
Με ταχύτατους ρυθμούς αναπτύσσονται οι διαδικτυακές πωλήσεις στο λιανεμπόριο τροφίμων, αν και παραμένουν ακόμα οι διαφορές στις προτιμήσεις ανάμεσα σε ηλεκτρονικά και φυσικά καταστήματα. Η δυναμική των διαδικτυακών πωλήσεων είναι αδιαμφισβήτητη πλέον για πολλούς και διαφορετικούς κλάδους της λιανικής και ακόμα και στο λιανεμπόριο τροφίμων.
Αν και η συνεισφορά του για την Ελλάδα είναι ακόμη σχετικά χαμηλή, στο 3,1%, το γεγονός ότι αναπτύσσεται με 5πλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με τις offline πωλήσεις καταδεικνύει πως σίγουρα δεν θα πρέπει ούτε να υποτιμάται αλλά ούτε και να αγνοείται. Αυτό αναφέρουν τα τελευταία στοιχεία της NielsenIQ.
Με βάση τον Online Index της NielsenIQ, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τις πωλήσεις συγκεκριμένων λιανεμπορικών επιχειρήσεων, ο τζίρος για το σύνολο του 2024 ανήλθε στα 278 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας ρυθμό ανάπτυξης 21%.
Η Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί με πιο αργά βήματα τις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, όπου σε κάποιες περιπτώσεις η συνεισφορά του online έχει φτάσει σε διψήφια ποσοστά (Ηνωμένο Βασίλειο 18,9%,Γαλλία 13%, Ολλανδία 11,5%), σύμφωνα με τις μετρήσεις της NielsenIQ, όμως κοινή διαπίστωση για όλες τις αγορές είναι το γεγονός ότι ο ρυθμός ανάπτυξης των online πωλήσεων σε σχέση με τα φυσικά καταστήματα είναι σημαντικά μεγαλύτερος. Ενδεικτικά, στην αγορά της Ισπανίας το e-commerce αναπτύσσεται 13 φορές περισσότερο σε σχέση με τις πωλήσεις που γίνονται μέσα από τα καταστήματα με τον παραδοσιακό τρόπο (18% αντί για 1,3% ρυθμός ανάπτυξης).
Το προφίλ
Εστιάζοντας περαιτέρω στην αγορά της Ελλάδας, ενδιαφέρον αποτελεί το προφίλ του αγοραστή. Αρχικά το δημογραφικό του προφίλ δεν διαφέρει από τον κύριο αγοραστή του offline καναλιού, δηλαδή είναι γυναίκα, 35-49 ετών, παντρεμένη, με οικογένεια που αποτελείται από 2 έως 4 άτομα. Στις προϊοντικές κατηγορίες, διαδικτυακά οι Ελληνες αγοράζουν περισσότερο νερό (6,4%), χαρτικά (6,1%) ή και άμμο για τις γάτες (6,7%), λόγω των μεγάλων συσκευασιών τους, ωστόσο ακόμα πιο σημαντικό είναι το online κανάλι για κατηγορίες που συνδέονται με τη βρεφική φροντίδα, όπως καθαριστικά ρούχων για μωρά (8,4%), πάνες (6,8%) ή και βρεφικό γάλα (6,8%).