
Σε αυτή τη χώρα ανα-καλύπτουμε τις θεσμικές και κοινωνικές μας «τρύπες» μόνον όταν συμβούν συνταρακτικά γεγονότα [π.χ. πανδημία] ή φυσικές καταστροφές [π.χ. Μάτι, Μάνδρα] ή τραγικά δυστυχήματα [π.χ. «Σάμινα», Τέμπη].
Ολο τον άλλο καιρό ζούμε σχεδόν αρμονικά με τις ελλείψεις του συστήματος, τις πολιτικές αστοχίες και τις προσωπικές παραλείψεις
Μέσα σε ένα ανομικό πλαίσιο, όπου «τα πάντα συμψηφίζονται ή συγχωρούνται» έχουμε μάθει να μη ζητάμε ευθύνες από κανέναν, να μην κάνουμε αυτοκριτική και να ελπίζουμε ότι στο τέλος της μέρας ο Θεός θα μας προστατέψει από το Κακό [μάλλον γιατί (αυτο)θεωρούμεθα «περιούσιος λαός»].
Η πραγματικότητα όμως συχνά μας διαψεύδει και τότε εμφανίζεται το βασικό εθνικό μας[;] ελάττωμα: διγλωσσία, διπροσωπία, υποκρισία. Κι όταν αυτή η τακτική δεν «πιάνει τόπο» προχωράμε στη δεύτερη γραμμή άμυνας, που δεν είναι άλλη από τη διατύπωση διαφόρων θεωριών συνωμοσίας.
Αναρωτιέμαι: γιατί χρειάζονται όλα αυτά, ενώ είναι παγκοίνως γνωστόν ότι με τα σύγχρονα τεχνολογικά και λοιπά μέσα κάποια στιγμή θα φανεί η φυσική ακολουθία των πραγμάτων;
Ακόμα κι αν ορισμένοι διανοούμενοι επιμένουν να μιλάνε για την εποχή της μετα-αλήθειας, είναι δεδομένο ότι με τον α’ ή β’ τρόπο η σκόνη που έχει επικαθίσει πάνω στα γεγονότα θα φύγει και θα μείνει η «πραγματική πραγματικότητα» [κι όχι «η κατασκευασμένη» ή η «υποτιθέμενη»].
Το πρόβλημα με το εθνικό μας[;] ελάττωμα είναι ότι ούτε τότε αποδεχόμαστε τα πασιφανή συμπεράσματα της λογικής και της ανεξάρτητης/ανεπηρέαστης επιστήμης, καθώς οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τα υποκρυπτόμενα συμφέροντα δεν μας αφήνουν να δια-κρίνουμε το Φως από το Σκότος ή έστω να κάνουμε ένα βήμα πίσω από τους κενολόγους φανφαρισμούς και φανατισμούς. Μ’ αυτά και μ’ αυτά το θέμα αποκτά μια ηθική διάσταση, η οποία πέραν των πολιτικών και κοινωνικών επιπτώσεων μολύνει όλο το αξιακό μας σύστημα.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης όλων προς όλους και η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων κι εξιλαστήριων θυμάτων δεν τιμάει ούτε τον πολιτισμό μας ούτε το δημοκρατικό μας πολίτευμα ούτε τον κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Οι μισές καθάρσεις [π.χ. δωσίλογοι] και οι μισές αλήθειες [π.χ. Εμφύλιος] δεν οδηγούν μια χώρα κι ένα λαό στο αισιόδοξο αύριο, αλλά του αφαιρούν στο διηνεκές το απαραίτητο οξυγόνο ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερίας για άπαντες, το οποίο θα δημιουργεί καταστάσεις ασφυξίας σε όλες τις επόμενες γενιές.
ΥΓ. Ζούμε σε συνθήκες τυχαιότητας κι αβεβαιότητας, τις οποίες συνήθως αντιμετωπίζουμε με υπερβατο-λογικό ή μετα-φυσικό τρόπο, με ασυνέχεια κι ασυνέπεια, με αντιφάσεις και πειραματισμούς.
Με πιθανολογικές κρίσεις [συχνά προσωπικής αφετηρίας] περί του αδίκου της πράξεως και της ευθύνης του πράττοντος, με την προβολή παράλληλων αιτιωδών παράνομων συμπεριφορών, προκαλούμε μια κυκλικότητα που στην καλύτερη περίπτωση καταλήγει σε ανομία και στη χειρότερη σε ατιμωρησία.
Μπορεί η έννομη τάξη να έχει εκκοσμικευθεί, όμως έχει τόσο στρεβλά «πολιτικοποιηθεί» στη χώρα μας και τόσο αντι-δραστικά «κοινωνικοποιηθεί» ο πολίτης, ώστε τελικά το «ποιος και γιατί» να ενέχεται σε κάτι εγκληματικό ή τραγικό, να χάνεται μέσα σε θεωρίες εναλλακτικών σεναρίων και σκοτεινής συνωμοσίας, κομματικών συμφηφισμών και ιδεολογικών λυσιτελειών και η Αλήθεια να μην είναι ούτε να παρουσιάζεται ποτέ γυμνή, ως δει.
ΥΓ. Η ματαιοδοξία του ανείπωτου δεν μπορεί να έχει καμία σχέση
με τη ζοφερή νοσταλγία της αφετηρίας
Σταύρος Σταυρόπουλος, «Κατά τον δαίμονα εαυτού»
Ο Γιάννης Πανούσης είναι πρώην υπουργός