
«Δουλειά, δουλειά, δουλειά, σαν τη Ριάνα» έγραψε ο ΛΕΞ – και τελικά δεν ήταν απλώς ένας στίχος. Ηταν η αποτύπωση μιας σκληρής αλήθειας. Για πολλούς νέους εργαζομένους στην Ελλάδα, κυρίως όσους και όσες ανήκουν στις γενιές των «Z» και των «Millennials», η επαγγελματική εξουθένωση δεν είναι θεωρία. Είναι βίωμα καθημερινό. Ξυπνάς και νιώθεις ήδη κουρασμένος. Δίνεις παραπάνω απ’ ό,τι έχεις, γιατί δεν υπάρχει περιθώριο να σταματήσεις.
Πολλοί μεγάλωσαν με την ιδέα πως αν αγαπάς τη δουλειά σου, δεν θα τη νιώθεις σαν βάρος. Στην πράξη, όμως, η εργασία έχει μετατραπεί σε μηχανή εξάντλησης: με χαμηλούς μισθούς, ατέλειωτα ωράρια και πίεση για συνεχή απόδοση – είτε σε ένα νοσοκομείο είτε σε μια σχολική τάξη είτε σε ένα γραφείο με πουφ και συνθήματα στους τοίχους. Το burnout δεν κάνει διακρίσεις. Χτυπά ανθρώπους με ενθουσιασμό και προσόντα και τους κάνει να νιώθουν διαρκώς ανεπαρκείς. Η κούραση γίνεται ενοχή και η εξάντληση αδυναμία χαρακτήρα. Και πάντα η ίδια φράση: «Είναι η αγορά έτσι». Μια αγορά όμως με ενοίκια στα ύψη, ακρίβεια παντού και μισθούς που δεν φτάνουν.
Οι νέοι δουλεύουν σήμερα περισσότερο από ποτέ αλλά, σε αντίθεση με τις προηγούμενες (μεταπολεμικές) γενιές, δεν ξέρουν αν θα αποκτήσουν σπίτι, αν θα στηρίξουν οικογένεια, αν θα μπορέσουν να βάλουν στην άκρη ένα ευρώ. Το αίσθημα ματαίωσης εντείνεται και η φθορά γίνεται κανονικότητα.
Οι πιο σκληρά εργαζόμενοι
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat (Μάιος 2025), οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα «γράφουν» τις περισσότερες πραγματικές εβδομαδιαίες ώρες εργασίας στην ΕΕ. Ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι επισήμως στις 36 ώρες, στην Ελλάδα αγγίζει τις 39,8. Η απόκλιση γίνεται ακόμη πιο έντονη κυρίως σε τομείς όπως η γεωργία, η εξόρυξη και οι κατασκευές, όπου οι ώρες εργασίας ξεπερνούν ακόμη και τις 41 εβδομαδιαίως.
Ερευνα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ (Οκτ. – Νοε. 2023) καταγράφει ένα φαινόμενο μάλλον γενικευμένο: το 52% των εργαζομένων δηλώνει ότι εργάζεται πέραν της συμβατικής του υποχρέωσης, ενώ το 66% των ανδρών και το 63% των γυναικών δεν αμείβεται ή πληρώνεται μερικώς για την υπερεργασία. Σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η εστίαση και η πληροφορική, τα ποσοστά ξεπερνούν το 75%. Εργασία τα Σαββατοκύριακα, νυχτερινές βάρδιες, αλλαγές στο ωράριο χωρίς προειδοποίηση και εργασία στον «ελεύθερο χρόνο» δείχνουν μια συστηματική απορρύθμιση. Εξάλλου, το 25% δηλώνει πως εργάζεται στον προσωπικό του χρόνο για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις.
