
Ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία. Με βασικό agent provocateur (στην κυριολεξία) τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τα πράγματα έχουν έλθει πάνω κάτω. Ο νέος πρόεδρος κατόρθωσε στις 100 πρώτες ημέρες της προεδρίας του να συνταράξει το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Και παρά το γεγονός ότι σήμερα έχει πάρει πίσω σχεδόν όλα τα ακραία μέτρα δασμών που υποστήριζε στις πρώτες μέρες του, το κακό έχει γίνει. Αφού μάλιστα το φόβητρο μιας επαναφοράς στις ακραίες θέσεις του δεν έχει οριστικά υποχωρήσει, αλλά απλά αναβληθεί, η επιφυλακτικότητα των αγορών παραμένει. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι ο Τραμπ με τις συνεχείς κυβιστήσεις του έχει επηρεάσει το παγκόσμιο σύστημα για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία σε τέτοια έκταση. Αλλά δεν επηρέασε μόνο οικονομικά την παγκόσμια σφαίρα. Οι παρεμβάσεις του στα διεθνή πολιτικά πράγματα, κυρίως στον πόλεμο στην Ουκρανία και στη Γάζα, έχουν κι εκεί τις επιπτώσεις τους. Η προτίμησή του δε να αγνοεί την Ευρώπη και να συνεννοείται μόνο με τα επί μέρους κράτη που συναπαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησής του στα διεθνή θέματα. Και στον μεν πόλεμο της Ουκρανίας είναι σαφής η μεροληπτική του στάση υπέρ του επιτιθεμένου, που αναγκάζει τον ουκρανό ηγέτη σε υποχωρήσεις, στη δε Λωρίδα της Γάζας το σουρεαλιστικό του όραμα για μια μετεξέλιξή της σε Μεσογειακή Φλόριντα αποτελεί ένα αποκορύφωμα φαντασιοπληξίας, που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία. Για να μην αναφερθούμε στα ανεδαφικά σχέδιά του για προσάρτηση του Καναδά, ως της 51ης Πολιτείας, και της Γροιλανδίας, που σήμερα εξακολουθεί να είναι τμήμα της Ευρώπης.
Τεκτονικές αλλαγές
Αλλά και στα «καθ’ ημάς» συμβαίνουν τεκτονικές αλλαγές. Η πολιτική της Τουρκίας, του επιτήδειου ουδέτερου, φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Ο γείτονάς μας φαίνεται να αμείβεται για την προσκόλλησή του στη Ρωσία, σε μια στιγμή που η χώρα αυτή είχε μεταβληθεί σε διεθνή παρία. Μάλιστα έχει κατορθώσει να μεταβληθεί σε απαραίτητο διαμεσολαβητή ανάμεσα στους εμπολέμους. Οταν γράφονται αυτές οι γραμμές, στην Κωνσταντινούπολη συνέρχονται οι αντιπροσωπείες των εμπολέμων, χωρίς την παρουσία των κυρίως πρωταγωνιστών του, κι έτσι δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε τα αποτελέσματά τους. Πάντως το γεγονός ότι είναι αντιπροσωπείες όπου δεν εκπροσωπούνται οι εμπλεκόμενες ηγεσίες, και πραγματοποιούνται ενώ τα όπλα δεν έχουν σιγήσει, δεν αποτελεί καλό οιωνό για την έκβασή τους. Το γεγονός, πάντως, παραμένει ότι η Τουρκία έχει εκμεταλλευθεί στο έπακρο την παρουσία της σε μια στρατηγική περιοχή, για να αυξήσει σημαντικά την επιρροή της, ως μιας δύναμης περιφερειακής που αναμειγνύεται στα μεγάλα διεθνή προβλήματα. Και έτσι της συγχωρούνται τα πλημμελήματά της ή τα κακουργήματά της μιας διαρκούς κατάληψης του 35 (τουλάχιστον) τοις εκατό του κυπριακού εδάφους ή η ενεργή ανάμειξή της στη Συρία και στη Λιβύη.
Τέλος, η πολύ πρόσφατη απόφαση του PΚΚ να σταματήσει τη στρατιωτική του δράση και να αφοπλιστεί, και με την παρέμβαση του ιστορικού ηγέτη του, Οτσαλάν, αποτελεί μια μείζονα νίκη του Ερντογάν, καθώς τον απαλλάσσει από τον μεγάλο εσωτερικό βραχνά της παρουσίας μιας ένοπλης δυναμικής ομάδας, που προσπαθούσε να δημιουργήσει το ανεξάρτητο Κουρδιστάν. Αυτό το γεγονός απελευθερώνει τον τούρκο ηγέτη από ένα σοβαρό μέλημα, και περιορίζει σημαντικά τις δεσμεύσεις του στο εσωτερικό, για μια ενότητα του τουρκικού κράτους. Το οποίο ανεμπόδιστα πλέον μπορεί να συνεχίσει τον διεθνή ρόλο του, παρά τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις έχει εκ μέρους κρίσιμων δυνάμεων, όπως είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Τι θα έκανε σήμερα
Στο υποθετικό ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε, ποια θα ήταν η πολιτική ενός εκλιπόντος πλέον πολιτικού, που διαμόρφωσε για χρόνια την ελληνική εξωτερική πολιτική, του Θ. Πάγκαλου, εάν βρισκόταν εν ζωή και είχε τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής μας, η απάντηση θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Πρώτα απ’ όλα ο Πάγκαλος δεν υπήρξε μόνος. Ηταν, παράλληλα με αυτόν, ο πρωθυπουργός, ο αείμνηστος Κ. Σημίτης, κέρβερος πραγματικός και πολλές φορές διαμορφωτής των αποφάσεων, ο υπουργός αναπληρωτής Γ. Παπανδρέου, που έπαιζε κι αυτός τον ρόλο του στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, και τέλος ο υφυπουργός Γ. Κρανιδιώτης, ο οποίος, παρά την υποδεέστερη θέση του, υπήρξε ο κύριος μοχλός στην προσέγγιση με την Τουρκία, εφόσον απολάμβανε την προσωπική φιλία με τον Πάγκαλο, και είχε την αμέριστη συναίνεση του Κ. Σημίτη. Να μην ξεχνάμε ότι έργο του Κρανιδιώτη υπήρξε η επίτευξη συμφωνίας για την Τελωνειακή Ενωση με την ΕΕ, και ότι είναι από τους κύριους αρχιτέκτονες της ένταξης της Κύπρου στον ευρωπαϊκό αυτόν Οργανισμό.
Κατά συνέπεια πιστεύω ότι στις παρούσες συνθήκες ο Πάγκαλος θα ήταν υποχρεωμένος να προσεγγίσει την Τουρκία και να τείνει χέρι φιλίας, με την ελπίδα ότι αυτό θα αποτελούσε μονόδρομο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και με την ελπίδα ότι παρά την αυξημένη διεθνή επιρροή της η Τουρκία θα αντιλαμβανόταν το συμφέρον της για μια τελική επίλυση των εκκρεμοτήτων της με την Ελλάδα, που θα την απάλλασσε από μια επιπλέον αντιπαράθεση που την εμποδίζει να κάνει ορισμένες ενέργειες στη διεθνή σκηνή, κυρίως στην ευρωπαϊκή.
Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας
Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην
υφυπουργός Εξωτερικών