
Η 5η Μαΐου 2010 θεωρείται μια κομβική στιγμή για την εξέλιξη και τους μετασχηματισμούς της πολιτικής βίας στην Ελλάδα. Και αυτό το γεγονός υπενθυμίζουν με τις αναλύσεις τους οι συγγραφείς του συλλογικού τόμου «05.05.2010» (εκδ. Επίκεντρο), το οποίο κυκλοφόρησε το 2021. Πρόκειται για τους Βασίλη Βαμβακά, Τριαντάφυλλο Καρατράντο, Μανούσο Μαραγκουδάκη, Αγγελο Ναστούλη, Παναγή Παναγιωτόπουλου, Πέτρο Παπασαραντόπουλο, Ανδριάνα Ρετζέπη και Νικόλα Σεβαστάκη, οι οποίοι επιστρέφουν στο «πολιτισμικό τραύμα» της μνημονιακής περιόδου (κατά τον όρο που αναλύει ο Μ. Μαραγκουδάκης) υποδεικνύοντας τη σύνδεση της εξτρεμιστικής βίας με την πολιτική διαμαρτυρία. Στο επίμετρο του βιβλίου, εξάλλου, οι επιμελητές αναφέρονται στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης τον Μάιο του 2020 να τιμήσει τη μνήμη των νεκρών τον Μάιο του 2020. Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο, που «ανασυγκροτεί τα περιστατικά εκείνης της μέρας, εξετάζει τη διαχείριση της δολοφονικής επίθεσης από κόμματα, μέσα επικοινωνίας και κοινωνικο-πολιτικούς χώρους, μελετά το ευρύτερο περιβάλλον ανοχής και δικαιολόγησης της βίας μαζί με τις όποιες διαφοροποιήσεις σημειώθηκαν και προσεγγίζει το ζήτημα της μνήμης των θυμάτων».
«Καχυποψία, εάν όχι δαιμονοποίηση»
«Αντιτραπεζισμός, συνωμοσιολογική θεώρηση της πολιτικής επικαιρότητας και καχυποψία – εάν όχι δαιμονοποίηση – του πολιτικού και μιντιακού συστήματος, είναι οι ισχυρότερες αντιδράσεις που θα προκληθούν στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και θα καλλιεργήσουν όχι ένα κλίμα συμπάθειας ή ταύτισης με τα θύματα αλλά θα κυοφορήσουν μορφές κοινωνικοπολιτικού μίσους που για μικρό χρονικό διάστημα θα κρυφτεί ή θα αμβλύνει την οξύτητά του. Προφανώς και δεν αποτελούν τη μοναδική μορφή αντίδρασης στο τραγικό γεγονός, όμως η δυναμική τους υπήρξε αρκετά ενδεικτική για το τι θα ακολουθήσει το επόμενο χρονικό διάστημα κορύφωσης της οικονομικοπολιτικής κρίσης.
Είναι άλλωστε απαραίτητο να σημειωθεί ότι πριν από την τρομοκρατική ενέργεια το κλίμα που καλλιεργήθηκε από τον δημοσιογραφικό κόσμο σχεδόν στο σύνολό του, δημιουργούσε την εντύπωση ότι η υπογραφή του πρώτου μνημονίου αποτελούσε το ισοδύναμο της εθνικής και κοινωνικής καταστροφής… Αιχμαλωσία, κηδεμονία, απόβαση, Μεσαίωνας, είναι μερικές από τις λέξεις στους τίτλους των εφημερίδων που εκπέμπουν μηνύματα όχι απλώς για την οικονομική δυσπραγία και χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, αλλά εθνικής απώλειας και πολεμικής επαγρύπνησης. Το μνημόνιο μέσα και πέρα από τις παλιές γραμμές αντικυβερνητικών και φιλοκυβερνητικών διαθέσεων, σηματοδοτείται ως μια συνθήκη ανελεύθερης βαρβαρότητας που επιτάσσει πρακτικές αντίστασης έναντι όλων όσοι το επέφεραν. Αν και οι περισσότερες εφημερίδες την επόμενη του τρομοκρατικού χτυπήματος θα δείξουν μεγάλο αποτροπιασμό για τους δράστες και συγκίνηση για τα θύματα, κρατώντας ξεκάθαρη αντιτρομοκρατική στάση, ελάχιστα θα αναλογιστούν ότι η σήμανση της
νέας – τότε – πραγματικότητας με τα ζοφερά χρώματα που επιλέχθηκαν κατά κανόνα να την περιγράψουν, προφανώς και δεν όπλισαν, αλλά σίγουρα διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο “δικαιολόγησης” της εγκληματικής πράξης που ακολούθησε. Αλλωστε, παλιές και νέες (διαδικτυακές) δραματοποιητικές δημοσιογραφικές πρακτικές, θα κυριαρχήσουν στο ενημερωτικό πεδίο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικά από το καλοκαίρι του 2011 και ύστερα, και θα ενισχύσουν τον δημόσιο λόγο με στερεότυπα εθνικής θυματοποίησης και ρητορικής του μίσους για τις ξένες και εγχώριες μνημονιακές δυνάμεις».
