
To ένα. Ο άσος. Η μονάδα. Δηλωτικό ενάρξεως. Από εκεί αρχίζουν όλα. Μιλώντας για μπάλα, κι η ενδεκάδα. «Με το Νο1, κάτω απ’ τα δοκάρια…», έλεγε ο εκφωνητής, στα χρόνια που κάθε αριθμός προσδιόριζε τη θέση. και το «1» ήταν απαρέγκλιτα δικό του. Ωσπου οι σοφοί το έθεσαν κι αξιολογικά: «Η μεγάλη ομάδα αρχίζει από μεγάλο τερματοφύλακα». Ετούτον, τον μοναχικό λύκο της εστίας. Με τα χοντρά τα γάντια, την αλούτερη στολή, τ’ απαγορευτικό στο σφάλμα. Στην ολυμπιακή μυθολογία δεν αποδείχτηκε μια πάντα εύκολη υπόθεση. Τεράστιο το μέγεθος, βαριά η… καλογερική. Πολλοί, αν κι άξιοι, λύγισαν. Αλλοι, στάθηκαν. Υπήρξε, όμως, κι ένα γκρουπ κλειστό. Οσων κατέθεσαν επίχρυσο το χνάρι τους στο κόκκινο βιβλίο. Και πρώτα, αυτός: ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος (1908-2008)…
Διάδοχος του Κώστα Κλειδουχάκη (πρώτου τερματοφύλακα στην ιστορία, 1925-30), 18 χρόνια αδιάλειπτης προσφοράς (1928-1944), πυλώνας της πρώιμης ανέλιξης του club στα θρυλικά υψίπεδα, παρών στα πέντε πρώτα Πρωταθλήματα. «Θαμόρα», τον είπαν. Απ’ τον μυθικό ισπανό portiere των… χρόνων της τραγιάσκας. Τέτοια κλάση. Και λεβεντιά, πειραιώτικη. Εντός γηπέδων. Εκτός. Σαν τότε (’34), με τ’ αμίμητο «ως Ελλην, φυλάγω σημαία ελληνική» στην πρόταση του Μουσολίνι να μείνει στο Μιλάνο (Αμπροζιάνα), μετά τη σπουδαία του εμφάνιση σε ματς Ιταλίας – Ελλάδας (προκριματικά Παγκοσμίου)…
Και έπειτα ο Σάββας (1935-2020):
«Αν ο όρος “στρατιώτης του Ολυμπιακού” μπορεί να προσωποποιηθεί», έγραφε, στ’ «αντίο», η επίσημη ΠΑΕ, «θα είχε τη μορφή του». Ακριβές.
Ετος 1953. Τότε έπιασε Λιμάνι, επί του (εξαίρετου) διδύμου Στάθη Κουρουκλάτου (1946-55) – Κώστα Καραπατή (1951-57). Κι απ’ το ’55, απογείωση: 5 Πρωταθλήματα, 5 Κύπελλα, ο «άσος» της θρυλικής ομάδας του ’50, της πρώιμης Ευρώπης, της Εθνικής (12 συμμετοχές). Αυτός, ο… κόντρα ρόλος! Ο βέρος Αθηναίος, το μορφωμένο ομορφόπαιδο (τρεις γλώσσες, Φαρμακευτική), ο ευκατάστατος αστός, με το σπορ «Vauxhall Velox».

Ο Παναγιώτης Κελεσίδης σφράγισε τα ερυθρόλευκα δοκάρια της… ασπρόμαυρης εποχής. Ογκόλιθος και υπόδειγμα αυτοθυσίας
Και μετά Στάθης Τσανακτσής (1960-64) και Παράσχος Αυγητίδης (1962-67, ο «άσος» του Μπούκοβι), κράτησαν άξια τη θέση έως τα late 60s. Μα, έκτοτε, για μία πενταετία, παρά το πλήθος δοκιμών (Βαλλιάνος, Κόης, Ξαρχάκος, Τζωρτζής, Λιαδέλης, Μυλωνάς, Καρυπίδης κ.λπ.), η σταθερότητα έλλειψε. Ωσπου ήρθε ο Γουλανδρής. Και ο Αργεντινός, Αλμπέρτο Χοσέ Πολέτι (1972). πρώτος ξένος, πλην Κυπρίων. Τεράστιο όνομα άλλοτε (1,7 εκατ. τον τιμολόγησαν οι… αετονύχηδες). Μα… σήμερον, «σακάτης». Το χρονικό του Παναγιώτη Κελεσίδη μόλις άρχιζε. Μεστό, ειδικά την τριετία του καπετάν Νικόλα (1972-75), από τίτλους (3 Πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα).