Η εργασία στην Ελλάδα συνδέεται όλο και περισσότερο με την εντατικοποίηση και την άνιση μεταχείριση. Ανθρωποι ηλικίας 30-40 ετών εργάζονται τις περισσότερες ώρες, συχνά απλήρωτα, χωρίς προσωπικό χρόνο. Μελέτη του ETUI καταδεικνύει, μάλιστα, πως οι εργαζόμενοι 25-34 ετών είναι οι πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο burnout. Η συνήθως χαμηλή ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος και η έλλειψη προστασίας οδηγούν σε καθημερινή εξάντληση. Οπως σημειώνει ο Ανδρέας Στοϊμενίδης, αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία και γραμματέας Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία της ΓΣΕΕ, «η ανάγκη για θεσμική προστασία και αναγνώριση των ψυχοκοινωνικών κινδύνων στην εργασία δεν είναι απλώς επείγουσα. Είναι όρος επιβίωσης». Και προσθέτει: «Οι στατιστικές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο επιβεβαιώνουν αυτό που ζούμε: το burnout κυριαρχεί στο εργασιακό περιβάλλον στην Ελλάδα, καθιστώντας τη χώρα μας αρνητική πρωταγωνίστρια σε άλλο ένα πεδίο της εργασίας».
Η αόρατη «επιδημία»
Η επαγγελματική εξουθένωση δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα. Σύμφωνα με το ETUI, περίπου 10.000 άνθρωποι στην Ευρώπη πεθαίνουν ετησίως λόγω εργασιακής πίεσης: 6.190 από καρδιαγγειακές παθήσεις και 4.843 από αυτοκτονίες σχετιζόμενες άμεσα ή έμμεσα με την εργασία. Οι δε γυναίκες πλήττονται ιδιαίτερα λόγω επισφάλειας και παρενόχλησης. Ο Στοϊμενίδης τονίζει ότι «το burnout επιβάλλεται νομοθετικά από την κυβέρνηση», αναφερόμενος στους νόμους Χατζηδάκη και Γεωργιάδη που επιτρέπουν 13ωρη εργασία, απλήρωτη υπερεργασία, εξαήμερο και μηδενικές συμβάσεις, ενώ περιορίζουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτές οι συνθήκες καθηλώνουν τους μισθούς και ωθούν χιλιάδες εργαζομένους σε δεύτερη ή και τρίτη δουλειά. Υπάρχουν μάλιστα αναφορές για εργαζομένους ακόμη και σε ένστολα σώματα που είναι αναγκασμένοι να απασχολούνται ως διανομείς.
Παρά τις ελλείψεις σε βασικούς τομείς – 80.000 στον τουρισμό, 50.000 στις κατασκευές και άλλοι τόσοι στη γεωργία – η «αγορά» συνεχίζει να λειτουργεί με λιγότερους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να καλύψουν 2 και 3 θέσεις ταυτόχρονα, συχνά υποαμειβόμενοι και εξουθενωμένοι. Ως συνέπεια, το burnout δεν απειλεί μόνο την υγεία, αλλά και την κοινωνική συνοχή και την υπογεννητικότητα, ενώ αναμφίβολα εντείνει τη μετανάστευση και το αποκαλούμενο «brain-drain», ειδικά στις ηλικίες 30-40.
Σημειώνεται πως η ETUC έχει ζητήσει από την Κομισιόν άμεση οδηγία για τους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους στην εργασία, αναγνωρίζοντας την ανάγκη εξίσωσης ψυχικής και σωματικής υγείας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη συγκροτήσει νομοπαρασκευαστική ομάδα (Μάρτιος 2025), ενώ ο EU OSHA αφιερώνει την καμπάνια του για την περίοδο 2026-28 στην ψυχική υγεία στον χώρο εργασίας.
Μια καθημερινότητα χωρίς όρια
Μιλώντας στα «ΝΕΑ», τρεις εργαζόμενοι ηλικίας 30-35 ετών – ένας νοσηλευτής στο ΕΣΥ, ένας αναπληρωτής δάσκαλος και μια εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα – περιγράφουν πώς βιώνουν την επαγγελματική εξουθένωση. Παρά τις διαφορές, οι αφηγήσεις τους συγκλίνουν στην ίδια εμπειρία: σε μια καθημερινότητα χωρίς όρια, ανάπαυλα και – το πιο βασανιστικό – προοπτική. Πέρα από την κούραση, πίσω από κάθε περιγραφή υπάρχει το ίδιο κοινό αίσθημα: μια βαθιά ματαίωση. Οτι η προσπάθεια δεν αρκεί. Οτι η δουλειά, όσο κι αν δίνεσαι, δεν σε πάει πουθενά.
