλη πόλη.
Δεν ήταν μόνο η εξαετής θητεία του στον Ολυμπιακό, αλλά και η ανάληψη της δημαρχίας της πόλης για μία τετραετία (2006 – 2010) καθώς στον Πειραιά η «αράχνη» του ελληνικού μπάσκετ βρήκε το λιμάνι της καρδιάς του μεταφορικά και κυριολεκτικά. Εκεί έκανε την όμορφη οικογένειά του με τη γυναίκα του Μάσα και τα παιδιά του, τη Μαριέλλα και τον Γιάννη
Ενας άνθρωπος μποέμ, έξω καρδιά και επαναστάτης (συνήθως με αιτία) που δεν δίσταζε πάντα να πει τη γνώμη του και ας το πλήρωνε πρώτος και καλύτερος… Γινόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος πιο εύκολα από τον καθένα και οι κόντρες του με προπονητές, όπως ο Ντούσαν Ιβκοβιτς σε ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό και ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου στην Εθνική είχαν αφήσει εποχή.
Ασυμβίβαστος συχνά ο Παναγιώτης Φασούλας άφηνε ευάλωτο πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του και ό,τι σκεφτόταν το… πέταγε και ας τον έβγαζαν στην σέντρα. Κάποια στιγμή όταν ο ΠΑΟΚ έπαιζε το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη, ύστερα από ένα παιχνίδι με την Ορτέζ τον έχουν πλησιάσει οι δημοσιογράφοι και του κάνουν ερωτήσεις και αυτός τους λέει κάποια στιγμή: «Μη ρωτάτε εμένα, ρωτήστε τον… Σοφό» δείχνοντας τον Ντούσαν Ιβκοβιτς, με τον οποίο δεν είχε (ποτέ σχεδόν) τις καλύτερες σχέσεις αλλά με αυτή την ατάκα του έδωσε ουσιαστικά το παρατσούκλι που τον συνόδευε για χρόνια και ας το είχε πει ειρωνικά.
Το 1994 έφυγε από την εθνική ομάδα και είχε πει «Ή αυτός ή εγώ» για τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου, με τον τότε ισχυρό άνδρα της ομοσπονδίας Γιώργο Βασιλακόπουλο να στηρίζει τον παίκτη. Η Εθνική πήγε στο Μουντομπάσκετ του Καναδά με τον Μάκη Δενδρινό στον πάγκο και τον Φασούλα να κάνει τα ματς της ζωής του με την Ελλάδα, η οποία βγήκε 4η στον κόσμο. Αγωνίστηκε 243 φορές με την Εθνική Ελλάδας (ανδρών) έχοντας 2.389 πόντους (9,83 κατά μ.ό.).
Τελευταίο του παιχνίδι με το εθνόσημο στο στήθος ήταν στον μικρό τελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Αθήνας το 1998 με αντίπαλο την ομάδα των ΗΠΑ. Είχε πει στο Ευρωμπάσκετ του 1995 την κλασική ατάκα μετά τον χαμένο ημιτελικό με τους Σέρβους στην παράταση: «Ο κόσμος αντί να μας υποστηρίζει έτρωγε τα πατατάκια του και χάζευε την παράσταση»!

Ο Αργύρης Καμπούρης κόντρα στην ΑΕΚ και στον Κώστα Παταβούκα
Η ώρα του τριπλ κράουν
Από τον ΠΑΟΚ αποχώρησε μετά το χαμένο πρωτάθλημα του 1993 (και ενώ λίγο νωρίτερα είχε χάσει και το Ευρωπαϊκό στο ΣΕΦ, στην ήττα από την Μπενετόν στον ημιτελικό του φάιναλ φορ) και ο κόσμος του κόλλησε το «προδότης» όταν πήγε στον Ολυμπιακό και όταν ανέβαιναν οι Ερυθρόλευκοι στη Θεσσαλονίκη ζούσε μια «κόλαση», με τους συμπαίκτες του να λένε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Εμείς θα περάσουμε άνετα, όλοι θα ασχολούνται πάλι με τον Παναγιώτη»!