«Τερματοφύλακας» έλεγες, «Σαργκάνης» εννοούσες! Τι είχε; Τα πάντα. Ρεφλέξ, που, όταν δεν έκαναν τον Πιόντεκ να μιλά για «τερματοφύλακα με έξι χέρια», γεννούσαν… σήμα εκπομπής
«Φάντομ»
Αξιο back up του αυτά τα χρόνια, ο επίσης – εν ενεργεία – διεθνής, Λευτέρης Πουπάκης (1973-78). Προτού κοπιάσει ο Χρήστος Αρβανίτης (1978-82). Εξαίρετος – ιδίως, κάτω απ’ τα δοκάρια – και καθοριστικός στην κατάκτηση του πρώτου επαγγελματικού (1980, βλ. μπαράζ με Αρη). «Φάντομ», ωστόσο, υπήρξε μόνο εις: Νίκο Σαργκάνη, ο θρύλος σου (1954-2024)…
Υπήρξε, άρα, ο κορυφαίος όλων των εποχών; «Ναι», λένε πολλοί. Οι άλλοι, «πιθανότατα». To βέβαιο; Στα πέντε χρόνια στο Λιμάνι (1980-85 / 3 Πρωταθλήματα, 1 Κύπελλο, με την άμυνα, ιδίου προεξάρχοντος, αναφορά εκείνης της ομάδας), εξαργυρώνοντας τα… καστοριανά του θάματα (Κύπελλο ’80, αλλά κι ένα 0-0 στο Φάληρο, το ’79, με δύο αποκρούσεις πέναλτι), ορίστηκε στις μετεφηβικές αναδρομές των σημερινών 50something, ως… συνώνυμο της θέσης! «Τερματοφύλακας» έλεγες, «Σαργκάνης» εννοούσες! Τι είχε; Τα πάντα. Ιδίως, όμως, εκείνα τ’ αδιανόητα ρεφλέξ, που, όταν δεν έκαναν τον Πιόντεκ να μιλά για «τερματοφύλακα με έξι χέρια» (το μυθικό ντεμπούτο στην Εθνική – Δανία, 1980), γεννούσαν… σήμα εκπομπής: 1984, Φάληρο, με ΟΦΗ. Σέντρα Πετράκη. Κεφαλιά, σκαστή, Βλαστού. Η μπάλα περνά πίσω απ’ τον Σαργκάνη κι ενώ το γκολ δείχνει αμετάκλητο, αυτός «διπλώνει» σώμα με… την όπισθεν, τινάζεται και διώχνει! Ακολούθησαν δύο δεύτερα απόλυτης σιωπής. Και το ιστορικό fair play φιλί του Τσιριμώκου. Η απόλυτη εικόνα ατόφιου ποδοσφαιρικού μεγαλείου…
Ο πηγαιμός του στον Παναθηναϊκό, το ’85, απόρροια ρήξης με τον Νταϊφά («με υποτίμησε») και κάποια ατυχή reactions του, έφθειραν μοιραία τη σχέση του μ’ ένα γενναίο κομμάτι τ’ ολυμπιακού λαού – μόνο αφού αποσύρθηκε, σχεδόν 40, χρόνος, εξηγήσεις, μια συγγνώμη και το ειλικρινές «είμαι Ολυμπιακός από παιδί», μαλάκωσαν πολλούς. Το κύριο κόστος, όμως, υπήρξε αγωνιστικό. βαρύς ο ίσκιος. Το διά ταύτα; Επαιξαν πολλοί, λογιών. Προϋπάρχοντες (Παπαμιχαήλ), γνώριμοι (Αρβανίτης), διεθνείς (Μουκέας, Πλίτσης), καλοί της Α’ (Σκούνας, Μίρτσος, Τοχούρογλου), ξένοι – ονόματα (Καζιμιέρσκι), ανερχόμενοι (Μολακίδης). Για όποιον λόγο, λίγο ή για λίγο. Ως το σώσμα των «πέτρινων», ανθεκτικότεροι