Το αναπότρεπτο θέρος του Γιάννη Ρίτσου

«Ο Γιάννης» ήταν μια μορφή ιερού τεμένους για την οικογένεια. Στα απέραντα βιβλιοστάσια του σπιτιού όπου (ως έφηβος που σέβεται τον εαυτό του) έψαχνα μια καλή κρυψώνα για το κόμικ «Μπλεκ», συναντούσα συνεχώς εκδόσεις των ποιημάτων του. Μοναχικές ή συγκεντρωτικές, μερικές βιβλιοδετημένες με σκληρή ράχη, άλλες λιτές με τη φθορά των αναγνώσεων. Υπήρχε σπίτι μας από το 1965 και ένας δίσκος με τον ίδιο να απαγγέλλει την «Κυρά των Αμπελιών» σε μουσική συνοδεία Ακη Λυμούρη. Η αγάπη, ιδίως η προσωπική, οικογενειακή, συγγενική (από τη πλευρά της Φαλίτσας και της μάνας μου) σχέση, δεν επέτρεπε να αγγίξω, πολύ περισσότερο, να ανοίξω βιβλίο του. Οι έφηβοι αδιαφορούν ή απεχθάνονται αυτό που αγαπούν οι γονείς τους.

Στα 19 μου περνούσα μια μεγάλη ερωτική κρίση και ανακάλυψα ότι ο Τάσος Λειβαδίτης ενείχε έναν διαρκή και πυκνό λυγμό, που με στήριζε. Ο «Διάβολος με το κηροπήγιο» ήταν ένας εκπληκτικός αιφνιδιασμός. Αλλαζε την αφηγηματική ροή, ανακατεύθυνε, άφηνε έτσι απροστάτευτο τον αναγνώστη, παρηγορούσε εξ αυτού. Διάβαζα με βουλιμία όλα τα εκδιδόμενα του Λειβαδίτη που τον θεώρησα ως δική μου ανακάλυψη, μια μορφή πνευματικής ιδιοκτησίας. Ξαφνικά ήρθε στη ζωή μου η «Γραφή Τυφλού» του Ρίτσου. Ηταν δίπλα δίπλα με τον Λειβαδίτη στον πάγκο του βιβλιοπωλείου. Ηταν σαν πυροβολισμός. Αμέσως μετά «Πάροδος», «Θυρωρείο», «Ρόπτρο», «Γίγνεσθαι» και επιτέλους «Τέταρτη Διάσταση», όχι μόνο η «Σονάτα» αλλά ιδίως το «Νεκρό σπίτι», όλα από τον Κέδρο. Ο Λειβαδίτης με είχε βοηθήσει να σταθώ λίγο στα πόδια μου, αλλά κυρίως είχε εξημερώσει μέσα μου τον Ρίτσο.

Το μικρό διαμέρισμα στην οδό Κόρακα, κοντά στις γραμμές του ηλεκτρικού, ήταν ασφυκτικά γεμάτο και τακτικό. Βιβλία, ξυλόγλυπτα, πέτρες, ζωγραφιές και ένας «Αγιος Σεβαστιανός» του Τσαρούχη, λίγες μέρες αφού του τον είχε αφήσει.

Ο Ρίτσος με μοβ ζιβάγκο και βαθύ καφέ σακάκι, πάντα σικ, κάπνιζε συνεχώς, ρωτούσε για τη ζωγραφική (είχε τη λεπτότητα να ακούει), στέρεος και αμφίβολα αισιόδοξος.

Μου έδειξε ζωγραφισμένα πακέτα τσιγάρων Νο 5. Αφιλτρα με βαρύ χαρμάνι. Μια φορολογική ταινία στην πίσω πλευρά του πακέτου την είχε επιζωγραφίσει, μετατρέψει σε μεγάλη αρχοντική πόρτα.

Επινοητικός παρατηρητής. Ηξερε να διαβάζει την πραγματικότητα χωρίς να προσχωρεί στους όρους της και χωρίς να στρέφεται σε μια αυτοκατασκευή ερήμην της. Μια συνέντευξή του στη «Λέξη» στους τότε νέους ποιητές και εκδότες του περιοδικού, Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο, έκλεινε μέσα της μια ισχυρή χειρονομία ελευθερίας και ιδεολογικής ανεξιθρησκίας.

Ακριβώς τότε που είχε μπει σε ένα είδος «μαύρης λίστας» λόγω της σοβιετοφιλίας του και της σχέσης του με το ΚΚΕ (ή απλώς λόγω εμπαθειών από τη διεθνή προβολή του). Το 1990 η κηδεία του ήταν παράλληλη με την κατάρρευση ενός ολόκληρου κόσμου (σοσιαλιστικής) μυθοποιίας, ίσως ενός διαφορετικού ιστορικού ρεαλισμού.

Είναι πολιτική πράξη η απόλαυση του κειμένου; Γιατί η πρωτομαγιάτικη επέτειος της γέννησης του Ρίτσου είναι η χειραφέτηση μιας ποιητικής γενιάς από τα παλαμικά «δεσμά», είναι συγχρόνως η εκλογίκευση της ήττας (όλοι οι αριστεροί διανοούμενοι, θέλοντας και μη, είναι στερεωμένοι στην ήττα), κυρίως είναι η ανίχνευση μιας ηλιόλουστης και κριτικής πατριδογνωσίας. Δεν είμαι σίγουρος αν το αναγνωστικό νεύμα (η επίμονη μνήμη για τον Ρίτσο) δίδεται από το «τελευταίο καλοκαίρι», χειρόγραφο ποίημα Νο 34, με τις βυζαντινότροπες διορθώσεις του ποιητή και το υστερόγραφο της Χρύσας Προκοπάκη, αν δίδεται από μια γενική, σχεδόν βουλιμική, πολιτική αγάπη (και το μικρόψυχο αντίστροφό της) ή απλώς από την αγωνία ενός αναγνώστη, που φοβάται, αναποφάσιστος και μόνος.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