Μπορεί με τον ΠΑΟΚ να πήρε τους πρώτους τίτλους της καριέρας του αλλά στον Ολυμπιακό εκτοξεύθηκε φτάνοντας στην κορύφωση με το τριπλ κράουν του 1997, όταν και άναψε τα περίφημα πούρα στη Ρώμη μετά τον θρίαμβο επί της Μπαρτσελόνα στον τελικό.
Το μπασκετικό του παρατσούκλι ήταν «αράχνη» γιατί είχε κοντό κορμό και πολύ μακριά άκρα. Το ύψος του ήταν η αιτία που ασχολήθηκε με το μπάσκετ, σε μια εποχή που οι ψηλοί παίκτες ήταν δυσεύρετοι. Με τον Ολυμπιακό απογειώθηκε κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα (1993-94, 1994-95, 1995-96, 1996-97), με χρυσή σεζόν το 1996-97 όταν ο Ολυμπιακός κατέκτησε την Ευρωλίγκα στη Ρώμη και το νταμπλ στην Ελλάδα, ενώ εξίσου πολύ σημαντικές στιγμές στην καριέρα του ήταν το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1987 και το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ το 1989.
Οταν η ομάδα του Ολυμπιακού στον δρόμο προς τη Ρώμη αρχικά δεν πήγαινε καλά έπειτα από κάποιες άσχημες ήττες ο Φασούλας είχε μαζέψει τους συμπαίκτες του και είχαν πάει στα μπουζούκια, κάτι που τους ένωσε ιδιαίτερα και κάποια στιγμή άλλαξε το τσιπάκι.
Με τον Ολυμπιακό αγωνίστηκε σε 190 παιχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος σκοράροντας 1.632 πόντους (8,6 μ.ό.) και μαζεύοντας 1.317 ριμπάουντ (6,9 μ.ό.). Στην Ευρώπη αγωνίστηκε σε 105 παιχνίδια με την ερυθρόλευκη φανέλα σκοράροντας 885 πόντους (8,4 μ.ό.) και μαζεύοντας 613 ριμπάουντ (5,8 μ.ό.).
Γεννημένος στην Αστυπάλαια και μεγαλωμένος στον Πειραιά ο Αργύρης Καμπούρης εκείνο το βράδυ ανέβηκε στον Ολυμπο
Ο «τίμιος γίγαντας»
Η εικόνα δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό κάθε Ελληνα. Είναι η ώρα που ο Αργύρης Καμπούρης φυσάει τα χέρια του για να τα στεγνώσει από τον ιδρώτα προτού εκτελέσει τις πιο κρίσιμες βολές στην καριέρα του.
Ο τελικός του Ευρωμπάσκετ με τη Σοβιετική Ενωση στο ΣΕΦ είναι ισόπαλος 101-101 μόλις 4 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος της παράτασης και ο αρχηγός του Ολυμπιακού έχει κερδίσει δύο βολές από το φάουλ του Γκομπόροφ.
Τι και αν έχει μόλις 59% στις βολές, βάζει την πρώτη και σηκώνει τα χέρια γυρνώντας στην κερκίδα πανηγυρίζοντας. Βάζει και τη δεύτερη και επιστρέφει πανηγυρίζοντας στην άμυνα. Το σουτ του Γιοβάισα βρίσκει… δοκάρι και η Ελλάδα είναι η πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Από τα χέρια αυτού του «τίμιου γίγαντα» όπως τον βάφτισε τότε ο Φίλιππος Συρίγος, που πάνω στην αγωνία του λέει πριν από τις βολές: «Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα». Η πρόκριση είναι το τρόπαιο του Ευρωμπάσκετ σε αυτές τις αξέχαστες στιγμές, όσες δεκαετίες και αν περάσουν. Ο Νίκος Φιλίππου δεν άντεχε να δει τις βολές, ενώ Σταυρόπουλος και Φασούλας τις έβλεπαν με αγωνία πριν ξεσπάσουν σε πανηγυρισμούς.