αποδείχτηκαν οι Ηλίας Ταληκριάδης (1987-94, έγινε και διεθνής) και Αλέκος Ράντος (1988-98. σπουδαία προσόντα, αλλά και τόνοι ατυχίας). Συν τον Φώτη Στρακόσα (1993-97). Προσέφεραν. Με, καθείς, τα συν, τα πλην και… τα φεγγάρια του. Το security feeling, ωστόσο, θα «κλείδωνε» ένα… ανύποπτο μειράκιο, ετών 19, τέκνο των ακαδημιών και… της εξέδρας (Πειραιώτης, του Χατζηκυριάκειου), που είχε μόλις επιστρέψει απ’ τ’ «αγροτικό» στην Προοδευτική (Β’): Δημήτρης Ελευθερόπουλος…
Η περίπτωση «Ελε»
Καλοκαίρι ’96, της αναγέννησης. Εκκινεί, τη τάξει τρίτος. Φθινόπωρο, όμως, ο Στρακόσα ντεφορμάρεται και ο Ράντος τραυματίζεται (προ Ηρακλή) και, καπάκι, αποβάλλεται (με Αθηναϊκό). Ο Μπάγεβιτς τολμά. Ο «Ελέ» τον δικαιώνει: δύο «διπλά», 1-0. Λήξις! Κομβικός στο πρώτο πρωτάθλημα μετά τα «πέτρινα» (1997), +6 σερί έως το 2003, εκπληκτικός (αφού έχασε τη σεζόν 1997-98, λόγω τραυματισμού) στο νταμπλ του ’99 και τη μεγαλειώδη πορεία ως τους «οκτώ» του Champions League (δεύτερη καλύτερη 11άδα και… καλύτερη απόκρουση: η τριπλή – σε Φονσέκα, Ντεσάμπ, Ιντζάκι – στον α’ προημιτελικό με Γιουβέντους), χρηματιστηριακή εκτίναξη, Εθνική. Ωσπου… φύσηξε αγέρας. το γκολ του Κόντε στη ρεβάνς. Ο αποκλεισμός, μια ανάσα απ’ τα ημιτελικά…
Το χρεώνεται. Η ιδιαίτερη ψυχολογία του πειράζεται – «για ένα χρόνο δεν έκανα έξοδο». Συνδυαστικά, δε, με την έναρξη ενός κύκλου εξωαγωνιστικών φιλολογιών και τραυματισμών, από το 2000 αρχίζει… τ’ ασανσέρ. Στα πάντα. Τη θέση του. συχνές εφεξής οι αντικαταστάσεις (Γεωργίου, Μπούτσεκ, Κατεργιαννάκης…). Τη σχέση με τον κόσμο.απ’ τη γιούχα με τη Λίβερπουλ και την παραίτηση απ’ αρχηγός (2000, UEFA), στην αποθέωση του Μάντσεστερ (2001, για 80’ κράτησε, με… σπασμένο δάκτυλο, μόνος το «μηδέν», πιάνοντας και πέναλτι του Φαν Νιστελρόι) κι απ’ εκεί, κάτω, ξανά (2003-’04): το Τορίνο (0-7), τα λαϊκά δικαστήρια με ΠΑΟΚ (Ιανουάριος). Το κύκνειο άσμα. Next step, το εξωτερικό. Αξια. Η Ιστορία, εξάλλου, δεν ξεγράφει. Κρατά, μόνο, τον χώρο της, σοφά, για τα… καλύτερα, που (πάντα) έπονται. Ενίοτε, με γκρίζους κροτάφους και σπίρτο…
