Σινά: η ιστορία και η μοναδική αρχιτεκτονική ενός παγκόσμιου μνημείου

Tις τελευταίες ημέρες, μια υπόθεση που εκδικάστηκε σε πρωτοδικείο του Καΐρου προκάλεσε ανησυχία, σύγχυση και, όχι άδικα, ορισμένους υπερβολικούς τίτλους. Σύμφωνα με αυτά που γράφτηκαν, η ιστορική Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά κινδύνευε να κλείσει, να δημευθεί ή να μετατραπεί σε μουσείο. Στην πραγματικότητα, το αιγυπτιακό δικαστήριο απέρριψε όλες τις αγωγές αποβολής των μοναχών από εκτάσεις και χώρους λατρείας, αναγνωρίζοντας ρητά τη συνέχεια της χρήσης τους από τη Μονή. Δεν τέθηκε κανένα ζήτημα έξωσης ή διακοπής της λειτουργίας.

Κι όμως, το θέμα δεν είναι λήξαν. Η αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ενός θρησκευτικού φορέα από τρίτους (εν προκειμένω, ιδιώτες με αμφισβητούμενα δικαιώματα) αγγίζει κάτι βαθύτερο: το μέτρο και το όριο της πολιτικής εξουσίας έναντι της θρησκευτικής παρουσίας, ακόμη και όταν αυτή έχει χιλιετή συνέχεια και διεθνή αναγνώριση.

Η Μονή του Σινά αν και δεν είναι το αρχαιότερο μοναστήρι του Χριστιανισμού, αποτελεί ένα από τα παλαιότερα και εν λειτουργία μοναστηριακά ιδρύματα παγκοσμίως – με αδιάκοπη παρουσία από τον 6ο αι., όταν ο Ιουστινιανός έκτισε το μοναστήρι-φρούριο στους πρόποδες του όρους Χωρήβ. Προϋπήρχαν βεβαίως ασκητικά ίχνη ήδη από τον 4ο αιώνα, όμως η μονή ως οργανωμένος θεσμός θεμελιώνεται μεταγενέστερα. Ο πλούτος της δεν είναι μόνο θρησκευτικός ή προσκυνηματικός, αλλά και επιστημονικός. Η Μονή φιλοξενεί μια από τις σημαντικότερες συλλογές ελληνικών, συριακών, αραβικών και γεωργιανών χειρόγραφων παγκοσμίως, με πάνω από 3.300 καταγεγραμμένα τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδικας – ένα από τα αρχαιότερα και πληρέστερα σωζόμενα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής. Η συλλογή της, εν μέρει ακόμη ακαταλογογράφητη, αποτελεί θησαυρό της παγκόσμιος πολιτισμικής κληρονομιάς, γι’ αυτό και η Μονή έχει αναγνωριστεί ως μνημείο της UNESCO από το 2002.  Επιπλέον, η Μονή έχει ένα ιδιότυπο εκκλησιαστικό καθεστώς: είναι αυτοδιοίκητο σταυροπήγιο, υπαγόμενο πνευματικά στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, αλλά διοικητικά αυτόνομο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά εκλέγεται από τους μοναχούς της Μονής και έχει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ».

Η πρόσφατη δικαστική υπόθεση δεν είναι μεμονωμένη. Αντιθέτως, ανήκει σε μια μακρά αλυσίδα διαχείρισης της θρησκευτικής περιουσίας από το αιγυπτιακό κράτος, που ξεκινά από τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, περνά από την ιδεολογική καχυποψία των Αδελφών Μουσουλμάνων και φτάνει στη συγκεντρωτική συναίνεση της εποχής Σίσι. Η Αίγυπτος, παρά την πληθώρα των χριστιανικών μοναστηριών – ιδίως της Κοπτικής Εκκλησίας – ουδέποτε αναγνώρισε πλήρως τον ιδιωτικό χαρακτήρα των εκκλησιαστικών περιουσιών. Αντιθέτως, διατηρεί ενεργό ρόλο στον έλεγχο, τη νομιμοποίηση και την πολεοδομική εξέλιξη θρησκευτικών εγκαταστάσεων.

