«Οποιος πάει αλλού στην Ευρώπη, θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα»

Δώσαμε ραντεβού στο γραφείο του, στην έδρα της πακιστανικής κοινότητας στην Αθήνα. Απόγευμα Μεγάλης Δευτέρας. Για εμένα είχε ξεκινήσει η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας, για εκείνον είχε μόλις τελειώσει το Ραμαζάνι. Φτάνω στις επτά και πέντε στην οδό Αιόλου, στην Ομόνοια, και χτυπάω το κουδούνι. Μου ανοίγει και ανεβαίνω στον 5ο όροφο. Ο Τζαβέντ Ασλάμ ήθελε – πριν πάμε για φαγητό και συζητήσουμε για τη ζωή του και τον ρόλο του – να μου δείξει τον χώρο όπου εργάζεται. Εκεί όπου υποδέχεται τους συντοπίτες του, το κέντρο συντονισμού της κοινότητας. Με καλωσόρισε χαμογελαστός φορώντας ένα μπλε κουστούμι και ένα μεγάλο χαμόγελο. Λίγο μετά φύγαμε και πήγαμε στη Χονολουλού.

Ο Τζαβέντ Ασλάμ ήρθε από το Πακιστάν στην Ελλάδα πριν από 30 χρόνια. Εχοντας τότε ολοκληρώσει τις σπουδές του στις πολιτικές επιστήμες, αποφάσισε να βρεθεί εδώ για λίγα χρόνια με σκοπό να μετεκπαιδευτεί. Δεν επέστρεψε ποτέ όμως. Σήμερα ζει στα Σεπόλια με τη σύζυγό και την 21 ετών κόρη του. Οπως ο ίδιος μου είπε, εγκαταλείποντας τη χώρα του για την Ελλάδα, είχε αφήσει πίσω την οικογένειά του, με την οποία επανενώθηκε ύστερα από χρόνια, όταν κατάφερε να τους εκδώσει βίζα και να τους φέρει κοντά του.

Εδώ και 20 χρόνια, από το 2005 δηλαδή, διατελεί εκλεγμένος πρόεδρος της πακιστανικής κοινότητας στην Ελλάδα, προασπιζόμενος τα δικαιώματα των συντοπιτών του. Με εντυπωσιάζουν αμέσως τα σχεδόν άριστα ελληνικά του. Παραγγέλνουμε και μπαίνω αμέσως στο θέμα: τον ρωτώ για την ευθύνη του να εκπροσωπεί δεκάδες χιλιάδες ομοεθνείς του σε μια «ξένη» χώρα.

Πρώτα η γλώσσα

«Αυτή τη στιγμή σε όλη την Ελλάδα ζουν περίπου 40.000 Πακιστανοί. Πριν από περίπου 10 χρόνια ο αριθμός ήταν διπλάσιος, όμως λόγω της έξαρσης των φαινομένων ρατσισμού αλλά και της οικονομικής κρίσης αργότερα πολλοί έφυγαν. Πιστέψτε με, όποιος φεύγει και πάει κάπου αλλού στην Ευρώπη, ακόμη κι αν παίρνει λίγα παραπάνω χρήματα, θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα. Λόγω του καλού καιρού και της ελληνικής κουλτούρας» λέει, για να προσθέσει: «Ως πρόεδρος, αναλαμβάνω να κατευθύνω τους ανθρώπους που έρχονται εδώ και θέλουν να βιοποριστούν, να ενσωματωθούν, να φτιάξουν τις ζωές τους. Οταν κανείς έρχεται σε ξένη χώρα, στην αρχή όλα είναι δύσκολα. Το πρώτο πράγμα που τους βοηθώ είναι να μάθουν τη γλώσσα. Μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά όποιος θέλει υπάρχουν δωρεάν σχολεία, όπως είναι το ανοιχτό σχολείο μεταναστών και το κυριακάτικο σχολείο μεταναστών. Τους προτρέπω να έρχονται στο γραφείο για να συζητούμε στα ελληνικά, ώστε να μαθαίνουν και να συνηθίζουν».

