Πολλοί λένε ότι η πολιτική κουζίνα μοιάζει με την πραγματική: μια δοκιμασμένη συνταγή, αν είναι καλός ο μάγειρας, θα πετύχει όσες φορές κι αν την επαναλάβει – θα φέρει το ίδιο αποτέλεσμα. Στο Μέγαρο Μαξίμου θέλουν αυτή η πεποίθηση να αποδειχθεί στην πράξη. Διότι σε εναλλακτική περίπτωση η στροφή σε συνθήματα και διλήμματα που έφεραν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην εξουσία το 2019 και το 2023 θα είναι μάταιη. Αυτό που προσπαθεί άλλωστε να κάνει η ΝΔ θυμίζει το δύσκολο εγχείρημα ενός εστιατορίου fine dining, που πασχίζει να κρατήσει το επίπεδό του. Ούτε οι πιο επιδραστικοί πολιτικοί δεν έχουν αποπειραθεί να διεκδικήσουν τρίτη σερί θητεία, γνωρίζοντας αυτά που κανονικά θα έπρεπε να κάνουν και το σημερινό κυβερνητικό επιτελείο, έστω, να διστάζει. Η φθορά έξι ετών, η αδυναμία εκπλήρωσης στόχων, οι κατηγορίες για αλαζονεία, πελατειακές νοοτροπίες, διχαστικό λόγο και έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς, καθώς και η μεταρρυθμιστική ανεπάρκεια δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν. Και αυτό παρότι ξορκίζονται συχνά (και μάλλον βολικά) από τους κυβερνώντες ως «επικοινωνιακή αδυναμία» ή «μπούχτισμα» των πολιτών από την εξαετή διακυβέρνηση.
Φρέσκο αφήγημα
Αν σε κάτι όντως δυσκολεύει την κυβέρνηση το γεγονός ότι βρίσκεται στο μέσο της δεύτερης τετραετίας, αυτό έχει να κάνει με τη δυνατότητα διατύπωσης ενός νέου, ισχυρού και πειστικού αφηγήματος. Πώς χτίζει κανείς αποτελεσματικά το φρέσκο αφήγημα για να κινητοποιήσει το εκλογικό σώμα και να αντιμετωπίσει την αποσυσπείρωση, από τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη απόσταση τόσο από τις τελευταίες εκλογές όσο και από τις επόμενες; Σύμφωνα με μία σχολή σκέψης, στον νεκρό εκλογικά χρόνο μια συνταγή με σκληρά διλήμματα και συγκρίσεις, όπως το «Μητσοτάκης ή χάος» μπορούν να έχουν αποτέλεσμα σε έναν κόσμο με κλονισμένη εμπιστοσύνη, που επιλέγει κατεύθυνση με ορθολογικά κριτήρια, χωρίς δυνατές κομματικές ταυτίσεις αλλά με βάση το συμφέρον της καθημερινής ζωής του. Σύμφωνα με άλλη σχολή, ο κυβερνητικός βηματισμός ανοίγει ουσιαστικά όχι μέσα από διλήμματα, αλλά εφόσον ανακαλύπτεται ένα συνεκτικό αφήγημα με θετικά μηνύματα.
Προς το παρόν ο Μητσοτάκης περιγράφει κινδύνους έστω έμμεσα (στη λογική «σχέδιο ή περιπέτειες» κυρίως), επαναφέρει κυβερνητικά σλόγκαν όπως «το ‘παμε, το κάναμε», επιστρατεύει ξανά τον θετικό λόγο («τα καλύτερα είναι μπροστά μας»), κινείται στοχευμένα απέναντι σε κοινωνικές, επαγγελματικές και ηλικιακές κατηγορίες ελπίζοντας να ξαναρίξει γέφυρες με κοινά του 2023. Και βάζει στη βιτρίνα και πάλι την οικονομία. Από αυτήν, όπως πίστευαν και πιστεύουν στο Μαξίμου, περνάεισε μεγάλο βαθμό η τελική διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος, εξού και επιστρέφει στον πυρήνα της κυβερνητικής ρητορικής. Στην πρώτη τετραετία Μητσοτάκη ήταν σαφής η συνταγή και ήταν ξεκάθαρα οι «μεταρρυθμίσεις» εκείνες που συγκροτούσαν το γενικό αφήγημά του, ενώ η «συνέχεια» στην «κανονικότητα» με νέα «άλματα» προς τα εμπρός προβλήθηκαν εντόνως στη διεκδίκηση της δεύτερης θητείας. Στην ευρωκάλπη του 2024, παρότι πρόκειται για αναμέτρηση με άλλα χαρακτηριστικά από εκείνα των εθνικών εκλογών, ο Μητσοτάκης ξέμεινε επί της ουσίας από κεντρικό αφήγημα, σύμφωνα με τις τότε αναλύσεις των ειδικών, παρότι πρώτος είχε διατυπώσει τη σημασία της αναμέτρησης και τα διακυβεύματά της.
Τώρα φαίνεται πως ακόμα επιλέγει τα υλικά – είτε παλιά είτε νέα. Επιχειρεί να χτίσει αφήγημα καλλιεργώντας την εικόνα μιας κυβέρνησης που «προσπαθεί», «έχει σχέδιο», «διορθώνει λάθη», απέναντι σε ένα καταρκεματισμένο αντιπολιτευτικό τοπίο. «Οσο η αντιπολίτευση μηδενίζει και επιμένει να παρουσιάζει μια χώρα υπό διάλυση, εμείς θα κάνουμε περισσότερα για τα μικρά και τα μεγάλα που απασχολούν τους πολίτες» λέει κυβερνητικός αξιωματούχος, προβάλλοντας δύο κατηγορίες προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι οποίες προδιαγράφεται ότι θα μείνουν ως το τέλος απαράλλαχτες: η μία είναι ότι δεν έχουν προγραμματικό λόγο, η άλλη ότι δεν έχουν αφήγημα κυβερνησιμότητας. Επιβεβαιώνεται κάτι ακόμα, ως απόδειξη ότι το Μαξίμου κινείται βήμα – βήμα με πρώτη μέριμνα την επούλωση πληγών: η ζυγαριά ανάμεσα στην καθημερινότητα, δηλαδή τη γείωση με τα προβλήματα του κόσμου και την αντιμετώπισή τους, και στα λεγόμενα εθνικά ορόσημα, αυτά που συνήθως βοηθούν στη διατύπωση ενός κεντρικού αφηγήματος, γέρνει προς το παρόν καθαρά προς την πρώτη πλευρά.