Αν και μακροχρόνια, ως «δηλητηριώδες» κατάλοιπο της βρετανικής αποικιοκρατίας, η αντιπαλότητα ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν – νυν πυρηνικές δυνάμεις, με εδαφικές διαφορές και ιστορικό ένοπλων συγκρούσεων – προσλαμβάνει πλέον γεωπολιτική διάσταση, με χαρακτηριστικά ενός νέου «ψυχρού» ή εν δυνάμει «θερμού» πολέμου διά αντιπροσώπων.
Πέρα από τις πλείστων όσων αφορμών διμερείς
αντιπαραθέσεις – με «θρυαλλίδα» συχνά το διαφιλονικούμενο Κασμίρ, όπως συμβαίνει και τώρα – η εν εξελίξει επικίνδυνη κλιμάκωση σήμερα ξεπερνά τα περιφερειακά όρια της Νότιας Ασίας. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο περιφερειακών και διεθνών γεωπολιτικών ανταγωνισμών, με βασικούς πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Με αιτία ή αφορμή την πολύνεκρη επίθεση ενόπλων κατά ινδουιστών τουριστών στο ινδικό τμήμα του Κασμίρ, στα τέλη Απριλίου, συμπίπτει χρονικά (και) με την επιδείνωση των σινοαμερικανικών σχέσεων, εν μέσω του εμπορικού πολέμου του προέδρου Τραμπ πρωτίστως κατά του Πεκίνου.
Στήριξη
Αμέσως μετά την αιματηρή επίθεση στο Κασμίρ, ο εθνικιστής ινδουιστής πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι είχε άμεση και συνεχή επικοινωνία με την Ουάσιγκτον -λαμβάνοντας κατά πολλούς αναλυτές έμμεση πολιτική κάλυψη για τη μετέπειτα στρατιωτική κλιμάκωση, παρά τις περί του αντιθέτου δημόσιες νουθεσίες – ενόσω η Κίνα έσπευδε να εκφράσει στήριξη στο Πακιστάν ως «στρατηγικό εταίρο».
Πέρα από τις εδαφικές διαφορές και μεταξύ του Νέου Δελχί και του Πεκίνου, στο φόντο βρίσκονται οι ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις των τελευταίων ετών. Μεταξύ άλλων, αποτυπώνονται στον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων του πλανήτη στην εξοπλιστική και στρατηγική στήριξη που παρέχουν στους συμμάχους τους στη Νότια Ασία.
Το Νέο Δελχί έχει εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ουδετερότητας που ακολουθούσε επί δεκαετίες, προσεγγίζοντας μεθοδικά τη Δύση, και δη τις ΗΠΑ, επενδύοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε οπλικά συστήματα. Από 80% που αντιπροσώπευαν οι εισαγωγές ρωσικών όπλων στην Ινδία κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, έχουν πλέον μειωθεί στο 38%, ενώ πάνω από το ήμισυ προέρχεται σήμερα από τις ΗΠΑ και συμμάχους τους, όπως η Γαλλία και το Ισραήλ. Η δε Ουάσιγκτον αναβαθμίζει διαρκώς τον γεωπολιτικό ρόλο της Ινδίας, ως στρατηγικό αντίβαρο στην Κίνα.
Στον αντίποδα, το Πακιστάν – πάλαι ποτέ στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ επί Ψυχρού Πολέμου και του πολέμου στο Αφγανιστάν – έχει πια μετατοπιστεί στο πλευρό του Πεκίνου. Σήμερα, σχεδόν το 80% των εισαγωγών του Ισλαμαμπάντ σε στρατιωτικό εξοπλισμό προέρχεται από την Κίνα, από μόλις 38% που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Η διμερής συνεργασία υπερβαίνει εν τω μεταξύ τον εξοπλιστικό τομέα, επεκτεινόμενη σε μεγάλα στρατηγικά έργα υποδομής, όπως ο Οικονομικός Διάδρομος Κίνας – Πακιστάν (CPEC), κομβικό μέρος της κινεζικής «Πρωτοβουλίας μια Ζώνη, ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative).
Πρακτικά, μοναδική εξαίρεση στην «παγωμένη» σχέση μεταξύ του Πακιστάν και των ΗΠΑ παραμένει το πρόγραμμα επισκευής και συντήρησης του στόλου μαχητικών αεροσκαφών F-16, βάσει σύμβασης που υπεγράφη επί της προηγούμενης κυβέρνησης Μπάιντεν, ύψους σχεδόν 400 εκατομμυρίων δολαρίων.
Εκκλήσεις
Δεδομένου ότι μιλάμε για πυρηνικές δυνάμεις, αναλυτές επισημαίνουν το αυτονόητο: η στρατιωτικοποίηση των σχέσεων Ινδίας – Πακιστάν μέσω των ΗΠΑ και της Κίνας ενέχει τεράστιους κινδύνους για την παγκόσμια ασφάλεια και ειρήνη. Προσώρας περισσεύουν οι εκκλήσεις προς το Νέο Δελχί και το Ισλαμαμπάντ για αυτοσυγκράτηση.
Ομως «αν αναλογιστούμε πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια σύγκρουση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν», λέει χαρακτηριστικά στους «New York Times» η Λίντσεϊ Φορντ, πρώην υψηλόβαθμη αξιωματούχος του αμερικανικού Πενταγώνου, νυν ανώτερη ερευνήτρια στο Observer Research Foundation America, «θα έμοιαζε όλο και περισσότερο με την Ινδία να πολεμά με αμερικανικά και ευρωπαϊκά οπλικά συστήματα και το Πακιστάν με κινεζικά όπλα» σε μια ασταθή γωνιά της Ασίας, με πυρηνικά οπλοστάσια, όπου κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τον παράγοντα ενός λανθασμένου, ολέθριου για την ανθρωπότητα, υπολογισμού.