Ο γεννημένος στην Αστυπάλαια και μεγαλωμένος στον Πειραιά Αργύρης Καμπούρης εκείνο το βράδυ ανέβηκε στον Ολυμπο, και πλέον από τότε όλα αλλάζουν προς το καλύτερο. Για έναν παίκτη που πάντα έδινε το 101% των δυνάμεών του στο γήπεδο με κατάθεση ψυχής. Δεν είχε την αίγλη του Νίκου Γκάλη ή του Παναγιώτη Γιαννάκη, αλλά όταν πήγαινε στα ριμπάουντ (όπως αυτό που πήρε από τον Γκομπόροφ) είχε ψυχή χιλίων λεόντων.
Και δεν φοβόταν να πάρει την ευθύνη και πώς να γίνει αυτό όταν από πιτσιρικάς έτρεχε να δώσει ένα χεράκι στον πατέρα του βοηθώντας τον στην οικοδομή, προκειμένου η πολυμελής οικογένειά του να έχει τα προς το ζην.

Παναγιώτης Φασούλας και Αργύρης Καμπούρης εκείνο το καλοκαίρι: το 1987 που η Ελλάδα έμαθε ότι τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα
Από μικρός
Ολα του πήγαιναν πλέον δεξιά και του έμελλε να είναι ο αρχηγός της ομάδας της καρδιάς του (που την υπηρέτησε για 14 χρόνια, αρκετά από αυτά μέσα στην περίοδο των «πέτρινων χρόνων») κατακτώντας μαζί της τρία πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο, τα οποία και σήκωνε πρώτος ως κάπτεν.
Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής των Ερυθρολεύκων και ξεκίνησε να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα. Το 1979 συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού και με σκληρή δουλειά προσπάθησε να καθιερωθεί. Τη σεζόν 1980-81 αγωνίστηκε ως δανεικός στην ομάδα της Γλυφάδας για να επιστρέψει στον Ολυμπιακό πιο έμπειρος και έτοιμος για τίτλους. Τη σεζόν 1995-96 ο Καμπούρης αγωνίστηκε με την ομάδα του Περιστερίου. Στο τέλος της χρονιάς ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση.
Ομως όταν κρέμασε τη φανέλα του, δεν έφυγε ποτέ από τους Ερυθρόλευκους και έγινε υπεύθυνος στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, αλλά και τεχνικός σύμβουλος στα τμήματα υποδομής της ομάδας του Πειραιά. Μάλιστα άνοιξε και ένα κατάστημα με αθλητικά είδη στη Νεάπολη της Νίκαιας που φυσικά το ονόμασε «Free Throw» (ελεύθερες βολές).
Στα δέκα χρόνια που αγωνίστηκε στην αγαπημένη του Εθνική, συμμετείχε σε τρία Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (1987, 1989, 1991) και σε δύο Παγκόσμια Πρωταθλήματα (1986, 1990), αγωνιζόμενος 131 αγώνες και σκοράροντας συνολικά 529 πόντους με κορυφαίες στιγμές φυσικά το χρυσό μετάλλιο του 1987 και το ασημένιο του 1989.
Προπονητικά αρχικά συνεργάστηκε με την ομάδα των Αγίων Αναργύρων, την οποία και οδήγησε από τη Β’ ΕΣΚΑ στην Γ’ Εθνική. Δούλεψε επίσης σε Αιγάλεω, Ελευσίνα και Νίκη Αμαρουσίου. Από το 2002 μέχρι σήμερα εργάζεται στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού. Μάλιστα, συμμετείχε ενεργά και στη θυγατρική ομάδα του, τον Ολυμπιακό Β’.
Ο γιός του, Νίκος Καμπούρης, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα και έπαιξε στην Basket League, με τη φανέλα του Κολοσσού Ρόδου ενώ φυσικά έπαιζε στην αναπτυξιακή ομάδα του Ολυμπιακού. Το καλοκαίρι του 2024 κρέμασε τα παπούτσια του στον Ηρακλή, αναλαμβάνοντας, μάλιστα, χρέη πρώτου προπονητή κάποια στιγμή. Από τον περασμένο Δεκέμβριο εντάχθηκε στο τεχνικό τιμ του Αθηναϊκού.