Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα: Η φαντασία στην εξουσία

Μάγος: αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μαγεία στο πλαίσιο πρωτόγονης κοινωνίας / αυτός που προσελκύει ή γοητεύει με τις ιδιότητές του / ιερέας σε ορισμένους ανατολικούς λαούς κατά την αρχαιότητα.

Τα παραπάνω τα λένε τα λεξικά, αλλά στην περίπτωσή του Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα (Giovanni Silva de Oliveira, 4 Φεβρουαρίου 1972), με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ισχύουν στα έξι χρόνια που φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα. Με το παιχνίδι του, τις ικανότητές του, τις ντρίμπλες του, την ποδοσφαιρική του ευφυΐα, τα γκολ και τις ασίστ, μάγεψε την κοινωνία των οπαδών του Ολυμπιακού, τους γοήτευσε με τις ικανότητές του και κατά κάποιον τρόπο ήταν από τους ιερείς της ασπρόμαυρης θεάς.

Ο Μάγος του Θρύλου λατρεύτηκε όσο λίγοι ποδοσφαιριστές που πέρασαν από την ερυθρόλευκη ομάδα. Μάγεψε τους οπαδούς του Ολυμπιακού, μαγεύτηκε και ο ίδιος από την αγάπη τους ενώ μεταξύ των εξεδρών και του ιδίου δημιουργήθηκε, από την πρώτη στιγμή, αυτή η ιδιαίτερη όσο και αξιομνημόνευτη ερωτική σχέση τους. Ο Τζιοβάνι στο πέρασμα από την ομάδα του Πειραιά, κατάφερε να τη σημαδεύσει με τα κατορθώματά του και να γίνει το όνομά του σύνθημα στα χείλη χιλιάδων ερυθρόλευκων οπαδών. Οταν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου να εγκαταλείψει το μεγάλο λιμάνι, τα δάκρυα δεν σταματούσαν να τρέχουν ούτε από τα μάτια του ίδιου ούτε και όσων τον ξεπροβόδισαν.

Αντιστρόφως ανάλογα τα συναισθήματα κατά την άφιξή του το καλοκαίρι του 1999 (16 Ιουλίου) όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Παρόλο που η υποδοχή του ήταν αποθεωτική, όπως άρμοζε στο όνομά του και τα έως τότε κατορθώματά του, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, ούτε ακόμη και ο πιο αισιόδοξος ερυθρόλευκος οπαδός, ότι χτιζόταν ήδη αυτή η σχέση λατρείας. Μέχρι τότε το σίγουρο ήταν, ότι από όποια ομάδα και αν πέρασε δεν πέρασε απαρατήρητος.

«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού είναι μέρος της ζωής μου. Σας αγαπώ πολύ»

Ευλογημένος από τον Πελέ

Ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην Τούνα Λούζο της Βραζιλίας το 1991. Οι  εμφανίσεις με την Τούνα Λούζο και στη συνέχεια με τις Ρέμο και Σαοκαρλερένσε κίνησαν το ενδιαφέρον της Σάντος, η οποία και τον απέκτησε το 1995 ύστερα από προσωπικές ενέργειες του Πελέ που αμέσως τον έχρισε διάδοχό του. Στην πρώτη του σεζόν με τη νέα του ομάδα σκόραρε στα μισά από τα παιχνίδια που αγωνίστηκε, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά σκόραρε 25 γκολ σε 19 αγώνες. Οι οπαδοί της Σάντος τον λάτρεψαν και του έδωσαν το προσωνύμιο «Μεσσίας».

Το 1996 πήρε μεταγραφή στην Μπαρτσελόνα. Ο Τζιοβάνι πέτυχε συνολικά 18 γκολ με την ισπανική ομάδα και κατέκτησε ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, ένα Σούπερ Καπ Ευρώπης, δύο πρωταθλήματα Ισπανίας, ένα Κύπελλο Ισπανίας και ένα ισπανικό Σούπερ Καπ. Το πέρασμά του, κάθε άλλο παρά αδιάφορο ήταν. Από τους αγαπημένους παίκτες των φιλάθλων της Μπαρτσελόνα, καθώς κατά τη διάρκεια της καριέρας του στην ομάδα πέτυχε καθοριστικά γκολ κυρίως εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης, της αιώνιας αντιπάλου της, αλλά και σε σημαντικά ευρωπαϊκά ματς όπως το γκολ του κατά της Μπορούσια Ντόρτμουντ στον τελικό του Σούπερ Καπ Ευρώπης.

Η χαρά των φιλάθλων

Ο «Τζίο», όμως, δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπο. Ηξερε τις ικανότητές του, που ξέφυγαν από τον μέσο ποδοσφαιρικό όρο, είχε ερωτική σχέση με την μπάλα, λάτρευε το γκολ και η παρουσία του Λουίς Φαν Χάαλ στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, αποτέλεσε την αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε οι δύο άντρες από την πρώτη στιγμή να έρθουν σε σύγκρουση. «Πείτε μου σε ποια θέση παίζει για να τον χρησιμοποιήσω» έλεγε χαρακτηριστικά ο προπονητής των Καταλανών, υπονοώντας ότι δεν μπορούσε να τον εντάξει στο σύστημα της ομάδας. Οι οπαδοί της Μπάρτσα, πάντως, είχαν διαφορετική γνώμη από τον Ολλανδό και όταν ο Τζιοβάνι έφυγε από τη Βαρκελώνη ο Τύπος έγραψε ότι… αποβλήθηκε «η χαρά των φιλάθλων».

Ευτυχώς για τον Ολυμπιακό, η κόκκινη κάρτα του Χάαλ, τον έφερε στο λιμάνι της καρδιάς του για να παρουσιάσει τα μαγικά του εντός των αγωνιστικών χώρων. Ταυτίστηκε από την πρώτη στιγμή με το θεαματικό ποδόσφαιρο και για αυτό δεν μπορεί κανείς ερυθρόλευκος οπαδός να ξεχάσει τα δύο γκολ εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης (3-3) το 1999 στο ΟΑΚΑ, τη λόμπα στον Μοντραγκόν, στον αγώνα με τη Γαλατάσαραϊ στη Ριζούπολη (5 Νοεμβρίου 2003), το γκολ εναντίον του Ηρακλή (11 Νοεμβρίου 2001) που «ανάγκασε» τον τότε προπονητή του Γηραιού Αγγελο Αναστασιάδη να του δώσει το χέρι του για να τον συγχαρεί ή την έτερη λόμπα στον Κόβιτς στον αγώνα πρωταθλήματος με τον ΠΑΟΚ (8 Νοεμβρίου 1999).

Ο Τζιοβάνι δοκιμάστηκε όμως με την παρουσία του στην Ελλάδα. Στην πρώτη του σεζόν και συγκεκριμένα στις 4 Δεκεμβρίου 1999, στον αγώνα Ηρακλή – Ολυμπιακού, δέχτηκε το σκληρό φάουλ του Λάζαρου Σέμου. Ρήξη χιαστών και επιστροφή στην αγωνιστική δράση σε 6 μήνες. Ο Τζιοβάνι επιστρέφει στις 28 Μαΐου 2000. Αν και πολλοί ήταν αυτοί που είπαν ότι έχασε την έκρηξή του, μετά τον παραπάνω σοκαριστικό τραυματισμό, αυτό δεν τον εμπόδισε να προσφέρει εκατοντάδες λεπτά μαγείας στον αγωνιστικό χώρο.

Οπως για παράδειγμα στις 21 Μαρτίου του 2001, όταν και έκλεισε το θριαμβευτικό 1-4 επί του Παναθηναϊκού στη «Λεωφόρο» με ένα απίθανο εξωτερικό πλασέ, το οποίο το είχε πανηγυρίσει γονατίζοντας και με τα δάχτυλα να δείχνουν τον Θεό.

