
Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης εμπιστοσύνης, όπου η αξιοπιστία της ενημέρωσης που προσφέρεται από τα μεγάλης εμβέλειας μέσα ενημέρωσης διαβρώνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς και η διάκριση μεταξύ αλήθειας και παραπληροφόρησης καθίσταται όλο και πιο ασαφής, ο λαϊκισμός παύει να είναι μια περιθωριακή ή αντισυστημική ρητορική και αποκτά μια βαθύτερη, σχεδόν συστημική διάσταση. Δεν περιορίζεται πλέον σε μια απλοϊκή ρητορική ενάντια στις πολιτικές ηγεσίες ή στο γνωστό δίπολο «διεφθαρμένοι ηγέτες» – «αγνός λαός», αλλά επεκτείνεται σε μια ευθεία αμφισβήτηση της νομιμοποίησης των ίδιων των φορέων γνώσης και ενημέρωσης: των παραδοσιακών μέσων μαζικής επικοινωνίας, των ειδικών και των επιστημόνων, που άλλοτε αποτελούσαν τα στηρίγματα της κοινής λογικής και του ορθολογικού δημόσιου λόγου. Αυτός ο νέος λαϊκιστικός λόγος ενσωματώνει χαρακτηριστικά πραγματολογικού σχετικισμού – της αντίληψης, δηλαδή, ότι η αλήθεια δεν είναι αντικειμενική, αλλά σχετική με την οπτική και τα βιώματα του κάθε υποκειμένου. Ωστόσο, ο σχετικισμός αυτός δεν λειτουργεί απλώς ως φιλοσοφική θεώρηση. Αναδεικνύεται σε εργαλείο πολιτικής στρατηγικής: η συστηματική αμφισβήτηση της αντικειμενικής αλήθειας εργαλειοποιείται για την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και τη δημιουργία εναλλακτικών αφηγήσεων, προσαρμοσμένων σε ιδεολογικά ή πολιτικά συμφέροντα.
Σύγχρονες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι οι λαϊκιστικές δυνάμεις κάνουν ευρεία χρήση όρων όπως «fake news» ή «παραποιημένες ειδήσεις». Αμφότερα δεν είναι πρωτόγνωρα στην ιστορία και τη θεωρία της μαζικής επικοινωνίας. Πρωτόγνωρα είναι η ένταση και η συχνότητα χρήσης τους. Κι οι φορείς, πολιτικοί και όχι μόνον, τα χρησιμοποιούν όχι για να αποκαλύψουν παραπληροφόρηση, αλλά για να διαβρώσουν τη φερεγγυότητα θεσμικών και ευρείας εμβέλειας μέσων ενημέρωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύουν τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι σε κάθε μορφή θεσμικής αυθεντίας. Αν και ο αντίκτυπος τέτοιων στρατηγικών φαντάζει αρχικά περιορισμένος, η πραγματική τους επίδραση εντοπίζεται σε κοινωνικές ομάδες που ήδη εκδηλώνουν σκεπτικισμό ή αίσθημα αποξένωσης απέναντι στην πολιτική εξουσία και τα μέσα ενημέρωσης.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα πειράματος στο Βέλγιο, όπου 428 άτομα εκτέθηκαν σε λαϊκιστικά μηνύματα που κατηγορούσαν είτε τους πολιτικούς είτε τα ΜΜΕ για εξαπάτηση και απομάκρυνση από τα συμφέροντα του λαού. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως, αν και ο γενικός πληθυσμός δεν επηρεάστηκε σημαντικά, εκείνοι που ήδη διατηρούσαν αρνητική στάση απέναντι στα παραδοσιακά μέσα, παρουσίασαν σημαντική ενίσχυση της δυσπιστίας τους απέναντι στην έννοια της αντικειμενικής αλήθειας. Δημιουργήθηκε έτσι ένα εύφορο έδαφος για την πλήρη αποδόμηση της κοινά αποδεκτής πραγματικότητας. Το φαινόμενο αυτό δεν συνιστά απλώς μια μετατόπιση στη ρητορική ή στην επικοινωνιακή στρατηγική των πολιτικών δυνάμεων. Πρόκειται για μια ουσιαστική κρίση της δυνατότητας συλλογικής κατανόησης της πραγματικότητας. Οταν ο δημόσιος διάλογος παύει να βασίζεται σε κοινώς αποδεκτά δεδομένα και πηγές, μετατρέπεται σε πεδίο σύγχυσης, αντιπαράθεσης ερμηνειών και αυθαίρετων αφηγημάτων και τελικά ακραίας πόλωσης. Η χειραγώγηση των πολιτών διευκολύνεται, καθώς καθεμία πλευρά μπορεί να διεκδικεί τη δική της «αλήθεια», διαβρώνοντας τις προϋποθέσεις ουσιαστικής δημοκρατικής διαβούλευσης.
Η συστηματική απονομιμοποίηση των ειδικών, των δημοσιογράφων και των επιστημόνων δεν σηματοδοτεί απλώς μια κρίση εμπιστοσύνης. Αν και τροφοδοτείται από ποικίλους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, καταλήγει να υπονομεύει το ίδιο το νόημα της τεκμηριωμένης γνώσης. Σε ένα περιβάλλον όπου η αλήθεια καθίσταται διαπραγματεύσιμη και η αμφισβήτηση της αυθεντίας ανάγεται σε πράξη «αντίστασης», η δημοκρατία απειλείται να εκφυλιστεί σε σύνολο ασύνδετων μονολόγων, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας ή συναίνεσης κι εν τέλει συνεννόησης.
Η κατανόηση αυτής της δυναμικής είναι ζωτικής σημασίας. Η θωράκιση του δημοκρατικού διαλόγου δεν επαφίεται μόνο σε θεσμικές εγγυήσεις· απαιτεί και έναν ελάχιστο κοινό τόπο συμφωνίας για το τι συνιστά έγκυρη, αξιόπιστη και τεκμηριωμένη γνώση. Δίχως αυτή τη συνθήκη, η δημοκρατία απογυμνώνεται από το ουσιαστικό της περιεχόμενο και μετατρέπεται σε παραληρηματικό πεδίο αφηγημάτων χωρίς κοινό πλαίσιο αναφοράς.
Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών