Τρεις κρίσεις σε μία

Η εβδομάδα που πέρασε κατέγραψε τουλάχιστον δημοσκοπικά μια μερική ανάταξη του κυβερνώντος κόμματος και μια συνέχιση της δίνης στα κεντροαριστερά του πολιτικού τόξου, πλην Πλεύσης Ελευθερίας που διατηρεί στοιχεία ανθεκτικότητας.

Κι όμως, μια αξιοσημείωτη μερίδα αναλυτών επιμένουν πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι σε φάση πολλαπλών ταυτόχρονων κρίσεων, τουλάχιστον τριών, όπως κατέδειξαν τα ευρήματα της «Ακτινογραφίας των Ψηφοφόρων», της έρευνας του Ινστιτούτου Eteron (σε συνεργασία με την aboutpeople): κρίση εμπιστοσύνης, κρίση αντιπροσώπευσης, κρίση ταυτοτική και ιδεολογική, όπως αναφέρει ο δρ Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Αντώνης Γαλανόπουλος. «Από τις τρεις κρίσεις, οι δύο αφορούν το σύνολο του πολιτικού συστήματος και η τρίτη τις λεγόμενες “προοδευτικές” δυνάμεις ή τις κομματικές δυνάμεις που τοποθετούνται στην πολιτική τοπογραφία από το ΠΑΣΟΚ και προς τα αριστερά», συμπληρώνει.

Δυσπιστία σε οκτώ θεσμούς

Η κρίση εμπιστοσύνης αφορά τους σημερινούς θεσμούς. Ενα σοβαρό θέμα που οφείλει το σύνολο του πολιτικού σκηνικού να δει σοβαρά και αφορά τη δυσπιστία των πολιτών σε οκτώ θεσμούς, ανάμεσά τους (πάντα βάσει του Eteron) την Προεδρία της Δημοκρατίας, τον θεσμό του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, το κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα, τη Δικαιοσύνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις ανεξάρτητες Αρχές. Σύμφωνα με μια ανάγνωση, η κρίση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη έχει παροξυνθεί από τα Τέμπη και τις παλινωδίες ή και καθυστερήσεις που καταγράφονται και με ευθύνη του πολιτικού προσωπικού και κυρίως της κυβέρνησης.

Η εμπιστοσύνη αφορά αναπόφευκτα και το ερώτημα για τη σημερινή δημοκρατία. Παρότι υπάρχει μεγάλο θέμα, με δυσπιστία στη λειτουργία και σε πλευρές της, οι αναλυτές δεν διαβάζουν συνολική αμφισβήτηση στον πυρήνα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, παρότι τέτοιες απόψεις κυρίως συγκεντρώνονται σε σχηματισμούς δεξιά της Δεξιάς σήμερα.

Τα ζωτικά ερωτήματα

Η επόμενη κρίση, αυτή της αντιπροσώπευσης, εφάπτεται πιο έντονα στα ζωτικά ερωτήματα του πολιτικού σκηνικού. Απουσία εναλλακτικού κυβερνητικού πόλου, συνεχιζόμενο περιβάλλον του ενάμισι κόμματος, αποχή που αγγίζει μεταπολιτευτικά τα υψηλότερα νούμερα είναι μερικά μόνο από τα σημερινά στοιχεία που συνάδουν με μια κρίση τέτοιου τύπου.

Στο ερώτημα «Ποιος θα μπορούσε να διασφαλίσει περισσότερο ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα και τους πολίτες της;» 28,5% των ερωτωμένων απάντησαν η Κεντροδεξιά/Δεξιά, 32,1% η Κεντροαριστερά/Αριστερά και 34% Κανένας (έναντι 27,6% το 2023). Μπορεί η Κεντροαριστερά να έχει προβάδισμα, μα οι αναλυτές στέκονται στο ότι ο Κανένας συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό και άρα αυτό επιβεβαιώνει την κρίση αντιπροσώπευσης. Εδώ, κανείς θα μπορούσε να σημειώσει πως καταγράφεται η κρίση του κομματικού συστήματος, η αποστοίχιση από τα κόμματα ως έμφορτες προτάσεις εξουσίας και άρα ένα διαφαινόμενο κενό και μια ασυνέχεια που μπορεί να επιφέρει μια έντονη και διαρκή πολιτική κρίση ή ακόμη και ανάδυση νέων αντιπολιτικών ρευμάτων. Μια άλλη πάλι προσέγγιση θέλει αυτό ακριβώς το περιβάλλον, μερικής ασυνέχειας με το τωρινό πολιτικό σκηνικό, να είναι γόνιμο για νέους σχηματισμούς αποδεσμευμένους από το κυρίαρχο μπλοκ (πολλοί εντοπίζουν την άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας στην απόστασή της από τα κυρίαρχα σημερινά κόμματα).

Τα ιδεολογικά παράδοξα

Η τρίτη κρίση είναι ταυτοτική και παρότι διαπερνά όλους τους χώρους είναι πιο αξιοσημείωτη στα κόμματα που αναφέρονται ως αριστερά – κεντροαριστερά. «Ορισμένα παράδοξα σημεία έχουν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη με την παρατήρηση ότι ψηφοφόροι που ταυτίζονται με ιδεολογικούς προσδιορισμούς της (Κεντρο)αριστεράς εμφανίζονται ως δυνητικοί ψηφοφόροι κομμάτων της Κεντροδεξιάς ή ακόμα και της Ακροδεξιάς ή την αυξημένη παρουσία πολιτών με συντηρητικό ή/και εθνικιστικό σύνολο ιδεών στο σώμα των δυνητικών ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας», γράφει ο δρ Αντώνης Γαλανόπουλος με αφορμή την προαναφερόμενη έρευνα του Eteron. Κι όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου και οι μετατοπίσεις είναι πιο εύκολες – απόδειξη και των πιο χαλαρών πια ταυτίσεων των πολιτών –, αλλά την ίδια ώρα η κύρια μετατόπιση που παρατηρείται είναι πως η πρώτη επιλογή των πολιτών είναι η σοσιαλδημοκρατία (20,9%), ενώ το 2023 ήταν ο φιλελευθερισμός. Κάτι εξόχως ενδιαφέρον αφού η παραπάνω τάση δεν μεταφράζεται σε μια μαζική ροπή προς έναν πολιτικό σχηματισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Κοινώς, δεν υπάρχει πολιτικός καρπωτής ενός – παρ’ όλα αυτά – υπαρκτού και ισχυρού ρεύματος.

Παράλληλα, μια σειρά αντιφάσεων εντοπίζονται κυρίως σε όσους αυτοπροσδιορίζονται κεντροαριστεροί/αριστεροί που μοιάζουν πια θετικοί με την έννοια της ανταγωνιστικότητας ή δηλώνουν οι ίδιοι υλικά και ταξικά πως ανήκουν στη μεσαία τάξη ή στέκονται σκεπτικιστικά στις μαζικές ροές μεταναστών για τη χώρα μας. Αντιφάσεις που καταγράφονται στο εσωτερικό όλων των ρευμάτων αλλά διαμορφώνουν το πρελούδιο μιας νέας εικόνας για την ταυτότητα του μέσου κεντροαριστερού. Ενα ακόμη σημείο που επιτείνει τις περιγραφόμενες κρίσεις, στον βαθμό που τα σημεία αυτά δεν θα τα επεξεργαστούν επαρκώς και με σοβαρότητα οι πολιτικές δυνάμεις.