Το παιχνίδι της αναθεωρήσεως του τουρκικού συντάγματος

Παραλλήλως προς τη διαδικασία για την επίλυση του Κουρδικού έχει ανακινηθεί και η συζήτηση για την αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος μεταξύ του κυβερνητικού συνασπισμού και του φιλοκουρδικού Kόμματος Ισότητος και Δημοκρατίας των Λαών (DEM). Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας ελιγμός της κυβερνήσεως Ερντογάν στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο συνοδεύεται από την ανακίνηση της σχετικής συζητήσεως. Εν ισχύι από την 9η Νοεμβρίου 1982, το παρόν τουρκικό σύνταγμα φέρει βαριά τη σφραγίδα του στρατιωτικού καθεστώτος του Κενάν Εβρέν το οποίο και το εισηγήθηκε. Ο συστηματικός περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων προς όφελος του «εθνικού», «συλλογικού» ή «κρατικού» συμφέροντος αλλά και η υιοθέτηση ενός ακάμπτου και αυστηρού μοντέλου τουρκικής εθνικής ταυτότητος έφεραν το σύνταγμα στο επίκεντρο της κριτικής οποτεδήποτε υπήρξε συζήτηση περί πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Η άνοιξη των ευρωτουρκικών σχέσεων από το 1999 έως το 2005 χαρακτηρίσθηκε από διαδοχικές αναθεωρήσεις του συντάγματος με σκοπό την προσαρμογή του στα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Το 2007 είχε ανατεθεί σε επιτροπή υπό τον καθηγητή Εργκούν Οζμπουντουν η σύνταξη νέου φιλελευθέρου και δημοκρατικού συντάγματος, καθώς είχε αναγνωρισθεί ο αυταρχικός πυρήνας του υπάρχοντος συντάγματος. Το νέο σύνταγμα υποβλήθηκε στην κυβέρνηση Ερντογάν, αλλά η συζήτησή του στο Κοινοβούλιο παρεπέμφθη εις τας καλένδας. Αργότερα και στο πλαίσιο της προσπάθειας επιβολής της πολιτικής ηγεμονίας του προέδρου Ερντογάν το σύνταγμα αναθεωρήθηκε μέσω δημοψηφισμάτων το 2007, το 2010 και το 2017. Με την τελευταία αναθεώρηση εισήχθη και το ισχυρό προεδρικό σύστημα βάσει του οποίου το σύνολο της εκτελεστικής εξουσίας έχει συγκεντρωθεί στον πρόεδρο της χώρας, ενώ ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι πλέον πολύ περιορισμένος.

Τι έχει πλέον απομείνει από το σύνταγμα του 1982 και τι μπορεί να περιλαμβάνει η αναθεώρηση; Προφανές είναι το ενδιαφέρον του κυβερνητικού συνασπισμού να απαλείψει το όριο δύο θητειών που τίθεται για τον πρόεδρο της χώρας. Πιθανόν δε να επιδιώξει να μετριάσει τις αναφορές στον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, πυροδοτώντας έτσι τη σχετική αντιπαράθεση με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) η οποία και θεωρεί ότι εξυπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντά του. Το φιλοκουρδικό DEM θα ενδιαφερόταν να προσθέσει στο σύνταγμα ονομαστική αναφορά στην κουρδική μειονότητα, αλλά και να κατοχυρώσει τα εκπαιδευτικά και πολιτισμικά της δικαιώματα. Σημειωτέον ότι για την απευθείας αναθεώρηση από τη Βουλή απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων, ενώ αν συγκεντρωθεί πλειοψηφία τριών πέμπτων, η τελική απόφαση λαμβάνεται με δημοψήφισμα. Δεδομένης της κατανομής των εδρών, η συνεργασία των βουλευτών του DEM αλλά και ο προσεταιρισμός βουλευτών του συνασπισμού της αντιπολιτεύσεως αποτελούν προϋπόθεση για την επιτυχία οποιουδήποτε σχεδίου.

Σε πρόσφατη δήλωσή του ο πρόεδρος Ερντογάν ανέφερε ότι ανέθεσε σε επιτροπή δέκα νομικών την εκπόνηση νέου συντάγματος και δεσμεύθηκε «να απαλλάξει τον τουρκικό λαό από την ντροπή του χουντικού πραξικοπήματος». Πόσο πειστική όμως είναι η υπόσχεση απαλλαγής της Τουρκίας από τα βαρίδια του αυταρχικού της παρελθόντος, όταν κατρακυλά η θέση της σε όλους τους διεθνείς δείκτες δημοκρατίας και φιλελευθερισμού; Για αυτό και η πλειονότητα των πολιτικών αναλυτών θεωρούν ότι η περί αναθεωρήσεως του συντάγματος συζήτηση αποσκοπεί λιγότερο στην αναθεώρηση καθ’ εαυτήν και περισσότερο στη διάσπαση της αντιπολιτεύσεως και τον προσεταιρισμό του φιλοκουρδικού πολιτικού κινήματος της Τουρκίας.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.