Σύμφωνα με τον Τζαβέντ Ασλάμ, «για να ζήσει σωστά και σεβαστικά ένας μετανάστης, χρειάζεται δουλειά και να είναι νόμιμος. Οι συντοπίτες μου, ανάλογα με τη μόρφωσή τους, μπορεί να βρουν διαφορετικές δουλειές. Αυτοί με την ελάχιστη μόρφωση κάνουν αγροτικές δουλειές ή γίνονται εργάτες σε εργοστάσια. Αν κάποιοι είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου ή γνωρίζουν υπολογιστές, βρίσκουν και εργασία στο αντικείμενό τους. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει έλλειψη σε εργατικό δυναμικό, γι’ αυτό και οι εργοδότες από όλη τη χώρα μάς στέλνουν email, μας παίρνουν τηλέφωνα και μας ζητούν εργάτες. Και εμείς τους στέλνουμε για να πάρουν μεροκάματο».

Τα ορεκτικά καταφθάνουν κι εγώ τον ρωτώ για τα εμπόδια που ανακύπτουν στην προσπάθεια ενός Πακιστανού να ζήσει και, κυρίως, να εργαστεί στην Ελλάδα. Μου απαντά τόσο άμεσα που καταλαβαίνω πως περίμενε τη συγκεκριμένη ερώτηση. «Οι περισσότεροι εργοδότες είναι τυπικοί και σωστοί. Υπάρχουν φορές, ωστόσο, που έχει χρειαστεί να μεσολαβήσω εγώ για την επαφή με την Επιθεώρηση Εργασίας, μια εξαιρετική υπηρεσία. Στο 95% των περιπτώσεων λύνονται τα θέματά μας. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντική η ενημέρωση που παρέχει η κοινότητα στους Πακιστανούς για τα δικαιώματά τους. Εξάλλου, μόνο αν γνωρίζουν τι δικαιούνται μπορούν να το διεκδικήσουν. Ομως σε γενικές γραμμές οι πακιστανοί μετανάστες αισθάνονται ασφάλεια και για αυτό μένουν εδώ. Υπάρχει δικαιοσύνη και οι θεσμοί μάς σέβονται. Μπορεί να υπάρχουν λίγοι δικαστικοί ή αστυνομικοί που μας αντιμετωπίζουν ως “υποδεέστερους”, αλλά είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας».

Δεν θέλω, όμως, να μείνω στην καταγραφή των γεγονότων. Θέλω να μάθω από τον εκλεγμένο πρόεδρο, τον πλέον αρμόδιο δηλαδή, τα αιτήματα των νόμιμων πακιστανών μεταναστών στην Ελλάδα. Ετσι, επιμένω και τον ρωτώ, για να μου απαντήσει: «Ενας μετανάστης ο οποίος βρίσκεται 30 χρόνια στην Ελλάδα δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Αυτό είναι άδικο, γιατί δεν του επιτρέπει να ενταχθεί πραγματικά. Θα θέλαμε να μπορούμε να ψηφίσουμε στο κράτος στο οποίο ζούμε όλη μας τη ζωή. Οσον αφορά τη λατρεία του θεού που πιστεύουμε, δεν είχαμε για χρόνια ένα τζαμί ώστε να πάμε να προσευχηθούμε σύμφωνα με τη θρησκεία μας. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν, εδώ όμως όχι, παρότι προβλέπεται από το Σύνταγμα. Ευτυχώς, πριν από πέντε χρόνια φτιάχτηκε ένα μικρό τζαμί στον Ελαιώνα και ευχαριστούμε πολύ το ελληνικό κράτος για αυτό. Χωράει όμως το πολύ 300 άτομα. Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 500.000 άνθρωποι που πιστεύουν στο Ισλάμ. Εμείς θεωρούμε σωστό να υπάρχει ένα τζαμί ανά 300 με 400 μετανάστες για να έχουν όλοι τη δυνατότητα».

