
Τα κύματα των καλεσμένων στο Met Gala ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης για να γιορτάσουν τη συμβολή των μαύρων και άλλων έγχρωμων σχεδιαστών στο φαινόμενο της μόδας. Κυρίως όμως εμφανίστηκαν για να δημιουργήσουν επικοινωνιακό θόρυβο με τη φλυαρία των ρούχων τους και του θεατρικού styling που συνοδεύει την είσοδό τους στη μεγάλη έκθεση του Ινστιτούτου Ενδύματος που φέτος έχει τίτλο «Superfine: Tailoring Black Style» και εξετάζει το στυλ των μαύρων ανδρών μέσα από το παράδειγμα του δανδή.
Χρειάζεται να δίνουμε σημασία στο γεγονός που συντελείται στα σκαλοπάτια αυτού του επιβλητικού και σημαντικού μουσείου; Στην εποχή που η «διαφορετικότητα» στις ΗΠΑ είναι κατάρα, η αίσθηση κατάρρευσης είναι γενικευμένη στον πλανήτη, οι δημοκρατικές ελευθερίες περιορίζονται από πολλαπλά συστήματα εξουσίας, μία φαντασμαγορική παρέλαση που εκθειάζει δημοφιλείς ανθρώπους είτε λόγω του έργου τους στην ποπ κουλτούρα ή λόγω της αυτοπροβολής τους στο ΤiκTok έχει κάποια ιαματική επίδραση για καταπονημένους θεατές – καταναλωτές της μόδας;
Καλύτερα να μη σταθούμε στο πλατύσκαλο και ας περάσουμε το κατώφλι του Met για χάρη μίας έκθεσης που η αμερικανική πολιτική συγκυρία την αναδεικνύει ως ιδιαίτερα σημαντική. Γιατί θα είναι από τις σπάνιες εκείνες εκθέσεις μόδας που τα ρούχα πράγματι συμμετέχουν στην αφήγηση μίας ιστορίας που το νήμα της ξετυλίγεται εδώ και 300 χρόνια.
Το πέρασμα από το Met Gala στους εκθεσιακούς χώρους τους «Superfine» είναι μία τελετουργία περάσματος, όπου βγάζεις την κάπα με τα χιλιόμετρα ουράς – ίσως αξιότερη όλων να ήταν η σεβαστή Νταϊάνα Ρος που τα ανέβηκε με πόνο και πείσμα έχοντας και οκτώ βοηθούς να τη στηρίζουν για να μην μπλεχτεί στο ρούχο της – για να συναντήσεις το πνεύμα των προγόνων σου που διεκδίκησαν αξιοπρέπεια και αμύνθηκαν ενδυματολογικά για να την αποκτήσουν. Η έκθεση «Superfine» ανοίγει με μια στολή που φορούσε γύρω στα 1840 ένας ανώνυμος υπηρέτης. Ραμμένη σε μοβ βελούδο και στολισμένη με χρυσή τρέσα υποδηλώνει ότι ο σκλαβωμένος χρήστης της δεν ήταν από επιλογή του ένας δανδής, αλλά απόκτημα κάποιου πλούσιου ιδιοκτήτη. Η φανταχτερή στολή του υπηρέτη συμπυκνώνει το νόημα αυτής της ενδυματολογικής έρευνας που αναδεικνύει τη συμβολή της ιστορίας των μαύρων στην αμερικανική ήπειρο υπογραμμίζοντας ότι η πρακτική του δανδισμού συνδέεται με συγκεκριμένες πολιτικές στιγμές και συγκεκριμένες πολιτισμικές συνδηλώσεις. Με πιο διακριτό ιστορικό παράδειγμα ένα παλτό, ένα καπέλο, ένα μπαστούνι και ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, που κάποτε ανήκαν και φορέθηκαν από τον εύγλωττο ρήτορα Φρέντερικ Ντάγκλας ο οποίος αγωνίστηκε για την κατάργηση της δουλείας. Ο Ντάγκλας είχε την τύχη να διδαχθεί ανάγνωση από την ίδια γυναίκα στην οποία ανήκε ως σκλάβος και αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές προσωπικότητες της εποχής του.
«Για τον Ντάγκλας το να ντύνεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο ήταν μέρος της στρατηγικής του να εκπροσωπεί τους μαύρους και να υποστηρίζει τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματά τους. Ειδικά όμως τα γυαλιά ηλίου του δείχνουν ότι είχε μια προσωπική αίσθηση του στυλ», σημειώνει η ιστορικός Μόνικα Λ. Μίλερ στο βιβλίο της οποίας «Slaves to Fashion: Black Dandyism and the Styling of Black Diasporic Identity» (2009) βασίστηκε η επιμέλεια της έκθεσης.
Το κοστούμι {LF}της δικαίωσης
Ο κομψός, μοντέρνος δανδής που εμφανίστηκε στην Αγγλία του Διαφωτισμού ήταν εκείνος που έδειξε σχολαστική φροντίδα στις λεπτομέρειες των ρούχων του, ιδιαίτερη προτίμηση στο ράψιμο φαντασμαγορικών κομματιών έχοντας ροπή στην επιδειξιομανία. Το στυλ του έφτασε στο Παρίσι και ταξίδεψε έως την Αμερική του 19ου αιώνα. Ο μαύρος δανδής είναι μία ιδιαίτερη διασταύρωση των παραδόσεων του αφρικανικού και του ευρωπαϊκού τρόπου ντυσίματος και στολισμού. Η μετέπειτα εξέλιξή του κράτησε τη φαντασμαγορία της εμφάνισης των ραμμένων κοστουμιών όταν οι μαύροι άνδρες διεκδίκησαν αλλαγή της πολιτικής και κοινωνικής τους ταυτότητας.
Για τον συνοδευτικό κατάλογο της έκθεσης ο φωτογράφος Τάιλερ Μίτσελ, πέρα από μία τυπική καταγραφή των εκθεμάτων με ξεγυριστές λήψεις, δημιούργησε ένα φωτογραφικό δοκίμιο απεικονίζοντας διαφορετικές γενιές μαύρων δανδήδων. Για την ερμηνεία της αισθητικής αυτής στον φακό του πόζαραν εξέχουσες προσωπικότητες της μόδας, της λογοτεχνίας και της τέχνης – μεταξύ των οποίων οι Dandy Wellington, Amy Sherald, Iké Udé και André 3000.