«Δεν έχει μείνει
τίποτα να δώσω»
Α.Σ., 32 ετών, νοσηλευτής σε δημόσιο νοσοκομείο της Αθήνας, δουλεύει σε διαρκώς υποστελεχωμένες βάρδιες, υπό επιβαρυντικές συνθήκες, σωματικά και ψυχικά. «Υπάρχουν μέρες που σχολάω στις 3 και ξαναμπαίνω στις 11. Κι αυτό είναι το κανονικό». Οι εφημερίες, λέει, «μοιάζουν με εμπόλεμη ζώνη». Ολα γίνονται αυτόματα. «Δεν είναι ότι δεν με νοιάζουν οι ασθενείς. Είναι ότι δεν προλαβαίνω να νιώσω». Η αποστασιοποίηση γίνεται άμυνα. «Δεν έχει μείνει τίποτα να δώσω. Οχι γιατί δεν θέλω, αλλά γιατί δεν έχω». Το ψυχικό βάρος δεν αναγνωρίζεται. «Λες και το να πεις “κουράστηκα” σημαίνει ότι δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά. Δεν θέλω να με λένε ήρωα. Θέλω να δουλεύω χωρίς να φοβάμαι ότι θα κάνω λάθος επειδή δεν αντέχω άλλο».
«Ζω σε διαρκή
ανασφάλεια»
Ο Ν.Κ., 34 ετών, αναπληρωτής δάσκαλος σε δημόσιο σχολείο, ξεκινά κάθε χρονιά από το μηδέν, χωρίς σταθερότητα ή προοπτική. «Ζω σε διαρκή ανασφάλεια. Δεν μπορώ να προγραμματίσω τίποτα, ούτε καν τα βασικά». Το σύστημα καλύπτει πάγιες ανάγκες με προσωρινές λύσεις. «Μπαίνεις στην τάξη και περιμένουν να λειτουργήσεις λες και είσαι εκεί μήνες. Δεν υπάρχει υποστήριξη, δεν υπάρχει χρόνος». Η φθορά είναι συνεχής. «Εχω σταματήσει να λέω ότι κουράστηκα. Ποιος να σε ακούσει; Στο τέλος αποσύρεσαι. Κάνεις τα βασικά και φεύγεις».
«Ο μισθός δεν φτάνει
ούτε για τα βασικά»
Η Ε.Χ., 35 ετών, εργάζεται σε τμήμα marketing μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας. «Υποτίθεται ότι είναι “δημιουργική” δουλειά. Στην πράξη, όμως, απλώς προλαβαίνεις ό,τι σου φορτώνουν». Η πίεση δεν σταματά ποτέ: projects, συσκέψεις, e-mails το Σαββατοκύριακο. «Ο μισθός μου δεν φτάνει ούτε για τα βασικά. Και να θέλεις να φύγεις, φοβάσαι. Ολες οι αγγελίες ζητούν 5 χρόνια εμπειρία για 700 ευρώ». Και οι έμφυλες ανισότητες επιμένουν: «Εχω δει άνδρες με ίδια ή λιγότερη εμπειρία να πληρώνονται περισσότερο. Κι ενώ κρατάς χρονικά όρια και στηρίζεις ολόκληρες καμπάνιες, δεν είναι σπάνιο να σε λένε “κοριτσάκι”. Μια λέξη που κουβαλά υποτίμηση». Η εξουθένωση γίνεται συνθήκη. «Δεν ξεκουράζομαι ποτέ. Κι όμως νιώθω ότι δεν κάνω αρκετά. Ολα πρέπει να γίνονται “τώρα”, “τέλεια”, “χωρίς κόστος”». Η ίδια εξηγεί ότι «αυτό που σε διαλύει δεν είναι η πίεση. Είναι ότι δεν υπάρχει φρένο. Και δεν μπορείς να πεις “δεν αντέχω”».