Και συνεχίζει αγγίζοντας ένα θέμα που συζητείται έντονα, προσπαθώντας να δώσει απάντηση: «Πολλοί αναρωτιούνται γιατί βρίσκονται εδώ μόνο οι άνδρες Πακιστανοί. Σύμφωνα με τον νόμο, θα έπρεπε να μπορούμε να φέρουμε εδώ τις οικογένειές μας. Ομως, υπάρχουν πάρα πολλά εμπόδια. Από τους 40.000 μετανάστες μόνο 1.000 περίπου έχουν εδώ τις οικογένειές τους. Και αυτό γίνεται γιατί δεν τους δίνουν βίζα. Γενικότερα, υπάρχουν γραφειοκρατικά ζητήματα. Για παράδειγμα, προκειμένου να ανανεώσει κάποιος ένα διαβατήριο που έληξε μπορεί να περάσουν και 3 χρόνια, γιατί δεν είναι περασμένα τα στοιχεία του στο ενιαίο σύστημα. Υπάρχουν και περιστατικά εκμετάλλευσης και εκβιασμού σε δημόσιες υπηρεσίες. Ζητούν υπέρογκα ποσά από μετανάστες για ανανέωση της άδειας παραμονής. Αν κάποιος δεν πληρώσει, μπορεί να περιμένει ακόμη και 3 χρόνια για να ανανεωθεί η άδειά του. Οφείλουμε, πάντως, να παραδεχτούμε ότι τα περιστατικά αυτά είναι ολοένα και λιγότερα. Αν αυτά βελτιωθούν, τότε θα μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν σεβασμός και δικαιώματα για όλους».

«Ο Ελληνας δεν είναι ρατσιστής»

Ενόσω η συζήτηση προχωρά, συνειδητοποιώ πως έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο ο οποίος μου έχει εκφράσει, πάνω από 10 φορές μέσα σε μία ώρα, την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του για τη χώρα που τον φιλοξενεί. «Οι πακιστανοί μετανάστες βιώνουν ρατσισμό στην Ελλάδα;» τον ρωτώ ευθέως. «Εγώ πιστεύω ότι ο Ελληνας δεν είναι ρατσιστής, η δημοκρατία εξάλλου γεννήθηκε στην Ελλάδα. Υπήρξε μεγάλη έξαρση του ρατσισμού και του φασισμού από το 2010 μέχρι το 2013. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ καλά. Ελάχιστα είναι τα φαινόμενα. Αν ο εργοδότης είναι ρατσιστής, βεβαίως, τότε ο εργαζόμενος έχει πρόβλημα. Πλέον, υπάρχει το αντιρατσιστικό κίνημα που μας έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Αλλά και το αντιρατσιστικό τμήμα στη ΓΑΔΑ και τους ευχαριστούμε».

Οσον αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα, τονίζει: «Ούτε στα σχολεία υπάρχει ρατσισμός. Αν σε ένα σχολείο φοιτούν 100 μαθητές, ένας ή δύο μπορεί να εκδηλώσουν ρατσιστική συμπεριφορά. Ομως κι εμείς από την πλευρά μας θέλουμε να ενσωματωθούμε για να ζήσουμε καλά. Το 100% των παιδιών μας φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, Δευτέρα έως Παρασκευή. Θέλαμε όμως να γνωρίζουν και τη μητρική τους γλώσσα, να μπορούν να επικοινωνήσουν με τους παππούδες τους. Ο Δήμος της Αθήνας μας παραχώρησε ύστερα από πολύ μεγάλη μάχη το σχολείο 144 και εκεί τα Σαββατοκύριακα τα παιδιά μας διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα».

