Όταν κοιτάς από ψηλά

Μια τριάδα που άφησε το στίγμα της: Λιτοφτσένκο, Σάβιτσεφ και Προτάσοφ

Η ιστορία των ποδοσφαιρικών ομάδων όσο λαμπρή και έναν είναι, όσο και χιλιοτραγουδισμένη κι αν είναι έχει πάντα στιγμές ύφεσης. Στιγμές που την κράτησαν ζωντανή η συσπείρωση/αγάπη των οπαδών της, οι οποίοι ήταν πάντα στο πλευρό της. Οπως έγινε και με τον Ολυμπιακό, όταν πέρασε τα απευκταία «πέτρινα χρόνια». Για τους παλιούς, η δεκαετία 1987-1997 είναι γνωστή ως τα «πέτρινα χρόνια» του Θρύλου. Ο λόγος ήταν διότι οι Ερυθρόλευκοι το παραπάνω διάστημα δεν κατάφεραν να κερδίσουν το πρωτάθλημα με την ομάδα ανά περιόδους να βρίσκεται στο χείλος της διάλυσης. Ακόμα και τότε όμως είχε ποδοσφαιριστές, που με τις επιδόσεις τους και την αξία τους κράτησαν όρθιο τον Ολυμπιακό και πρόσφεραν στιγμές απόλαυσης στα εκατομμύρια των οπαδών του.

Σ’ αυτούς ανήκουν τα «Σοβιετικά Mig», ήτοι Προτάσοφ, Λιτόφτσενκο και Σάβιτσεφ ή αν προτιμάτε Προτάσοφ, Σάβιτσεφ και τέλος ο Λιτόφτσενκο, κατά σειρά άφιξης στο μεγάλο Λιμάνι (1990 – 1991). Για την άφιξή τους, η οποία προκάλεσε αίσθηση σε εχθρούς και φίλους των Ερυθρολεύκων, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο τότε τεχνικός του Ολυμπιακού Ολεγκ Μπλαχίν.

Ή μεταγραφή – έκπληξη του Προτάσοφ προέκυψε στο απόγειο της καριέρας του και ενώ αποτελούσε μήλον της Εριδος μεγάλων ευρωπαϊκών κλαμπ

Δαντελένιο φορ

Ο Ολεγκ Βαλερίγιοβιτς Προτάσοφ (4 Φεβρουαρίου 1964), γεννήθηκε στο Ντνίπρο της Ουκρανίας. Ξεκίνησε να αγωνίζεται από την ηλικία των 8 ετών, όταν η τοπική ομάδα του τον ενέταξε στις ακαδημίες της. Στις μικρές ομάδες αγωνίστηκε μέχρι το 1981, όταν εντάχθηκε στην ανδρική ομάδα. Με την φανέλα της Ντνίπρο αγωνίστηκε με επιτυχία μέχρι το 1987, κατακτώντας μία φορά το πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ενωσης (1983) ενώ αναδείχθηκε επίσης τρεις συνεχόμενες φορές (1985, 1986, 1987) πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και καλύτερος σοβιετικός ποδοσφαιριστής το 1987. Στη συνέχεια μεταγράφηκε στην Ντιναμό Κιέβου με την οποία αγωνίστηκε μέχρι το 1990, κατακτώντας μία φορά το πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ενωσης (1990). Ολοκληρώνοντας τη θητεία του στην Ντιναμό Κιέβου, ήταν πλέον ένας από τους καλύτερους επιθετικούς ποδοσφαιριστές στον κόσμο. Τα 125 γκολ που σημείωσε συνολικά με τις Ντνίπρο και Ντιναμό Κιέβου, τον κατέταξαν στη θέση του όγδοου σκόρερ όλων των εποχών στο πρωτάθλημα της χώρας του.

Η πραγματοποίηση της μεταγραφής του, στο απόγειο της καριέρας του και ενώ αποτελούσε μήλον της έριδος μεγάλων ευρωπαϊκών κλαμπ – Φιορεντίνα, Γιουβέντους – έφερε ενθουσιασμό στο ερυθρόλευκο στρατόπεδο, με ορίζοντα το ιερό δισκοπότηρο της κούπας. Αλλά πολλοί άλλοι λόγοι αγωνιστικοί και εξωαγωνιστικοί, δεν τον άφησαν να κατακτήσει τον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας. Στα τέσσερα χρόνια που αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό, δεν κατάφερε να κατακτήσει πρωτάθλημα, κατέκτησε όμως μία φορά το Κύπελλο Ελλάδας (1992) και το Σούπερ Καπ Ελλάδας (1992). Δεν το κατέκτησε ως ποδοσφαιριστής, το κατέκτησε όμως ως προπονητής του Ολυμπιακού, το 2003. Ο λόγος για το 7ο σερί ερυθρόλευκο πρωτάθλημα, που ουσιαστικά το έδωσε το 3-0 επί του Παναθηναϊκού, στη Ριζούπολη. Συνολικά με τη φανέλα του Ολυμπιακού συμμετείχε σε 83 αγώνες και σημείωσε 48 γκολ.

Μεσοεπιθετικός από τους λίγους, κρυφό και συνάμα δαντελένιο φορ, ο Ολεγκ Προτάσοφ, μεταξύ άλλων στις 8 Απριλίου του 1992, με το γκολ- πέναλτι που έβαλε σε νεκρό χρόνο, έδωσε την πρόκριση στον Ολυμπιακό επί του Παναθηναϊκού, για τον θεσμό του Κυπέλλου. Νωρίτερα στην πρώτη αγωνιστική του πρωταθλήματος της σεζόν 1991-92, ο Ολυμπιακός υποδεχόταν την ΑΕΚ, στο Καραϊσκάκη. Οι Πειραιώτες νίκησαν με 4-2, με χατ-τρικ του Ολεγκ και ένα του Τσιαντάκη.

Σέντερ φορ της Σοβιετικής Ενωσης στον τελικό του EURO 1988 της Γερμανίας. Και ποιος το περίμενε λίγο μετά σέντερ φορ του Ολυμπιακού των «πέτρινων χρόνων». Ο απίθανος Ολεγκ Προτάσοφ!

«Δανδής» από τη Μόσχα

Το δεύτερο Mig που πάτησε το πόδι του στο λιμάνι ήταν ο Γιούρι Σάβιτσεφ.  Γεννήθηκε στις  13 Φεβρουαρίου του 1965 στη Μόσχα. Ρωσικής καταγωγής, αγωνίστηκε στην Τορπέντο Μόσχας την περίοδο 1985-1990 σημειώνοντας 47 γκολ και είναι 8ος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου. Το 1990 ο Ολεγκ Μπλαχίν τον έφερε στον Ολυμπιακό μαζί με τον Προτάσοφ (και τον Λιτόφτσενκο λίγο αργότερα) και έως το 1992 που παρέμεινε στους Ερυθρόλευκους, πέτυχε 17 γκολ σε 45 αγώνες.

Ανήκει στο Grigory Fedotov Club το οποίο είναι ανεπίσημος τίτλος τιμής για τους Ρώσους ή Σοβιετικούς που έχουν σκοράρει πάνω από 100 επίσημα γκολ στην καριέρα τους. Εχει σκοράρει 101 γκολ (2 με την Εθνική Ρωσίας, 7 στα ευρωπαϊκά Κύπελλα, 47 στο ρωσικό πρωτάθλημα, 8 στο ρωσικό Κύπελλο και 37 με ομάδες του εξωτερικού).

Συμμετείχε με την Εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ενωσης στην Ολυμπιάδα της Σεούλ το 1988. Στον τελικό απέναντι στη Βραζιλία των Ρομάριο, Μπεμπέτο, Ταφαρέλ, ο Γιούρι Σάβιτσεφ που είχε μπει ως αλλαγή, σημείωσε στο 103ο λεπτό το γκολ της νίκης (2-1) για τη Σοβιετική Ενωση κερδίζοντας το χρυσό μετάλιο μπροστά σε 73.000 θεατές.

Δεν έμεινε πολύ στον Ολυμπιακό, αλλά με την απόδοσή του και τα γκολ του έγινε αγαπητός στον κόσμο των Πειραιωτών. Ο Σάβιτσεφ έκανε το ντεμπούτο του στις 23 Σεπτεμβρίου του 1990 κόντρα στον Λεβαδειακό (3-0), ενώ το πρώτο του γκολ το σημείωσε απέναντι στον Πανσερραϊκό τη επόμενη αγωνιστική (2-2 το τελικό σκορ), όπως και το τελευταίο του στις 10 Μαΐου του 1992. Δυστυχώς για τον ίδιο, βρέθηκε στον Ολυμπιακό στα δυσκολότερα χρόνια και κατάφερε να κατακτήσει μονάχα ένα Κύπελλο. «Δανδής» επιθετικός, αέρινος, γνώριζε τα μυστικά της στρογγυλής θεάς και έβαλε και αυτός το λιθαράκι του στην ιστορία του Θρύλου.

O Λιτόφτσενκο ντύθηκε στα ερυθρόλευκα σε ηλικία 28 ετών τον Ιανουάριο του 1991, με αποτέλεσμα να γίνει το τελευταίο από τα τρία Mig που έπαιξαν στον Ολυμπιακό στις αρχές της δεκαετίας του ’90

Το «μηχανάκι»

Ο Γκενάντι Βλαντιμίροβιτς Λιτόφτσενκο (γεννήθηκε στην πόλη Ντνιπροτζέρσινσκ της πρώην Σοβιετικής Ενωσης στις 11 Σεπτεμβρίου 1963) έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στις ακαδημίες της Ντνίπρο Ντνιπροπετρόφσκ, στις οποίες βρισκόταν από το 1975. Το 1981 προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα και σε ηλικία 18 ετών υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Στην ομάδα παρέμεινε μέχρι τα τέλη του 1987, μετρώντας συνολικά 183 εμφανίσεις και πετυχαίνοντας και 36 γκολ. Το 1984 ανακηρύχθηκε ως ο καλύτερος ουκρανός ποδοσφαιριστής της σεζόν. Με την Ντνίπρο Ντνιπροπετρόφσκ κατάφερε να κατακτήσει ένα πρωτάθλημα και ένα Λιγκ Καπ της πρώην Σοβιετικής Ενωσης (1983 και 1986 αντίστοιχα). Τον Ιανουάριο του 1988 πήρε μεταγραφή στην Ντιναμό Κιέβου. Στην ομάδα του Κιέβου παρέμεινε για δύο αγωνιστικές περιόδους όντας μόνιμο στέλεχος της βασικής ενδεκάδας της. Συγκεκριμένα, πραγματοποίησε 82 εμφανίσεις και πέτυχε 20 γκολ, ενώ σε συλλογικό επίπεδο κατάφερε και κατέκτησε το πρωτάθλημα αλλά και το Κύπελλο Σοβιετικής Ενωσης του 1990.

Ο Λίτο, όπως τον αποκαλούσαν, ντύθηκε στα ερυθρόλευκα σε ηλικία 28 ετών τον Ιανουάριο του 1991, με αποτέλεσμα να γίνει το τελευταίο από τα τρία Mig που έπαιξαν στον Ολυμπιακό στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Στην Εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ενωσης, παίζοντας ως χαφ, αποτελούσε το «μηχανάκι» της εξαιρετικής αυτής ομάδας. Υποδειγματικός στην άμυνα και μοναδικός να βγάζει την μπάλα μπροστά, δίνοντας βοήθειες στο επιθετικό – δημιουργικό κομμάτι, δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για γκολ. Σε αυτά να προσθέσουμε και το αρκετά δυνατό σουτ που είχε.  Στην ομάδα του Πειραιά παρέμεινε μέχρι το 1993, ενώ το 1992 κατάφερε να κατακτήσει με την ερυθρόλευκη φανέλα το Κύπελλο Ελλάδας.

Ενώ είχε προσφέρει στο πιάτο αρκετά γκολ στους συμπαίκτες του, τελικά κατάφερε να βρει δίχτυα ύστερα από περίπου πέντε μήνες παρουσίας του στον Ολυμπιακό. Συγκεκριμένα στις 19 Μαΐου 1991 σε ένα 3-0 επί της ΑΕΚ. Σε γενικές γραμμές δεν σημείωσε πολλά τέρματα με τη φανέλα των Πειραιωτών. Σε σύνολο 86 αγώνων, κατάφερε να βρει τον δρόμο προς τα δίχτυα 15 φορές. Το δε τελευταίο του γκολ το πέτυχε κόντρα στον Παναθηναϊκό, σε ένα διπλό στο ΟΑΚΑ με 3-2 στις 2 Μαΐου 1993, που ήταν ουσιαστικά και ένα από τα τελευταία του παιχνίδια με τα ερυθρόλευκα.

Ποδοσφαιριστής που δεν «προκαλούσε» με την παρουσία του στον αγωνιστικό χώρο αλλά άντε να του πάρεις την μπάλα. Ποδοσφαιριστής της παλιάς καλής σοβιετικής σχολής, όπου η ουσία είναι η ομαδικότητα και όχι η ατομικότητα. Υπηρετούσε το σύνολο και όχι τον εαυτό του.