Σιωπή της δουλείας

Η σημασία της δουλείας για την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα του αρχαίου κόσμου αλλά και μεταγενέστερων κοινωνικών μορφών είναι γνωστή. Ωστόσο, αυτό που πάντα προβληματίζει είναι ότι στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, η δουλεία δεν αποτελεί ένα αντικείμενο λόγου, με τον τρόπο που υπάρχουν φιλοσοφικά ή ποιητικά κείμενα για τον έρωτα, το ωραίο ή τον θάνατο. Προφανώς υπάρχουν αναφορές στη δουλεία, με πιο χαρακτηριστικό τον ορισμό του Αριστοτέλη για τον δούλο ως έμψυχο κτήμα και εργαλείο, όμως συγκροτούμε τον στοχασμό για τη δουλεία περισσότερο μέσα από τις σιωπές των αρχαίων κειμένων, παρά με αυτό που λέγεται.

Αυτό το ερώτημα απασχολεί το βιβλίο του Πολέν Ισμάρ «Ο καθρέφτης του Οιδίποδα. Σκέψεις για τη Δουλεία», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα. Οπως σημειώνει προλογικά ο συγγραφέας, επιδιώκει να προσεγγίσει το θέμα μέσα από την οπτική μιας «ανθρωπολογίας του υπόρρητου» και την υπόθεση ότι «η σχετική απουσία λόγων περί της δουλείας στους αρχαίους συγγραφείς δεν είναι δείκτης μιας έλλειψης την οποία πρέπει να αναπληρώσει ο ιστορικός. Είναι περισσότερο ένα σύμπτωμα, που τον καλεί να παρατηρήσει τις μορφές με τις οποίες μια κοινωνία αποδίδει μια θέση σε εκείνους που τη μη ύπαρξή τους την οργανώνει συνειδητά».

Για να υπογραμμίσει τη σημασία της δουλείας στην αρχαία Αθήνα υπογραμμίζει ότι ως αποτέλεσμα της κεντρικότητάς της «κάθε μορφή εργασίας για άλλους, ακόμη και εάν την εκτελούσε ένας ελεύθερος άνθρωπος, μπορούσε να θεωρηθεί μια μορφή δουλείας». Μέσα από μια συναρπαστική παράλληλη ανάγνωση του «Οιδίποδα Τυράννου» του Σοφοκλή και του «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» του Γουίλιαμ Φόκνερ, ο Ισμάρ εντοπίζει στη φιγούρα του δούλου έναν ρόλο καθρέφτη και οθόνης συνάμα: «η ομιλία του δούλου […] εκφέρει μια αλήθεια για τον κόσμο, η οποία διαφεύγει από τους πρωταγωνιστές του· αλλά ο καθρέφτης αυτός είναι και μία οθόνη, η οποία τους εμποδίζει να αποκτήσουν επίγνωση γι’ αυτό που καθιστά τον ίδιο τους τον κόσμο εφικτό». Στη συγκριτική ανάγνωση της διαδρομής του Κύρου, του δούλου που έγινε βασιλιάς, και του Οιδίποδα, του βασιλιά που νομίζει πως είναι δούλος, ο Ισμάρ εντοπίζει το σημείο όπου η σκέψη της κυριαρχίας συναντά τη δουλεία ορίζοντας αλλά και τον φόβο ότι τελικά το κοντινό και το μακρινό, το οικείο και το ξένο ταυτίζονται.

Η διαθεσιμότητα του σώματος

Στην αφήγηση του Ηροδότου για τις «πελασγικές απαρχές της δουλείας» (την αφήγηση για τους Πελασγούς, τη Λήμνο και τον βιασμό των κορών της Αθήνας), ο Ισμάρ εντοπίζει «τη διαθεσιμότητα του σώματος του δούλου, δηλαδή τη δυνατότητα να υπόκειται επ’ αόριστόν στη σεξουαλική βία, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι «η πρώτη λειτουργία του σώματος των δούλων είναι να εξασφαλίζει την ασυλία των γυναικείων σωμάτων, που προορίζονται για τον γάμο και την αναπαραγωγή».

Στην εξέγερση των δούλων στη Σικελία ο Ισμάρ εντοπίζει έναν πρωτόγνωρο ξεσηκωμό, μια επαναστατική διαδικασία ουσιαστικά, που δημιουργεί έναν ιδιαίτερο χωροχρόνο με πρωτότυπες μορφές πολιτικής εμπειρίας, σημειώνοντας την αδυναμία των αρχαίων συγγραφέων «να σκεφτούν μια εξέγερση δούλων ως εμπειρία μιας πολιτικής δυνατότητας». Με αφορμή το παράξενο περιστατικό στη διάρκεια της εξέγερσης, όταν οι δούλοι σκηνοθέτησαν υπό τη θεατρική μορφή μίμων την ίδια τους την εξέγερση, εντοπίζει μια παράδοση θεατρικής επιτέλεσης της χειραφέτησης που τη συναντάμε από την αρχαιότητα, «μια εικόνα, οσοδήποτε φευγαλέα, ενός άλλου εφικτού κόσμου, που διαρρήγνυε την τάξη της δουλοκτητικής κυριαρχίας».