Στο ίδιο γήπεδο θα γνωρίσει τόσο ο ίδιος όσο και ο Ολυμπιακός το μαύρο πρόσωπο της ελληνικής διαιτησίας. Ηταν το ντέρμπι Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού, το οποίο εν πολλοίς έκρινε το πρωτάθλημα της περιόδου 2003 – 2004. Με το σκορ στο 1-2 υπέρ του Ολυμπιακού, ο αμυντικός του Παναθηναϊκού Σωτήρης Κυργιάκος χτύπησε με γροθιά στο πρόσωπο εκτός φάσης και μέσα στη μεγάλη περιοχή του τον Τζιοβάνι, ο οποίος ανταπέδωσε με κλωτσιά. Ο διαιτητής Δούρος όμως τιμώρησε μόνο τον βραζιλιάνο επιθετικό με κόκκινη κάρτα και δεν υπέδειξε πέναλτι υπέρ των Ερυθρόλευκων ως όφειλε.

Η λατρεία των οπαδών του Ολυμπιακού για τον Μάγο τους, ήταν που τον κράτησε το 2002 στον Πειραιά

Η λατρεία

Εφυγε από την Ελλάδα έχοντας κατακτήσει 5 πρωταθλήματα και 1 Κύπελλο. Και όλα αυτά σε 209 επίσημες συμμετοχές με την ερυθρόλευκη φανέλα, 98 γκολ και 29 ασίστ. Την ποδοσφαιρική σεζόν 2003 – 2004 ο Τζιοβάνι σκόραρε 21 φορές και αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ.

Οι οπαδοί του Ολυμπιακού, αυτή η λατρεία τους για τον μάγο τους, ήταν που τον κράτησαν το 2002 στον Πειραιά όταν ο τότε πρόεδρος Σωκράτης Κόκκαλης είχε αποφασίσει να μην του ανανεώσει το συμβόλαιο. Στη φιέστα πρωταθλήματος του είχε ετοιμάσει αποχαιρετιστήριο λόγο, αλλά το σύνθημα των οπαδών «Τζιοβάνι για πάντα στο λιμάνι» τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να του ανανεώσει το συμβόλαιο.

Στις 25/5/2005, στο τελευταίο του παιχνίδι κόντρα στον Ηρακλή όπου ο Ολυμπιακός κέρδισε και κατέκτησε το πρωτάθλημα, πανηγυρίζει στο φινάλε βγάζοντας τη φανέλα και από μέσα υπάρχει ένα μπλουζάκι που γράφει στα ελληνικά: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού είναι μέρος της ζωής μου. Σας αγαπώ πολύ».

Ο Θεός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του, όχι μόνο στην προσωπική αλλά και την ποδοσφαιρική. Οπως ο ίδιος διηγήθηκε στην αυτοβιογραφία του, στη διάρκεια της κρουαζιέρας στο Φερνάντο ντε Νορόνια, είχε προσευχηθεί στον Θεό, ζητώντας του να του δείξει σε ποια χώρα θα έπαιζε μπάλα την επόμενη σεζόν. Περίμενε ένα σημάδι σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα του το έστελνε.

Και το σημάδι ήρθε στα λόγια ενός μεσήλικου, που είχε πιάσει κουβέντα με τη σύζυγο του Τζίο, Αννα Ρόζα, για τη θάλασσα, τις παραλίες και τα τοπία από τα οποία περνούσαν: «Αν έχεις την ευκαιρία, πρέπει οπωσδήποτε να πας στα ελληνικά νησιά»! Οπως εξήγησε αργότερα: «Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν μια φλόγα να ανάβει μέσα στην καρδιά μου. Ηταν το σημάδι από τον Θεό, μου έλεγε μέσω εκείνου του ανθρώπου ότι έπρεπε να αποδεχτώ την πρόταση του Ολυμπιακού. Οτι σε εκείνη τη χώρα με τα πανέμορφα νησιά, τα οποία ήταν διάσημα σε όλον τον κόσμο, θα ήμουν ευτυχισμένος εγώ και η οικογένειά μου».

Και ήταν ευτυχισμένοι τόσο αυτός όσο και οι ερυθρόλευκοι οπαδοί με τον Μάγο τους.