Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινείται με γνώμονα την εξάντληση του συνταγματικού κύκλου για τη διενέργεια εθνικών εκλογών. Το έκανε το 2023, συνδέοντας την ολοκλήρωση της τετραετίας και με το σχέδιο επιστροφής σε μια πολιτική κανονικότητα. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κυβέρνηση που θα ήθελε να «ψαλιδίσει» τον χρόνο της και, κατά βάση, οι πρόωρες κάλπες προκύπτουν είτε μέσα από μικροκομματική μεθόδευση είτε από καταναγκασμό, λόγω ιδιαίτερων συνθηκών. Στα μεταπολιτευτικά χρόνια η πολιτική σκηνή έχει βρεθεί αντιμέτωπη και με τις δύο καταστάσεις. Η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, για παράδειγμα, δεν μπορούσε να αποφύγει το 2015 τις εκλογές –το παιχνίδι δεν βρισκόταν στα χέρια της μετά την αδυναμία της Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 2009, από την άλλη, ο Κώστας Καραμανλής αποφάσισε κάλπες, αφήνοντας στην άκρη μια διετία αυτοδύναμης διακυβέρνησης, εκτιμώντας ότι ο κύκλος της φθοράς για τη ΝΔ θα είναι μικρότερος και ο ίδιος θα βγει ευνοημένος. Ενδεχομένως να είχε εικόνα και για τις μαύρες ημέρες του ακολουθούσαν στην Οικονομία. Η κίνηση, πάντως, αιφνιδίασε περισσότερο απ΄ όλους τα στελέχη και την κομματική βάση – και η ΝΔ μαζί με τον Καραμανλή καταποντίστηκαν. Η επάνοδος στον τετραετή κύκλο αναδεικνύει ένα σκηνικό πολιτικής ηρεμίας, έστω κι αν το κλίμα αυτό δεν αποτυπώνεται σήμερα στη Βουλή και τα τηλεοπτικά παράθυρα.
Με το δικό του δείγμα γραφής, ο Μητσοτάκης προετοιμάζεται θεωρητικώς για κάλπες το 2027, προβάλλοντας και μια εικόνα πολιτικής σταθερότητας. Η μόνη παραχώρηση μπορεί να είναι ένα τρίμηνο – τετράμηνο πριν από τη συνταγματική λήξη χρόνου, με βασικό επιχείρημα ότι δεν μπορεί η χώρα να κινείται σε εκλογικούς ρυθμούς, ενώ έχει στα χέρια της την προεδρία της ΕΕ. Το επιχείρημα δείχνει εύλογο, έστω κι αν η Ευρώπη έχει προηγούμενα με χώρες που έτρεχαν στις κάλπες την ώρα που κρατούσαν και την μπαγκέτα στα συμβούλια αρχηγών. Η Πορτογαλία είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα. Το σενάριο ότι οι εκλογές τον Μάρτιο του 2027 θα συμπιέσουν την αντιπολίτευση και το εκλογικό ακροατήριο, αφού θα είναι ανοικτός ο δρόμος για διαδοχικές κάλπες έως τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, έχει επίσης ισχυρά θεμέλια. Με ποσοστά πέριξ του 35% ο Μητσοτάκης θα έχει λόγους να ρίξει και δεύτερη ζαριά.
Το ερώτημα είναι γιατί, με τον εκλογικό ορίζοντα να δείχνει σχεδόν πεντακάθαρα το 2027, αρκετοί υπουργοί και βουλευτές της ΝΔ είναι έτοιμοι να ποντάρουν για κάλπες το 2026; Ακριβέστερα, σχεδόν προεξοφλούν ότι εάν η αντιπολίτευση έχει χαθεί στον μικρόκοσμό της και αδυνατεί να βρει βηματισμό που θα βγάλει την κυβέρνηση από τον δρόμο, τότε ο Μητσοτάκης δεν θα αφήσει το «παράθυρο ευκαιρίας» ανεκμετάλλευτο. Εφόσον η δημοσκοπική εικόνα αυξημένης συσπείρωσης της ΝΔ συνεχιστεί και μια αντιπολιτευτική χάβρα στη Βουλή αποτελέσει καθημερινή ρουτίνα, ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε να τραβήξει από τις αποθήκες τα παραβάν νωρίτερα, προσδοκώντας με καλύτερους όρους μια νέα αυτοδυναμία. Η δεύτερη ανάγνωση του σεναρίου λέει ότι η ΝΔ δεν θα έχει κέδρος με τον χρόνο να τρέχει, καθώς η διακυβέρνηση θα βαρύνει ακόμη περισσότερο τις πλάτες της και είναι προτιμότερο να κινηθεί την ώρα που το κύμα θα έχει γυρίσει υπέρ της. Από αυτή την οπτική, το 2027 βρίσκεται μακριά και τυχόν απρόοπτα θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Την εικόνα προφανώς ζυγίζει και ο Νικήτας Κακλαμάνης, ο οποίος παρά τις τριβές και τις επιπλήξεις στην Ολομέλεια, γνωρίζει καλά ότι οι κραυγές της αντιπολίτευσης επιτρέπουν στην κυβέρνηση να φαντάζει ακόμη περισσότερο ως δύναμη σοβαρότητας και σταθερότητας. Οι δικές του κινήσεις προφανώς συμβαδίζουν με τον σχεδιασμό του Μαξίμου και η αδιάκοπη φασαρία της Ζωής Κωνσταντοπούλου μπορεί να ακούγεται και σαν τραγούδι στα αφτιά. Το μήνυμα είναι ότι η προειδοποίηση για κόφτη στους ομιλητές που ξεφεύγουν από τα όρια μπορεί μεν να καταγράφηκε, αλλά ο πρόεδρος της Βουλής δεν βιάζεται…