Παραοικονομία: η συρρίκνωσή της και η ανάπτυξη

Αδιαμφισβήτητα το ποσοστό της παραοικονομίας, ως προς την επίσημα μετρήσιμη οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας, έχει συρρικνωθεί σε πολυετές και πιθανότατα ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Οι εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών για την Ελλάδα, που βασίζονται σε εναρμονισμένες μεθοδολογίες για να υπολογίσουν το μέγεθος της «σκιώδους» οικονομίας εκτιμούν ότι η αναλογία της ως προς την «επίσημη» δραστηριότητα συρρικνώθηκε από 15% έως 50% την τελευταία δεκαετία. Οι εντυπωσιακές δημοσιονομικές επιδόσεις συνηγορούν σε αυτό το συμπέρασμα, καθώς την προηγούμενη τριετία τα φορολογικά έσοδα υπερέβησαν σωρευτικά τους αρχικούς στόχους κατά σχεδόν €15 δισ., υποδηλώνοντας, μεταξύ άλλων, σημαντική βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 11% ετησίως, κατά μ.ο. την περίοδο 2022-2024 – με τα έσοδα από ΦΠΑ σε ιστορικό υψηλό ως ποσοστό στο ΑΕΠ το 2024 – δεν θα ήταν εφικτό να συνδυαστεί με μέση ετήσια πραγματική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 4% και των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 10%, την ίδια περίοδο, εάν δεν είχε διευρυνθεί η φορολογική βάση.

Η συρρίκνωση της παραοικονομίας αποτελεί επιστέγασμα μιας πολυετούς προσπάθειας με πολλαπλές διαστάσεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων: i) τη συστηματική επένδυση και προσήλωση στην ενίσχυση και θωράκιση της αποτελεσματικότητας, αλλά και της ανεξαρτησίας των φορολογικών αρχών, ii) τον υπερεξαπλασιασμό της αξίας των «ηλεκτρονικών» πληρωμών μεταξύ 2015 και 2024 (εκτιμώμενες σε €70 δισ. περίπου το 2024 από €11 δισ. το 2015), οι οποίες έλαβαν περαιτέρω ώθηση λόγω της πανδημίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών και των επιχειρήσεων αλλά και διεθνών τάσεων (π.χ. άνθηση ηλεκτρονικού εμπορίου, ηλεκτρονικές πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης και ταξιδιωτικού προγραμματισμού), iii) διαρθρωτικές και θεσμικές εξελίξεις στην ελληνική αγορά εργασίας με συνεχή άνοδο, της επίσημα καταγεγραμμένης, μισθωτής απασχόλησης τα τελευταία χρόνια στο ιστορικό υψηλό του 70% της συνολικής απασχόλησης, από 63% το 2013, iv) την ανάκαμψη, εν γένει, της οικονομίας που εξώθησε ένα τμήμα του ιδιωτικού τομέα να αποκαλύψει μεγαλύτερο τμήμα των εισοδημάτων και του πλούτου του, προκειμένου να προβεί σε σημαντικές δαπάνες που είχε αναστείλει την προηγούμενη δεκαετία.

Ωστόσο, το ποσοστό της παραοικονομίας παραμένει υψηλό και υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ σε απόλυτο μέγεθος συνεχίζει να αυξάνει βραδύτερα, αλλά παράλληλα, με τη μεγέθυνση της επίσημα καταγεγραμμένης δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, οι τάσεις είναι δυναμικές, καθώς πολλοί συνεχίζουν να επιχειρούν να παραμείνουν στην παραοικονομία και εξελίσσουν συνεχώς τις μεθόδους τους. Η αυξανόμενη διεθνοποίηση, η ψηφιοποίηση και κινητικότητα της ιδιωτικής δραστηριότητας, επιχειρηματικής και μη – λ.χ. μεταφορές έδρας, απόκτηση «τυπικών» χαρακτηριστικών πολυεθνικής εταιρικής δομής, «επιλεκτικότητα» αναφορικά με το φορολογικό και ρυθμιστικό περιβάλλον υπαγωγής, ευέλικτη διαχείριση προσωπικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών και επενδύσεων (διεθνείς επενδυτικές πλατφόρμες και πάροχοι, καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, λοιπές υπηρεσίες fintech, κρυπτονομίσματα κ.λπ.) – εκτός από ευκαιρίες συνιστούν και απειλές για διόγκωση ενός νέου τύπου «γκρίζας» οικονομικής δραστηριότητας. Η μάχη συνεχίζεται και η περαιτέρω πρόοδος αποτελεί όχι μόνο αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της φορολογικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής πολιτικής και των αναπτυξιακών επιδόσεων, αλλά και για την ενδυνάμωση και ανταμοιβή των υγιών επιχειρήσεων και νοικοκυριών που συνεισφέρουν με συνέπεια στην επίσημη οικονομία.

Ο Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας