Ρόμπερτ ντε Νίρο: Λίγα λόγια και καλά

Το οποιοδήποτε κείμενο για τον Ρόμπερτ ντε Νίρο δεν θα μπορούσε να αποφύγει το κλισέ ότι αυτός ο ηθοποιός, που την περασμένη Τρίτη, στην έναρξη του 78ου Φεστιβάλ Καννών, βραβεύθηκε με έναν ειδικό Χρυσό Φοίνικα για τη συνολική προσφορά του στην 7η Τέχνη, παραμένει στην ελίτ της παγκόσμιας υποκριτικής. Και δεν είναι μόνο οι «μεγάλες» ταινίες εκείνες που μας το επιβεβαιώνουν. Είναι και οι μικρές ή τουλάχιστον εκείνες που δεν ανήκουν στην εκπληκτική γκάμα των ρόλων που έχει παίξει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις μέρες μας.

Αρκεί να τον θυμηθούμε σε ρόλους λιγότερο αβανταδόρικους απ’ ό,τι για παράδειγμα οι ταινίες που σκηνοθέτησε ο άνθρωπος που τον καθιέρωσε, ο Μάρτιν Σκορσέζε – ενδεικτικά, του σχιζοφρενούς καταπιεσμένου «Ταξιτζή», 1976, του αυτοκαταστροφικού μποξέρ Τζέικ Λα Μότα στο «Οργισμένο είδωλο», 1980 (για τον οποίο κέρδισε το Οσκαρ Α’ ρόλου), του γκάνγκστερ Τζίμι Κόνγουεϊ στα «Καλά παιδιά» 1990, του ψυχοπαθούς Μαξ Κέιντι στο «Ακρωτήρι του φόβου», 1991. Ακόμα και όταν παίζει έναν νωθρό καθολικό παπά («Καυτές μαρτυρίες»), έναν αγράμματο μάγειρα («Στάνλεϊ και Αϊρις») ή τον σύζυγο που φλερτάρει στα «κλεφτά» («Μια αγάπη γεννιέται»), ο Ντε Νίρο μαγνητίζει το ίδιο.

Πολλές φορές παίζει υποτονικά, συγκρατημένα, σχεδόν υπνωτικά και αυτό δείχνει το μεγαλείο του, επιβεβαιώνοντας γιατί ο Ρόμπερτ ντε Νίρο υπήρξε τεράστια πηγή έμπνευσης για νεότερους ηθοποιούς όπως ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, ο οποίος αυτό ακριβώς είπε όταν του παρέδιδε τον ειδικό Χρυσό Φοίνικα την περασμένη Τρίτη. Βέβαια, καθότι επαγγελματίας ηθοποιός, ο Ντε Νίρο έχει παίξει και σε ταινίες που αποδείχθηκαν τεράστιες αποτυχίες, προκαλώντας συχνά την απορία για το τι δουλειά είχε ένας Ντε Νίρο σε αυτές. Αλλά του το συγχωρείς.

Ο σκηνοθέτης Φράνσις Κόπολα που έχει συνεργασθεί με τον Ντε Νίρο στο «Νονός 2» (1974), την ταινία για την οποία ο ηθοποιός κέρδισε το πρώτο Οσκαρ της καριέρας του, έκανε κάποτε την εξής παρατήρηση: «Μου αρέσει ο Μπομπ. Δεν είμαι σίγουρος όμως αν ο ίδιος αρέσει στον εαυτό του». Ο Πολ Σρέιντερ που έγραψε το σενάριο του «Ταξιτζή» τον έχει αποκαλέσει σχιζοφρενή και ο Ελία Καζάν που τον σκηνοθέτησε στον «Τελευταίο μεγιστάνα» είχε πει ότι, πολύ απλά, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο είναι ο δυσκολότερος αλλά και ο πιο εργατικός ηθοποιός με τον οποίο είχε συνεργαστεί.