Οταν δίνεις συνεχώς περισσότερα χωρίς αντίκρισμα
Το burnout δεν είναι απλώς κόπωση. Είναι η σταδιακή ψυχική, σωματική και συναισθηματική εξάντληση που προκύπτει όταν δίνεις συνεχώς περισσότερα απ’ όσα έχεις – χωρίς αντίκρισμα, χωρίς στήριξη, χωρίς νόημα. Πίσω από κάθε ιστορία κρύβεται το ίδιο συναίσθημα: πως όσο κι αν προσπαθείς, δεν φτάνει. Και, κυρίως, δεν έχει νόημα. Αυτή την πλευρά της εξάντλησης περιγράφει στα «ΝΕΑ» η διδάκτωρ Kλινικής Ψυχολογίας, Νάνσυ Παπαθανασίου.
«Το burnout είναι η απώλεια νοήματος. Oταν η δουλειά σου δεν έχει αποτέλεσμα, δεν “πιάνει τόπο”, τότε καταρρέει και η ψυχική σου αντοχή». Η φθορά, εξηγεί, δεν έρχεται επειδή δεν ενδιαφέρεσαι. Το αντίθετο. «Eδωσες περισσότερα απ’ όσα είχες. Και όταν δεν υπάρχει αντίκρισμα, δεν μπορείς να συνεχίσεις». Επαγγέλματα που βασίζονται στη σχέση – όπως η ιατρική ή η εκπαίδευση – είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Oταν ο άλλος παύει να είναι πρόσωπο και γίνεται «περιστατικό», ξεκινά η αποσύνδεση. «Το να βλέπεις νόημα σε αυτό που κάνεις είναι το μόνο που σε κρατά όρθιο. Οταν αυτό χάνεται, χάνεται και η αντοχή». Αντίθετα, σε ορισμένες χειρωνακτικές δουλειές, υπάρχει τουλάχιστον ένα απτό αποτέλεσμα. «Ενας οικοδόμος μπορεί να δει μπροστά του ένα τελειωμένο σπίτι. Οσο εξαντλητική κι αν είναι η δουλειά του, μένει κάτι πίσω».
Το σύστημα είναι λάθος
Ολο και περισσότεροι εργαζόμενοι νιώθουν ότι ζουν μόνο για να δουλεύουν, χωρίς προοπτική. «Οι νέοι δεν έχουν πια την προσδοκία ότι η δουλειά θα τους πάει κάπου καλύτερα. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς δεν θα έχουν χρέη». Η ατομική διαχείριση του burnout δεν αρκεί. «Αν πούμε στον εργαζόμενο “βρες τρόπους να αντέξεις”, του φορτώνουμε την ευθύνη για ένα σύστημα που τον εξουθενώνει. Είναι σαν να του λέμε: το σύστημα είναι λάθος, αλλά εσύ μην καταρρεύσεις». Και το χειρότερο; Συχνά δεν υπάρχει καν χειροπιαστό αποτέλεσμα. «Το μόνο “προϊόν” είναι ένα απρόσωπο κέρδος. Δεν βλέπεις τι καταφέρνεις. Δεν υπάρχει αντίκρισμα. Και αυτό δεν φτάνει για να κρατηθείς όρθιος». Οταν απουσιάζει η φροντίδα – υποδομές, χρόνος, δίκαιη αμοιβή, σεβασμός –, η εξάντληση δεν είναι αδυναμία χαρακτήρα. Είναι μια εύλογη αντίδραση σε ένα αδιέξοδο. «Δεν μπορούμε να ζητάμε από τους ανθρώπους να ξεπερνούν συνεχώς τον εαυτό τους για να συντηρήσουν ένα σύστημα που δεν τους δίνει τίποτα πίσω».