Ερχομαι στο σήμερα και στην άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη και όχι μόνο. Τον βρίσκω προβληματισμένο, αλλά ταυτόχρονα αισιόδοξο. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που μας φοβίζουν. Οχι μόνο τη δική μας κοινότητα, αλλά όλες τις κοινότητες των μεταναστών. Δέκα χρόνια τώρα που δίνω συνεντεύξεις και μιλάω για όσα μας απασχολούν, αρκετές φορές με έχουν απειλήσει ότι θα με σκοτώσουν, ότι θα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου. Ομως από την εμπειρία μου έχω να σας πω ότι αν φοβηθώ και κλειστώ στο σπίτι μου, τότε εκείνοι έχουν καταφέρει τον σκοπό τους. Το ίδιο συμβουλεύω και όλους τους Πακιστανούς. Οταν βλέπω την επικινδυνότητα να πλησιάζει, δουλεύω πιο πολύ, τρέχω, βοηθάω περισσότερο για να καταφέρω το καλύτερο».

Αν και το γεύμα μας εκτυλίσσεται σε μια εξαιρετικά ανθρώπινη, αν όχι φιλική, συνάντηση, η δημοσιογραφική μου ιδιότητα σχεδόν με «πιέζει» να τον ρωτήσω αν τον καλούν από το ελληνικό κράτος σε κάποια διαβούλευση. Σε μια συζήτηση στην οποία επίσημα να μπορεί να παραθέσει όλα τα ζητήματα που ταλανίζουν την κοινότητα και τόσο εμπεριστατωμένα μου απαρίθμησε. Η απάντηση;  «Δυστυχώς, ως εκλεγμένο πρόεδρο, δεν με καλούν για να παραθέσω τα ζητήματα της κοινότητάς μας. Θα θέλαμε ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός να μας καλεί και να συζητούμε τα αιτήματά μας. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει και δεν συμβαίνει γιατί εγώ θα ζητήσω επίμονα λύσεις στα όσα σοβαρά απασχολούν την κοινότητά μας. Δεν θέλουν τον Τζαβέντ Ασλάμ που είναι εκλεγμένος από την κοινότητα, γιατί παρουσιάζω αντικειμενικά τα προβλήματα που ανακύπτουν και ζητώ λύσεις. Μα πώς θα λυθούν αν δεν τα επισημάνω; Εσχατο μέσο να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας είναι η διαμαρτυρία έξω από το υπουργείο. Τα πράγματα συνήθως αλλάζουν προς το καλύτερο όταν τα ζητήματά μας λαμβάνουν έκταση μέσα από τα ΜΜΕ, γιατί δυστυχώς δεν έχουμε ιδιαίτερη στήριξη ούτε από την πρεσβεία μας».

Χωρίς να προλάβω δε να τον ρωτήσω, μου μιλά για τη διεκδίκηση της ιθαγένειας από το ελληνικό κράτος. «Εγώ δεν ζητάω να πάρω την ιθαγένεια. Θα μπορούσα να το έχω διεκδικήσει. Δεν είναι ότι δεν θέλω. Θέλω πολύ. Ομως δεν θέλω με τον τρόπο που γίνεται τώρα. Θέλω το διαδικαστικό να διορθωθεί. Το κάνω ταπεινά, ως διαμαρτυρία. Ονειρό μας είναι να φτάσουμε σύντομα να λέμε ότι η Ελλάδα είναι η καλύτερη και η πιο φιλόξενη χώρα απέναντι στους μετανάστες».

Εχει πια νυχτώσει. Εκείνος πρέπει να επιστρέψει στην οικογένειά του κι εγώ στο γραφείο για να απομαγνητοφωνήσω τη συζήτησή μας. Η ένθερμη αποχαιρετιστήρια χειραψία του με συγκινεί. Και συνάμα με κάνει να αναθεωρήσω κάποιες αναστολές που είχα όταν μου ανατέθηκε αυτό το «γεύμα»…