
Αφορμή για το σημερινό θέμα είναι μια επέτειος που, κατά τη γνώμη μου, είναι καθοριστική γι’ αυτό που, κάποτε, λέγαμε κίνημα του φεμινισμού και, σήμερα, αποκαλούμε, κίνημα ενάντια στην πατριαρχία. Αν με ρωτάτε, προτιμώ την πρώτη εκδοχή διότι η εμπειρία λέει ότι τα κινήματα που προσδιορίζουν την ταυτότητά τους μέσα από μία αντιπαλότητα ή μία άρνηση, δεν φτουράνε ή, μάλλον, παράγουν περισσότερο μίσος παρά στήριξη μίας ιδέας, αλλά, επειδή δεν με ρωτάτε, συνεχίζω.
Σαν σήμερα λοιπόν, πριν από εξήντα πέντε χρόνια, το αντισυλληπτικό χάπι εγκρίθηκε από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ και, λίγους μήνες μετά, κυκλοφόρησε στο εμπόριο. Κόντρα στις αντιδράσεις όχι μόνο του συντηρητικού τμήματος της κοινωνίας (που ήταν και το μεγαλύτερο) και της Καθολικής Εκκλησίας αλλά ακόμη και της ιατρικής κοινότητας. Το τρένο της σεξουαλικής επανάστασης ωστόσο (επίσης, αν με ρωτάτε, της σημαντικότερης του 20ου αιώνα) είχε ήδη σφυρίξει τρεις και δεκατρείς φορές και είχε μπει στις ράγες.
Το χάπι έδωσε το πράσινο φως στον χωρίς συνέπειες ελεύθερο έρωτα, αυτές τις συνέπειες που γίνονταν αιτία για στυγερά «εγκλήματα τιμής». Βέβαια, υπήρχαν και παλαιότερα πιο «πρακτικοί» μέθοδοι αντισύλληψης όπως η περίφημη «Μπεμπέκα» (η πιο διάσημη μάρκα προφυλακτικών στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα) αλλά με το χάπι, η απόφαση πέρασε πλέον στα χέρια των γυναικών. Οχι μόνο των ανύπαντρων αλλά και των παντρεμένων που θα μπορούσαν έτσι να αποφύγουν τις αλλεπάλληλες εγκυμοσύνες που τις καταστούσαν «μηχανές γονιμοποίησης» περιορίζοντας έτσι τον κοινωνικό τους ρόλο.
Από το 1960 έως σήμερα, κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι μέχρι να φτάσουμε στον πολυεπίπεδο αγώνα κατά της πατριαρχίας. Που τι σημαίνει στην πράξη; Ενάντια σε μία αντίληψη που όχι μόνο αποδέχεται αλλά θεωρεί δεδομένες και κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές τραμπούκικες, επιθετικές, απαξιωτικές, πατερναλιστικές, προσβλητικές, με αντρικό πρόσημο. Ενας αγώνας ενάντια στο τσαμπουκαλίδικο αντρικό πρότυπο που θεωρεί εαυτόν άτρωτο, παντοδύναμο και απόλυτο διακινητή του δικαίου έτσι όπως το φαντάζεται ο ίδιος, σε έναν άντρα «φοβεριστικό» που υποτιμά τις ευαισθησίες, τις ευαλωτότητες, τις ανάγκες του άλλου ή των άλλων φύλων.
Το πρόβλημα προκύπτει όταν το αντίπαλο δέος της πατριαρχίας, αρχίζει να υιοθετεί τα χαρατηριστικά της. Γυναίκες επιθετικές, που θέλουν να επιβάλονται άμα της εμφανίσει, που προσπαθούν να μοιάζουν απειλητικές ακόμη και στα ρούχα – είτε αυτά είναι υπεραποκαλυπτικά ώστε να τονίζουν τα γυναικεία τους «όπλα», είτε μοιάζουν με αποκριάτικο κουστούμι αντρικής φορεσιάς. Γυναίκες που στην ερωτική τους ζωή δίνουν την εντύπωση ότι χρησιμοποιούν τους άντρες ως sex toys. Γυναίκες που προτιμάνε να τις φοβούνται παρά να τις σέβονται.
Αυτό όμως δεν είναι αγώνας ενάντια στην πατριαρχία. Είναι μια αντιστροφή. Είναι η ίδια πατριαρχία με τακούνια. Ενα θλιβερό, από τα βάθη της δεκαετίας του 1980, απομεινάρι – παρά τη στυλιστική προσπάθεια ανανέωσης – του πρότυπου της Τζόαν Κόλινς και της γόβας στιλέτο που τσακίζει κρύσταλλα. Και κακόγουστο και ξεπερασμένο.
Η χαμηλή τιμή
της δημοσιότητας
Το θέατρο πάει πολύ καλά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Να υποθέσω ότι αυτό σημαίνει και καλύτερες αμοιβές για τους ηθοποιούς; Δεν είναι απόλυτο, αλλά, τέλος πάντων, υπάρχει ζήτηση με τόσες παραστάσεις. Βέβαια, υπάρχει και η τηλεόραση και το ταμπού ότι οι «ποιοτικοί» ηθοποιοί δεν κάνουν σήριαλ, έχει προ πολλού, ευτυχώς, καταρρεύσει. Κάποιοι που, φέτος, δεν έκαναν τηλεόραση, έκαναν διαφήμιση με πολύ καλές αμοιβές απ’ όσο μαθαίνω. Και, εκτός από την παραδοσιακή διαφήμιση, υπάρχουν και οι λεγόμενες «αναρτήσεις προϊόντων» στο Ιντερνετ που, όταν γίνονται από ηθοποιούς, κοστολογούνται ακριβά.
Θέλω να πω ότι υπάρχουν εναλλακτικές να αβγατίσει ένας ηθοποιός το εισόδημά του και, όταν πρόκειται να εξασφαλίσει κάποιος τα προς το ζην, τα σχόλια περιττεύουν. Ομως το να παρευρίσκονται ηθοποιοί σε κοσμικές εκδηλώσεις, σαν τις μύγες μεσ’ στο γάλα, για να έχει ο φωτογράφος περισσότερα επώνυμα ενσταντανέ και για να πάρει, φεύγοντας, ο «ποιοτικός» ηθοποιός δώρο ένα μπουκάλι ποτό ή ένα μπιχλιμπίδι, είναι θλιβερό.