
Στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων στις Βρυξέλλες εγκρίνεται σήμερα και τυπικά ο κανονισμός SAFE, με την υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου να εκπροσωπεί την Ελλάδα, σε μια διαδικασία που αναμένεται να ολοκληρωθεί χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Οι θεμελιακές αποφάσεις για αυτόν τον νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό που στοχεύει στη στήριξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας ελήφθησαν κατ’ ουσίαν την προηγούμενη εβδομάδα, στη συνεδρίαση της επιτροπής των μονίμων αντιπροσώπων (Coreper) όπου η Αθήνα καταχώρισε στα πρακτικά και εθνική δήλωση, φωτογραφίζοντας την Τουρκία ως τρίτο υπό ένταξη κράτος-μέλος που θα μπορεί να συμμετέχει στον εν λόγω μηχανισμό υπό προϋποθέσεις. Εκείνο που σε πρώτο χρόνο πέτυχε η Ελλάδα ήταν να υιοθετηθούν σημαντικές ασφαλιστικές δικλίδες σύμφωνα με τις οποίες απαιτείται ομοφωνία για την τελική σύναψη συμφωνίας ΕΕ – τρίτης χώρας, υπό τον όρο, μάλιστα, ότι για τη συμμετοχή τρίτης χώρας στο ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα θα πρέπει να υπάρχει σύμπνοια με τις βασικές αρχές της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), ευθυγράμμιση με τις θεμελιώδεις αξίες και αρχές της ΕΕ και σύμπλευση με τα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας των κρατών-μελών.
Η απειλή του «βέτο»
Σε αυτό το πλαίσιο και έχοντας στο χέρι την εν λόγω διπλωματική προεργασία, ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να επανενεργοποιήσει στο παρόν μομέντουμ – εν αναμονή αποφάσεων στην Ευρώπη και με το ελληνοτουρκικό ΑΣΣ να είναι προ των πυλών – την ανάκληση του casus belli από πλευράς Αγκυρας, σημειώνοντας, μάλιστα, ότι σκοπεύει να το θέσει εκ του σύνεγγυς και στον τούρκο πρόεδρο.
Με αυτή την κίνηση η Αθήνα, που ανοίγει την αυλαία για μια κορυφαία διπλωματική μάχη, επιδιώκει αφενός να αναδείξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο το παράδοξο του να χρηματοδοτείται μια χώρα από την ΕΕ, η οποία απειλεί με πόλεμο ένα κράτος-μέλος, σε περίπτωση που αυτό ασκήσει ένα νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμά του, την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο στα 12 ν.μ., το οποίο και απορρέει από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Και αφετέρου να αναδείξει εκ νέου, ενώπιον της Ευρώπης, το ζήτημα του casus belli, προειδοποιώντας χωρίς να το λέει ρητά με την άσκηση του «βέτο», όταν θα κληθεί πλέον να επικυρώσει η Ελλάδα την όποια μελλοντική συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας με φόντο τα αμυντικά. Παρότι, βεβαίως, η ανάκληση του casus belli, που ζήτησε δημοσίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, περιλαμβάνεται σε όλες τις ετήσιες εκθέσεις προόδου της Κομισιόν για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, καθώς και στα σχετικά ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου.
Η απάντηση της «Μιλιέτ»
Ενώ δεν έχει υπάρξει ακόμη καμία επίσημη αντίδραση από πλευράς Τουρκίας, η συζήτηση έχει ανοίξει στην Αγκυρα που εκπέμπει τα δικά της μηνύματα. Ενδεικτικό είναι χθεσινό δημοσίευμα στη «Μιλιέτ», στο οποίο αναφέρεται ότι το casus belli δεν αφορά «απειλή», αλλά «προειδοποίηση», ενώ γίνεται λόγος για «εμμονή της Ελλάδας» όσον αφορά την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ., και για «χρόνια ψύχωση» που αποτελεί προϊόν «ευρωπαϊκής ενθάρρυνσης και στήριξης από τις ΗΠΑ». Το άρθρο τιτλοφορείται «η ελληνική ύπουλη συμπεριφορά που μεταμφιέζεται σε φιλία» και σε αυτό γίνεται επίσης αναφορά σε προηγούμενο αίτημα του έλληνα πρωθυπουργού το 2021 για άρση του casus belli, το οποίο περιγράφεται ως «μια απολύτως αλαζονική στάση».
Νέα κόντρα
Την ίδια ώρα, νέα κόντρα με αφορμή τη δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη περί άρσης του casus belli εν όψει του SAFE ξέσπασε μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επισημαίνει πως θεωρεί αδιανόητο να δηλώνει ο Πρωθυπουργός ότι ο όρος για την είσοδο της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα είναι η άρση του casus belli, κάτι που, όπως εκτιμά ο Νίκος Ανδρουλάκης, θα μπορούσε ακολούθως να επανέλθει. Για «απλοϊκό επιχείρημα» επέκρινε τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, εξηγώντας πως η διαχείριση του εν λόγω ζητήματος από πλευράς κυβέρνησης είναι «ιδιαιτέρως σοβαρή και επιτυχής», με τον Πρωθυπουργό να βάζει «το εθνικό συμφέρον μπροστά» και να στοχεύει στο «αποτέλεσμα».