(Από το Βασίλης Βαμβακάς, «Λόγοι απώθησης του βίαιου εξτρεμισμού: η τρομοκρατική ενέργεια εναντίον της Marfin και ο δημόσιος σχολιασμός της»)
———————————————————
«Η δημόσια μνήμη αντανακλά άνισες κατανομές ισχύος»
«Στην περίπτωση της Marfin, ο Δήμος και η Κυβέρνηση υπό την αιγίδα της Προεδρίας (σ.σ.: το 2020) έδωσαν δημόσια ορατότητα στα θύματα και εν γένει στη σημασία του συμβάντος. Το μνημείο που βρίσκεται πλέον στο πρώην κτίριο της Marfin προκαλεί τα βλέμματα των περαστικών, και τα θύματα της τραγωδίας βρίσκουν ξανά τον απαραίτητο χώρο στην καθημερινή ζωή της πόλης. Η σημασία της τραγωδίας της Marfin για το κοινωνικό σύνολο και τα σημαινόμενα που προκύπτουν, πλέον υποστασιοποιήθηκαν και “προσκαλούν” όλους τους πολίτες να γίνουν συμμέτοχοι της εμπειρίας. Οσοι είχαν γνώση για το συμβάν, αλλά και αυτοί που είχαν άγνοια, καθώς και όσοι είχαν μια εικόνα πιο θολή, πλέον μπορούν να συναντηθούν στο μνημείο και να “συνομιλήσουν” αντλώντας σημασίες για τη δική τους ύπαρξη.
Η αποκατάσταση της μνήμης των θυμάτων της Marfin επιτελεί μια ατελή θεραπεία του τραύματος, αφού αυτή δεν γίνεται απολύτως συναινετικά. Μένουν ακόμη ερωτήματα, ανοίγει θεωρητικά ξανά η υπόθεση αναζήτησης των δραστών και γίνεται μια διπλή παραγνώριση. Η μια πλευρά του ιδεολογικού φάσματος, ουσιαστικά οι κληρονόμοι του αντιμνημονιακού ιδεολογικού μπλοκ, εν μέρει αποδέχονται ένα καθήκον μνήμης αλλά επεξεργάζονται διαφορετικά την έννοια του θύματος, απαλλάσσοντας την αντισυστημική πολιτική βία από την ευθύνη της. Οι αντίπαλες δυνάμεις, από την άλλη μεριά του ιδεολογικού φάσματος, παραγνωρίζουν στον
λόγο τους την εταιρική ευθύνη της Τράπεζας, υποβαθμίζοντας έτσι τις καταδικαστικές αποφάσεις που επιβλήθηκαν σε υπεύθυνους της Τράπεζας […]
Η μνήμη της Marfin αποκάλυψε ότι η δημόσια μνήμη αντανακλά τελικά τις άνισες κατανομές ισχύος εντός της κοινωνίας. Είναι επίσης ο τομέας μέσα στον οποίο ανήκουν διαφορετικές ομάδες και κοινότητες που επιδιώκουν να εδραιώσουν τη νομιμότητα των συμφερόντων τους και τους όρους της παρελθούσας και συνεχιζόμενης συμμετοχής τους στη μεγαλύτερη εθνική κοινωνία. Οι εντάσεις που προέκυψαν ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο της παρουσίας αντιφατικών ολικών οραμάτων της εθνικής ιστορίας, αλλά και των δυσκολιών στην ενσωμάτωση συμβολικών αντιλήψεων που βασίζονται σε διαφορετικά πρότυπα κοινωνικής εμπειρίας. Η διαμόρφωση της μνήμης ως συνεκτικό στοιχείο της συγκρότησης της ταυτότητας αποτέλεσε τροχοπέδη για μια μεγαλύτερη σύλληψη της σημασίας για τη συλλογική συνείδηση».