Πάνος Γεραμάνης

Είκοσι χρόνια λοιπόν χωρίς τον δημοσιογράφο Πάνο Γεραμάνη. Γρήγορα πέρασαν για μας. Αργά και βασανιστικά για τους δικούς του ανθρώπους. Τη Ναυσικά, τη σύντροφο ζωής του. Τον άνθρωπο που του στάθηκε όσο κανείς. Οσα εκείνος υπερασπίστηκε μέσα από τις σελίδες του στα «ΝΕΑ» ή τις θρυλικές εκπομπές των Λαϊκών Βάρδων στην ΕΡΑ 2, άλλαξαν και μετατράπηκαν σε κάτι διαφορετικό. Οι μικροί χώροι της λαϊκής ταβέρνας, οι περισσότεροι εξ αυτών, μεταποιήθηκαν σε γκουρμέ σάλες εστίασης. Σε μπραντσάδικα. Το λαϊκό τραγούδι πάλι αναζητείται εν μέσω του ορυμαγδού της trap, ενός ελαφρο-pop είδους που τελικά κυριάρχησε και μιας ιδιότυπης λόγιας φλύαρης σκηνής. Κάποιες μικρές όψεις, κάποιες χαραμάδες λαϊκότητας απομένουν αλλά μόνον προς επιβεβαίωση του παραπάνω κανόνα.

Κι όμως εκείνος ο κόσμος που διέσωσε και κατέγραψε ο Πάνος Γεραμάνης – και που σήμερα πια έχει περάσει και στο έξοχο ντοκιμαντέρ του Θάνου Κουτσανδρέα για τον αξέχαστο δημοσιογράφο – είναι ένας κόσμος που όχι μόνον δεν ξεχάστηκε αλλά αντίθετα αποτελεί ακόμα και σήμερα έναν σημαντικό πήχη του λαϊκού πολιτισμού. Βάρδοι σαν του ’50, του ’60 ή του ’70 δεν υπήρξαν τα νεότερα χρόνια. Συνθέτες και δημιουργοί που έφτιαξαν το περίφημο λαϊκό ρεύμα της δεκαετίας του ’60 επίσης. Από την άλλη, ακόμα και εκείνη οι μικροί χώροι εστίασης όπως το πάλαι Προλεταριακό στην Καισαριανή με τις μετρημένες καρέκλες που ο Γεραμάνης κατέγραψε στην περίφημη στήλη του για τις ταβέρνες στα «ΝΕΑ», ποτέ δεν απέκτησαν μιμητές ως προς το κλίμα, το αίσθημα και τη μαγεία της προφορικότητας.

Ο Πάνος είναι εδώ μαζί με όσα διέσωσε, κατέγραψε. Ολους αυτούς τους μικρούς και μεγάλους βάρδους, τους μπουζουξήδες, τους μουσικούς, τους άσους των γηπέδων. Ολον αυτόν τον μικρόκοσμο που έχασε τον μεγάλο του πρεσβευτή όταν εκείνος έφυγε αδόκητα στην Πάργα το Πάσχα του 2005. Ο Γεραμάνης πήρε μαζί του και ένα ύφος, μία πολύπλευρη οπτική του δημοσιογράφου-εντομολόγου που περπατάει, καταγράφει, διασώζει, αποθηκεύει και επανατοποθετεί στον δημόσιο λόγο μνήμες και ενεστώτες χρόνους. Μία βόλτα του στη Βαρβάκειο ήταν το ίδιο με δέκα ρεπορτάζ. Ακόμα και η δημοσιογραφία που εκείνος υπερασπίστηκε έχει αλλάξει και αυτή πια ετοιμάζεται να την καταπιεί η τεχνητή νοημοσύνη ή η απειλή της μετα-αλήθειας. Ο Πάνος ήταν η απόδειξη πως όταν ο δρόμος δεν σου δίνεται, τον ανοίγεις εσύ. Πώς ο δημοσιογράφος συχνά ή και πάντα πρέπει να γίνεται η φωνή εκείνων που δεν έχουν φωνή. Των χώρων που συμπιέζονται από τον ζυγό ενός κακώς εννοούμενου μοντερνισμού. Τον απλών ανθρώπων που υποφέρουν από τις άπονες εξουσίες.