Πράγματι, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο δεν είναι ο ευκολότερος άνθρωπος του κόσμου. Συχνά δίνει την εντύπωση ότι νιώθει μονίμως ενοχλημένος από κάτι. Οσο «καθαρή» και ευκρινής είναι η επαγγελματική εικόνα του τόσο ομιχλώδης είναι η ιδιωτική ζωή του. Πολλές φορές αντιδρά ανεξέλεγκτα σε κάθε τι που νιώθει ότι τον προσβάλλει. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνο το βίντεο μέσω του οποίου προσπάθησε να κάνει προπαγάνδα κατά του Ντόναλντ Τραμπ στην προεκλογική περίοδο του 2016 λέγοντας ότι θα ήθελε να του σπάσει τα μούτρα; Το βίντεο κατέληξε μπούμερανγκ εναντίον του ηθοποιού και υπέρ του Τραμπ που εκλέχθηκε. Επίσης, μια δημοσιογραφική συνέντευξη μαζί του επί σειρά ετών θεωρούνται πραγματικός άθλος. Οσάκις δε, μια τέτοια συνέντευξη επιτυγχανόταν, το αποτέλεσμα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα μίνι σχολιασμό των ήδη γνωστών περί Ντε Νίρο πραγμάτων.

Τίποτε δεν μπορείς να πεις με απόλυτη σιγουριά για τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, πέραν των όσων ξέρεις ως γεγονότα. Γέννημα θρέμμα της αγαπημένης του Νέας Υόρκης, η «προβληματική» του ζωή ξεκινά δύο χρόνια μετά τη μέρα που γεννήθηκε, στις 17 Αυγούστου 1943. Οι καλλιτέχνες γονείς του και ο ιταλικής καταγωγής πατέρας του, που λεγόταν επίσης Ρόμπερτ ντε Νίρο θα φύγει για την Ευρώπη αναζητώντας την έμπνευση. Ο πατέρας του πέθανε εκεί και χρόνια αργότερα, ο Ντε Νίρο θα επέστρεφε στην Πόλη του Φωτός για να διοργανώσει μια έκθεση έργων του πατέρα του. Μέρος του Τύπου θεώρησε ότι με αυτή τη συγκινητική κίνηση ο διάσημος ηθοποιός «ξεχρέωνε» με τη συνείδησή του διότι ποτέ δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του.

Δέκα χρονών ήρθε σε επαφή με το θέατρο, παίζοντας τον ρόλο του Δειλού Λιονταριού σε σχολική παράσταση του «Μάγου του Οζ». Η αρχή είχε γίνει. Εξι χρόνια αργότερα, παρατούσε το σχολείο για να ξεκινήσει μαθήματα υποκριτικής στο Actors Studio, την περίφημη σχολή της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με μαρτυρίες συμμαθητών του, η εμμονή του στον περφεξιονισμό και στην εμπέδωση του κάθε ρόλου τον οποίο υποδύεται, ξεκινά από τότε. Κρατούσε πάντα ένα ντοσιέ φωτογραφιών του ιδίου στις οποίες φορούσε διαφορετικά ρούχα για να αποδεικνύει στους σκηνοθέτες ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να παίξει τα πάντα.

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να κερδίσει τον τίτλο του πιο σεβαστού ηθοποιού της γενιάς του. Εκείνου που χωρίς να κάνει και πολλά πια, κερδίζει εύκολα και αμέσως την εκτίμηση του κοινού του. Μετέτρεψε την έννοια και σημασία της υποκριτικής σε ένα είδος μυστικής ιεροτελεστίας. Ενα μυστήριο που ούτε ο ίδιος μπορεί να λύσει. Ισως καλά καλά να μη γνωρίζει ότι υπάρχει. Οποιος μπορεί να εξηγήσει αυτό το μυστήριο, μπορεί, ίσως, να εξηγήσει και το φαινόμενο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Κανείς δεν το έχει κατορθώσει.