Η Χάνα Αρεντ (1906-1975) ανέλυσε τη φύση, τα αίτια και τη σημασία της βίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (On Violence, 1970)· διερεύνησε αιχμηρά τη σχέση μεταξύ πολέμου, πολιτικής, βίας και εξουσίας, καταθέτοντας μια πρώιμη, αλλά θεμελιώδη, αφετηρία για την κατανόηση των κοινωνικών αναταραχών. Υιοθετώ ως μείζονα προκείμενη στον συλλογισμό μου ότι χωρίς τη συμφωνία μας σε μια κοινή πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει κοινή πολιτική δράση. Η πρόσληψη της αλήθειας συνδέει τον πολίτη με τον συμπολίτη του, δημιουργώντας το υπόστρωμα για συλλογική ευθύνη, διότι χωρίς αυτό, η πολιτική διαλύεται σε ανταγωνιστικές σφαίρες αδιαφορίας και φανατισμού. Αυτή η θέση εκπορεύεται από τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) στα Πολιτικά (Β2, 1261 b11-15), ο οποίος μελέτησε τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο πολίτης συμμετέχοντας στην πολιτεία του· εκπαιδευόταν σε μια αγωγή κοινής παιδείας και μορφωνόταν με έναν σκοπό, μια εντελέχεια. Η κοινή παιδεία αναπτύσσει συλλογικά τα χαρακτηριστικά του πολίτη και αποτελεί τη βάση για την αποδοχή μιας κοινής πραγματικότητας, ώστε να διαμορφώνουμε κοινή πολιτική δράση.
Εμείς μεταπολιτευτικά επιλέξαμε μια αποσπασματική, μιμητική και ίσως ξένη στα καθ’ ημάς παιδεία και εκπαίδευση· το μεταπολεμικό νομοθετικό πλαίσιο για τα σχολεία μας σε όλες τις βαθμίδες χρειάζεται ανασυγκρότηση, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όσα διδάσκει ο Σταγειρίτης στα Πολιτικά: οι πολίτες οφείλουν να έχουν παιδεία με κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να μη χάνεται η επαφή τους με τη βιωματική αλήθεια των ετέρων συμπολιτών τους, που είναι συνάμα πολιτειακοί εταίροι τους. Στην ελληνική αρχαιότητα η εκπαίδευση συνέπλεκε τη μάθηση, την εντελέχεια και τις αξίες του πολίτη σε ένα εννοιολογικό υφαντό που φαίνεται πως τότε διαμόρφωνε ολοκληρωμένους πολίτες. Στην ιστορική πορεία, οι πολιτειακές μεταλλάξεις, οι σμικρύνσεις του ανθρώπου σε μεσαιωνικό υπήκοο ή σε βαλκάνιο ραγιά, οι άγονες ενέσεις της νεοτερικότητας και οι ατελείς μεταβάσεις της νεότερης Ελλάδας σε έναν οιονεί εκσυγχρονισμό, αποφασίζονταν άνωθεν και παρέμεναν ασυγχρόνιστες με τον λαό. Συγκεκριμένα η μάθηση έπαψε να έχει απαιτήσεις γνώσεων, αλλά ζάρωσε σε κάτι τεχνικό και άχαρο, η εντελέχεια χάθηκε από κάθε πολιτειακό σχεδιασμό και οι αξίες του πολίτη αφορούσαν τους κουτόφραγκους, όχι εμάς τα σαΐνια. Η πολιτειακή αμέλεια αναφορικά με τη διαμόρφωση πολιτών στα σχολεία είχε το κόστος της.
Από το 1982 το πανεπιστήμιο ως «αυτοδιοίκητο» αποδόθηκε στην κολεκτιβιστική διαχείριση του ακαδημαϊκού προσωπικού του, στο οποίο πρυτάνευσαν οι κάθε λογής προοδευτικοί «αδιάφοροι», με το μαοϊκό μότο «αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν». Επειδή όμως οι «αδιάφοροι» δεν είναι κηπουροί άφησαν και τα ζιζάνια να ανθίζουν, υιοθετώντας άλλο ένα ρητό του Μάο Τσε Τουνγκ (1893-1976) «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση!». Για αυτούς τους αφυείς και άνοες των ΑΕΙ, τα κουκουλοφόρα παιδιά διακρίνονται από τους γκάνγκστερ, παραμένουν «αγωνιστές» ακόμη κι όταν προπηλακίζουν πανεπιστημιακούς δασκάλους, «απαλλοτριώνουν» διάφορα είδη εξοπλισμού από τις Σχολές, μεταμφιέζουν επαναστατικά τους τοίχους, κλειδώνουν εργαστήρια, αμφιθέατρα διδασκαλίας, καταστρέφουν γραφεία εργασίας, ίσως ακόμη κι όταν φοράνε κράνη, κραδαίνουν λοστάρια, πετάνε μολότοφ και δέρνουν ωρυόμενοι.
Η καθόλου ελκυστική σε όλες τις βαθμίδες ελληνική εκπαίδευση θα παραμείνει ρυπαρή, ραγιάδικη και ρακένδυτη. Η υπόθεση της παιδείας και η προοπτική της κοινωνικής συνοχής στη χώρα μας δεν αφήνουν περιθώρια για αισιοδοξία· καταποντιζόμαστε με ρυθμό ραγδαίο στον πάτο της απαξιωμένης δημόσιας σφαίρας, της πελατειακής επιχειρηματικότητας και επαγγελματικής συναλλαγής και ενός ειδεχθούς τομαρισμού των πολιτών. Μέσα από τις αλλεπάλληλες συλλογικές διαψεύσεις μας, κυρίως λόγω της πολιτικής ασυνέπειας, πάψαμε να νοιαζόμαστε και καταλήξαμε στον οχετό, όπου η αλήθεια δεν έχει σημασία για την καθημερινότητά μας, επειδή η δημοκρατία έχει ήδη νεκρωθεί. Δεν ανταγωνίζονται οι αξίες, αλλά οι εικόνες, προκρίνοντας τη δήθεν πειστική αλήθεια δηλαδή μια ψευδαίσθηση. Η πασαρέλα του τρόμου στα ΑΕΙ συνεχίζεται προάγοντας τον έλεγχο της προσοχής των θεατών-πολιτών-καταναλωτών, καθώς τα ροπαλοφόρα μοντέλα λειτουργούν ως «influencer της αγωνιστικότητας» καταλύοντας την πολιτική και την ιδιότητα του πολίτη.
Ο Κώστας Θεολόγου είναι καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού στο ΕΜΠ