Με αυτή την έννοια η Μονή του Σινά δεν είναι η μόνη που αντιμετωπίζει τέτοια πίεση. Οι Κοπτικές Μονές της Αιγύπτου – από την έρημο του Αγίου Μακαρίου στη Νιτρία μέχρι την όαση του Αγίου Αντωνίου στην Ερυθρά θάλασσα – έχουν βιώσει απόπειρες δήμευσης γαιών, επιθέσεις, περιορισμούς και οικοδομικά εμπόδια. Ομως εκεί, η σχέση με το κράτος είναι πιο εσωτερική: ο Κόπτης πατριάρχης είναι αιγύπτιος πολίτης, οι κοινότητες εγγράφονται στην εθνική ταυτότητα, και η τοπική Εκκλησία έχει δεχθεί, όχι πάντα εκούσια, τον κρατικό έλεγχο ως μέρος της επιβίωσης.

Η Μονή του Σινά είναι ξένη με την έννοια της διοικητικής υπαγωγής· διαχειρίζεται την περιουσία της χωρίς να υπάγεται στην αιγυπτιακή (Κοπτική) εκκλησιαστική ιεραρχία· διατηρεί καθεστώς που ρυθμίζεται όχι μόνο από την εσωτερική αιγυπτιακή νομοθεσία, αλλά και από το διεθνές πλαίσιο προστασίας. Δεν είναι «κομμάτι» του εθνικού θρησκευτικού τοπίου· αν μας επιτραπεί η χρήση μιας ποιητικής έκφρασης, συνιστά σύνορο του πολιτισμού με την έσω έρημο. Γι’ αυτό και κάθε απόπειρα διεκδίκησης ή περιορισμού της, ακόμη κι αν αποτυγχάνει στα δικαστήρια, υποδηλώνει μια δοκιμή ορίων.

Εδώ έρχεται και το παράδοξο της σύγχρονης Αιγύπτου: ο Σίσι δεν είναι Ερντογάν. Δεν είναι ο ισλαμιστής λαϊκιστής που οραματίζεται μια νεοοθωμανική θεοκρατία· αντίθετα, παρουσιάζεται ως προστάτης των χριστιανών, κοσμικός εγγυητής της σταθερότητας και συνομιλητής με την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Στη ρητορική του, και με κάποιες πράξεις του, επιδιώκει να δείξει ανοχή, σεβασμό, έως και εγγύηση. Κι όμως, το κράτος του συνεχίζει να λειτουργεί ως κυρίαρχος ρυθμιστής της θρησκευτικής παρουσίας, όχι ως ουδέτερος εγγυητής. Δεν εκδιώκει, αλλά επιτηρεί· δεν διώκει, αλλά υπονομεύει μέσω γραφειοκρατίας, διοικητικών καθυστερήσεων και επιλεκτικής αποδοχής. Είναι το ίδιο κράτος που μπορεί να εγγυηθεί την παραμονή της Μονής του Σινά, αλλά και να ανεχθεί, έστω προσωρινά, την αμφισβήτηση της νομιμότητάς της.

Η ουσία είναι η εξής: δεν κινδυνεύει αυτή τη στιγμή η Μονή του Σινά, ούτε από δήμευση, ούτε από έξωση· όμως δοκιμάζεται η έννοια της διαχρονικής παρουσίας ενός πνευματικού τόπου εντός ενός εθνικού κράτους που δεν γνωρίζει καλά τα όριά του. Και κάθε φορά που δοκιμάζεται αυτό, μας θυμίζει ότι οι μοναστικές κοινότητες – είτε στο Σινά, είτε στην έρημο της Νιτρίας – δεν επιβιώνουν επειδή είναι δυνατές, αλλά επειδή κάποτε κάποιοι πίστεψαν ότι υπάρχουν πράγματα που δεν ανήκουν εξ ολοκλήρου ούτε στον χρόνο ούτε στο κράτος.

Ο Νίκος Κουρεμένος είναι δρ Θεολογίας, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου