
Αναλαμβάνει μια σκηνοθεσία σχεδόν απρόβλεπτης κλίμακας χωρίς να έχει στη διάθεσή του όλους τους εμβληματικούς χώρους που είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με το ίδιο το έργο, το οποίο μετρά πλέον 70 χρόνια ζωής.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, έχοντας στην πλάτη του τέσσερις γεμάτες δεκαετίες εμπειρίας στο θέατρο ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και δάσκαλος (εκτός από τους 70 γλάρους ζωγραφισμένους με τατουάζ και τα κύματα που κρύβει επιμελώς κάτω από την γκαμπαρντίνα του – αναπόσπαστο στοιχείο της εμφάνισής του) και αφού θα έχει δοκιμαστεί για ακόμη μία φορά στην ορχήστρα του θεάτρου της αρχαίας Επιδαύρου με τις ραψωδίες «ζ η θ/Ο ξένος», ξεκινά τη θητεία του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου τον Αύγουστο, έχοντας μπροστά του δύο μεγάλες προκλήσεις: πρώτον τα προγραμματισμένα έργα αναστήλωσης του Ωδείου Ηρώδου Αττικού, που θα ξεκινήσουν εντός του 2026, γεγονός που θα θέσει εκτός λειτουργίας έναν από τους χώρους – πυλώνες φιλοξενίας του Φεστιβάλ, και δεύτερον τον εκσυγχρονισμό – με άγνωστο χρονοδιάγραμμα – των θεατρικών σκηνών που χρησιμοποιεί το Φεστιβάλ από το 2006 στο συγκρότημα της οδού Πειραιώς 260, όπου θα μεταφερθούν και οι διοικητικές του υπηρεσίες.
Προκλήσεις που ενδεχομένως να μοιάζουν μηδαμινές στον άνθρωπο που βούτηξε στα βαθιά, βαλτωμένα νερά της Ελευσίνας για να την αναδείξει εν μέσω πανδημίας Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τότε ο χρόνος, οι υποδομές, οι υποσχέσεις, ακόμη και ο ίδιος ο τόπος στην αρχή, ήταν εναντίον του. Κι όμως, εκείνος τα κατάφερε να σταθεί όρθιος. Να βάλει σε τάξη – έστω και με σουρεαλιστικούς όρους κάποιες φορές – το χάος. Και με επιμονή στο όραμά του περί «κοινωνικής γλυπτικής» και παρά τις απώλειες (λίγο μετά την τελετή έναρξης έφυγε από τη ζωή η στενή του συνεργάτιδα, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Δέσποινα Γερουλάνου), εν τέλει να χτίσει με τον μόχθο, το πάθος και τις αδυναμίες του χειροποίητου ένα πρόγραμμα που έπεισε και τους πλέον δύσπιστους να επιστρέψουν πολλές φορές στον τόπο όπου τα νεκρά φουγάρα των εργοστασίων καρτερούν υπομονετικά συντροφιά με τη Δήμητρα την επάνοδο της Περσεφόνης από τον Κάτω Κόσμο.
Ακόμη και χωρίς αυτή την προϋπηρεσία, ωστόσο, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και πάλι θα ήταν ο αναμενόμενος, ως πλέον κατάλληλος, για αυτή τη θέση, που έμοιαζε να τον περιμένει από καιρό.
Ερχεται, όμως, σε μια κομβική στιγμή του θεσμού: αμέσως μετά την ολοκλήρωση ενός επετειακού έτους κι ενώ έχουν πλέον κλείσει οι πληγές των προηγούμενων ετών που άφησαν στο σώμα του, μεταξύ άλλων, η αποπομπή του Γιώργου Λούκου, το επεισοδιακό πέρασμα του Γιαν Φαμπρ και οι δυσκολίες της πανδημίας, καθώς η προκάτοχός του Κατερίνα Ευαγγελάτου κατάφερε, ειδικά προς το τέλος της εξαετούς θητείας της, να οργανώσει ένα πρόγραμμα πλούσιο, ενδιαφέρον, πολυσυλλεκτικό, διεθνές, λαμπερό και ενίοτε τολμηρό.
Είναι η κατάλληλη στιγμή, τώρα, καθώς το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, με αφορμή την επέτειό του, καλείται να αναστοχαστεί τον ρόλο και τον προσανατολισμό του για να περάσει στα χέρια ενός πολυμήχανου δημιουργού που έχει καταφέρει να αναμετρηθεί με την αυστηρή παράδοση του ιαπωνικού θεάτρου ΝΟ και να το μπολιάσει με την ομηρική «Νέκυια». Να χωρέσει ολόκληρη την εποχή της Μεταπολίτευσης στη σκηνή της θεατρικής του κοιτίδας, στην οδό Τουρναβίτου, στο Θησείο. Εκεί που πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες κάθε βράδυ έστηνε ένα δείπνο που μοιράζονταν ηθοποιοί και θεατές σε μια πρωτόγνωρη πειραματική παράσταση για τα ελληνικά δεδομένα, τον «Εθνικό Υμνο». Είναι ο ίδιος που κάλεσε τους θεατές να περπατήσουν γύρω από τους βάλτους που απλώνονται πίσω από τους χώρους θέασης του Φεστιβάλ στην Πειραιώς 260 για τη δική του εκδοχή του «Insenso/Οπερα» του Δημήτρη Δημητριάδη. Εκείνος που άφησε εποχή όταν δημιούργησε τρεις τεράστιες οφιοειδείς πομπές και πάλι στην Πειραιώς, στις οποίες στάθηκαν από ηθοποιούς έως ψάλτες κι από τον γιο του έως εθελοντές από κάθε γωνιά της Ελλάδας για την εμβληματική περφόρμανς – απόδοση του κειμένου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα». Και που κατάφερε να βγει αλώβητος από τη δαμόκλειο σπάθη της κινεζικής λογοκρισίας όταν σκηνοθέτησε την «Ηλέκτρα» στη Σαγκάη.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός δεν είναι ένας ακόμη σκηνοθέτης που έχει, εκτός των άλλων, αποκτήσει διεθνές κύρος. Ούτε ένας δημιουργός που αγαπά την επιτήδευση ως αυτοσκοπό, παρά το γεγονός ότι πολλοί θεωρούν ότι μια δόση υπερβολής που διακρίνουν τόσο στις σκηνοθετικές του επιλογές όσο και στην εμφάνισή του αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς του. Είναι ένας στοχαστής του θεάτρου που δεν βιάζεται. Δεν κυνηγάει την απάντηση στο κάθε ερώτημα, αλλά επιμένει εμμονικά να διαβάζει, να ερευνά, να αφουγκράζεται για να ανακαλύψει την απάντηση. Οχι για να την προσφέρει στο κοινό, ούτε καν για να την υπαινιχθεί, παρά μόνο για να την κρατήσει στο πίσω μέρος του μυαλού του ως πυξίδα.
Με πυξίδα λοιπόν αυτή την πολύτιμη εμπειρία πάνω και κάτω από το θεατρικό σανίδι και τις αποσκευές του φορτωμένες με τη γνώση που μεταδίδει στους φοιτητές του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, την πειθαρχία και τις άμεσα κρίσιμες αποφάσεις τις οποίες καλείται να λάβει όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μανία της θάλασσας ως δεινός ιστιοπλόος και την ανυπομονησία του, η οποία, κατά τα λεγόμενά του, ήταν και ο λόγος που δεν ακολούθησε τον βραδυφλεγή δρόμο της επιστήμης, αν και πτυχιούχος Βιολογίας, καλείται να χαράξει τις επόμενες διαδρομές του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου. Στο χέρι του είναι το πηδάλιο και η ευκαιρία να ταράξει τα νερά.