Αν το έπος του 2004 (Euro) συγκλόνισε συθέμελα τον κόσμο, η μετακίνηση του Αντώνη Νικοπολίδη από τη Λεωφόρο στο Λιμάνι, υπήρξε (πλην της απόκτησης Ριβάλντο) ο… ισχυρός μετασεισμός! Δύσκολη απόφαση. Για τους μεν, «κόκκινο πανί» – ασχέτως αν «με θεωρούσαν τελειωμένο». Για τους δε, φιγούρα μεν ευρύτερης αποδοχής, μα, ταυτισμένη, 15 χρόνια (1989-2004), με τον αιώνιο. Και ok, η… γροθιά στο υπογάστριο τ’ «απέναντι» εγωισμού. Πρακτικά; Ναι μεν MVP keeper του Euro, ναι μεν μ’ εξαιρετικές – μετά την… ιώβεια υπομονή – χρονιές στα πράσινα, ήταν, όμως, στα 33 του, η καλύτερη επιλογή;
Εξελίχθηκε σε κάτι απείρως παραπάνω. Σπουδαίος επαγγελματίας, μεγάλη, πολυετής προσφορά (τα επτά πιο μεστά του χρόνια / 6 Πρωταθλήματα, 4 Κύπελλα, με «κλου» τον επικό τελικό των… 34 πέναλτι, το, ’09, κόντρα στην ΑΕΚ, που έκρινε, εν τέλει, ο ίδιος), δικαιωματικά παρών στις συζητήσεις για τους top all time keepers, τεράστια προσωπικότητα. Δεν «κέρδισε» απλά το δύσκολο κοινό του «Γ. Καραϊσκάκης». Το ανάγκασε, μακριά από μανιέρες εύκολων λαϊκισμών, να του πιστώσει διά παντός ένα ειλικρινές, αποθεωτικό «respect». Δέκα επτά Απρίλη του ’11, το «αντίο» καριέρας, με τη Λάρισα. Οσοι ήταν μέσα, ξέρουν…
Ο Ρομπέρτο και οι άλλοι
Στην τελευταία ευθεία (εποχή Μαρινάκη). Κυρίαρχοι, σε επίπεδο βασικού, οι ξένοι (εκ των εξαιρέσεων, Καπίνο, Γιαννιώτης, Πασχαλάκης). Από Μέγερι, Πάρντο, Προτό, Βάτσλικ, ως Λεάλι και… Κοστάντζο˙ άνευ σχολίου!
Ενας, ο Βορειοϊρλανδός, Ρόι Κάρολ (2011-12). «Γέρος» είπαν (36), «απ’ τον ΟΦΗ» είπαν, «με θέματα» είπαν, πολύ πίσω τις μέρες του βαρέος βιογραφικού (βλ. Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ). Είπαν… Σπάνια σύνδεση, παρά τους μόλις 34 αγώνες του. Δεν ξεχνιούνται τα ματς με τη Ρουμπίν (Europa). Ούτε το δεμένο πόδι, με τον νάρθηκα… Ενας δεύτερος, ο Πορτογάλος, Ζοσέ Σα (2018-21). Value for money, ορισμός. Από παροπλισμένος, δανεικός από την Πόρτο, μέσω… Μάρτινς, σε Εθνική Πορτογαλίας και Γουλβς, έναντι 9 εκατ. ευρώ! Κυρίως, όμως, η αφεντιά του…
Ρομπέρτο Χιμένεθ Γκάγκο. Ισπανός (2013-16). Ηρθε δίχως ντόρο, δανεικός απ’ την Ατλέτικο. Εξελίχθηκε σε… ίνδαλμα, αρχηγό! Με κορωνίδα, κάτι μυθικές βραδιές στο Champions League – Μπενφίκα, ακούς; Ο Πειραιάς τον λάτρεψε. Αμφίδρομα, κι αυτός: «Δεν υπήρξε μέρα σ’ αυτόν εδώ τον σύλλογο, που να μη νιώσω υπερηφάνεια».
Ο,τι νιώθει και το club, για τη σύγχρονη «σοδειά» του – περίπου βέβαιο: κάποιο ανάλογο μελλοντικό αφιέρωμα, με ένα όνομα θ’ ανοίξει: Τζολάκης Κωνσταντής…