Σε ένα συναρπαστικό πέρασμα από την «Ερμηνευτική των Ονείρων» του Φρόιντ στα «Ονειροκριτικά» του Αρτεμίδωρου Δαλδιανού, ο Ισμάρ υπογραμμίζει τη συχνή εμφάνιση ονειρικών οραμάτων που παραπέμπουν στη χειραφέτηση των δούλων. Την ίδια στιγμή ο δούλος «παρέχει την αλληγορία κάθε μορφής περιουσιακού στοιχείου και των χρήσεων που του αναλογούν». Αυτό τον φέρνει στην κατεξοχήν προσπάθεια ορισμού της δουλειάς στην αρχαιότητα, αυτή του Αριστοτέλη. Υποστηρίζει ότι ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει «τη ριζική ιδιαιτερότητα της δουλείας η οποία δεν αποτελεί καθεστώς εργασίας με την αυστηρή έννοια. Αυτό που ορίζει πριν από όλα τον δούλο είναι η ακαθοριστία, δηλαδή η πολυσημία και η έκταση των πιθανών χρήσεων του διακρίνοντάς τον από κάθε άλλο εργαλείο». Από την άλλη, στη φαντασιακή κατασκευή του δούλου ως κομμάτι της ζωής του κυρίου, ως εργαλείου και οργάνου του, διαμορφώνει μοιραία τη δυνατότητα μιας μη διακριτότητας μεταξύ των δύο.

Από την παράδοση να αντιμετωπίζεται η δουλεία ως μορφή θανάτου, ο Ισμάρ στρέφεται στη φιγούρα του ζόμπι, του ζωντανού «που έχει εξαναγκαστεί σε μια κατάσταση παρατεταμένου θανάτου», αλλά και στη φιγούρα του δούλου Ζάλμοξη που επίσης αποτυπώνει ένα άλλο παράδειγμα μεταθανάτιας επι-βίωσης, καταδεικνύοντας ότι «η δουλοκτητική κατάσταση είναι ακριβώς αυτή η μορφή ζωής που έχει καταστρατηγήσει την εμπειρία του θανάτου».

«Ονομάζει το ακατονόμαστο»

Ο Ισμάρ εντοπίζει στη φιγούρα του δούλου μια ιδιάζουσα ετερότητα, «καθώς ο δούλος δεν είναι ένα ον όπως τα άλλα· η φύση του δεσμού ανάμεσα σε κύριο και δούλο, που δεν μπορεί να αναχθεί σε μια σχέση ιδιοκτησίας, αλλά παίρνει τη μορφή μιας δυνητικά απειλητικής ταύτισης· η αναγκαία τύφλωση, αν όχι η άρνηση, με την οποία ο κύριος καταλήγει να αγνοεί τη θέση του για να γίνει πλήρως πολίτης και, ακόμη καλύτερα, φιλόσοφος· η αλήθεια που κατέχει ο δούλος, τοποθετούμενος σε κατοπτρική θέση· οι κίνδυνοι που ενέχει ο θεσμός της δουλείας για τη γενεαλογική τάξη στην πόλη· η μη διάκριση μεταξύ ζωής και θανάτου και οι ανησυχητικές διαβατήριες δυνάμεις του δούλου: μοτίβα όλα αυτά που διαπερνούν την αθηναϊκή σκέψη περί δουλείας». Ουσιαστικά, μέσα από τον αποκλεισμό του δούλου από τον κοινό χώρο «η κοινωνία σκέφτεται τα όριά της, δίνει μορφή στα σύνορά της, ονομάζει το ακατονόμαστο».

Δίνοντας ξανά φωνή

Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα να ξαναδώσουμε αυτόνομη φωνή στους δούλους; Για τον Ισμάρ ακόμη και εάν δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε την αποσιώπηση, μπορούμε «να αναγνωρίσουμε μια θέση στα θύματά της, προσπαθώντας να σκεφτούμε την πόλη εν τη απουσία τους και με αφετηρία αυτήν – να δημιουργήσουμε με δυο λόγια, έναν τόπο του οποίου η ακουστική θα επιτρέπει να γίνει ακουστό το αποτύπωμα της φωνής τους».