Ο τσαλακωμένος άντρας

Δεν ήταν ακριβώς χαστούκι, αλλά μάλλον ένα γερό σπρώξιμο στο πρόσωπο. Ηταν, πάντως, μάλωμα. Και βιαιοπραγία. Η Μπριζίτ, σύζυγος του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, Εμανουέλ Μακρόν, μπήκε στο κάδρο μιας αρνητικής δημοσιότητας, εύλογη επειδή και αυτή και ο σύζυγός της είναι δημόσια πρόσωπα και η ιδιωτική συμπεριφορά τους, αν δημοσιοποιηθεί, κρίνεται στον δημόσιο χώρο, γίνεται δηλαδή αντικείμενο δημόσιου λόγου. Είτε σε επίπεδο ιδεολογίας είτε σε επίπεδο κουτσομπολιού.

Ηταν μια σκηνή που καταγράφηκε κατά λάθος σε βίντεο, στο προεδρικό αεροπλάνο. Επειδή ήταν ένας ιδιωτικός τσακωμός, δεν θα αφορούσε τον δημόσιο λόγο αν δεν υπήρχε η βιαιοπραγία. Σε εποχές που οι κοινωνίες μας μιλούν συστηματικά για την ενδοοικογενειακή βία, η βίαιη αντίδραση της συζύγου του γάλλου προέδρου δεν είναι αδιάφορη.

Αλλά το συγκεκριμένο περιστατικό δεν παύει να είναι μεμονωμένο. Σε κάθε περίπτωση, η οικογενειακή συμβίωση όλων μας δεν είναι χωρίς τριβές. Σε συνθήκες πολιτισμού, στις όποιες τριβές θεωρούμε ότι αποκλείεται η βία, η χειροδικία – αλλά ζούμε σε μια εποχή που έχουν δει πολλά τα μάτια μας.

Επί της ουσίας, πάντως, η κατακραυγή κατά του Μακρόν και οι επιθέσεις εναντίον του είναι άδικες και υποκριτικές. Πιο άδικη και υποκριτική είναι η επίθεση που συνδέει την πολιτική του ταυτότητα με το γεγονός ότι «τις έφαγε» από τη μεγαλύτερη ηλικιακά σύζυγό του, που ήταν η δασκάλα του και θα μπορούσε να είναι και μητέρα του: αν η ιδιωτική ζωή των πολιτικών δεν επηρεάζει τις αποφάσεις τους και τη δημοκρατία, είναι αδιακρισία να ψάχνουμε σε αυτή λόγους για να επικρίνουμε τη δημόσια παρουσία τους – ούτε καν αν υποδυθούμε τους ερασιτέχνες ψυχολόγους, αποδίδοντας ψυχαναλυτική βάση στην οικογενειακή σχέση (για όσους ψάχνουν συγκρίσεις, ας πούμε ότι ουδεμία σχέση έχει η περίπτωση Μακρόν με την περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, τους τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας του, όταν η αυλή της συζύγου του, με μάγους, αστρολόγους, χαρτορίχτρες και διασκεδαστές, έπαιζε ρόλο στη γελοιοποίηση της χώρας).

Ο Μακρόν υπέστη πολλές επιθέσεις για το συγκεκριμένο περιστατικό, που δεν άλλαξαν τη στάση του. Σκέπτομαι βέβαια τι θα είχε συμβεί σε άλλες περιπτώσεις, οπότε συμπεραίνω ότι είναι πρόοδος που ο πρόεδρος είναι θύμα βίαιης συμπεριφοράς της συζύγου του και όχι το αντίθετο, επειδή αυτό πιστοποιεί ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει, ότι η φαλλοκρατία περασμένων δεκαετιών έχει ανατραπεί (ή, έστω, δεν έχει την ισχύ που είχε τότε). Και οι επιπτώσεις στην πολιτική καριέρα του τσαλακωμένου άντρα είναι ένα μικρό γρατσούνισμα της εικόνας του.

Αν, αντίθετα, είχε φερθεί αυτός με βιαιότητα στη σύζυγό του, αν αμέσως δεν είχε ο ίδιος παραιτηθεί, σήμερα όλα τα κινήματα χειραφέτησης θα ζητούσαν την παραίτησή του – ενώ είναι βέβαιο ότι εναντίον του θα είχε κινηθεί αυτεπαγγέλτως η δικαιοσύνη.

Αν όμως είχε βιαιοπραγήσει δημοσίως κατά της συζύγου του, π.χ., τη δεκαετία του 1960, ίσως να μην τον δικαιολογούσαν όλοι αλλά είναι βέβαιο ότι θα ενισχυόταν η δημόσια εικόνα του, επειδή στην κορυφή της εξουσίας ο άνδρας όφειλε να επιδεικνύει παντού την ισχύ του.

Αντίθετα, αν τη δεκαετία του 1960 είχε χειροδικήσει εναντίον ενός προέδρου η σύζυγός του, είναι βέβαιο ότι ο πρόεδρος θα είχε παραιτηθεί – και αν δεν το είχε πράξει μόνος του, θα το ζητούσε η κοινωνία.

Συμπέρασμα: ευτυχώς, είμαστε στην Ευρώπη, το 2025 – και το ιδιωτικό, τελικά, δεν συγχέεται με το δημόσιο. Ούτε στα κουτσομπολιά.