
Η πρώτη ήταν η κορυφαία πρωταθλήτρια στις μεγάλες αποστάσεις, μαραθωνοδρόμος της πισίνας, θηλυκός Σπύρος Γιαννιώτης, με τη δεύτερη να είναι η ελληνίδα Madame Butterfly της ελληνικής κολύμβησης.
Και οι δύο είναι οι κορυφαίες (με διαφορά) κολυμβήτριες στην ιστορία του Ολυμπιακού (με 43 χρυσά μετάλλια σε πανελλήνια πρωταθλήματα και μεγάλες διακρίσεις στο εξωτερικό) και από τις καλύτερες όλων των εποχών γενικότερα στην ελληνική κολύμβηση.
Με τη Σοφία Δάρα να μετράει 26 χρυσά μετάλλια σε πανελλήνια πρωταθλήματα, όσα και η Κάτια Σαρακατσάνη, και να είναι πίσω μόνο από τις Μαριάνα Λυμπερτά, Νόρα Δράκου και Τόνια Μαχαίρα, ενώ η Ελλη Ρουσσάκη μέτρησε 17 χρυσά μετάλλια.
Εάν γνώριζε τότε που αγωνιζόταν αυτά που έμαθε αργότερα, όταν την κέρδισαν η Ιατρική και η Διατροφολογία, και μπορούσε να τα εφαρμόσει στην ίδια, θα ήταν σε άλλο επίπεδο.
Ο πατέρας της Σοφίας, ο αείμνηστος Βασίλης Δάρας, την… έριξε στο νερό σε ηλικία μόλις τριών ετών, δεμένη με ένα σκοινί απ’ έξω
Σε λάθος εποχή
«Εχεις γεννηθεί, κορίτσι μου, σε λάθος εποχή και σε λάθος χώρα» της έλεγαν πολλές φορές στο εξωτερικό, καθώς τα προσόντα και ο δυναμισμός της ήταν στοιχεία που την έκαναν να ξεχωρίζει, αλλά αναγκαζόταν πολλές φορές να κολυμπάει ακόμα και τραυματισμένη.
Στη δεκαετία του 1970 που μεσουράνησε, οι γνώσεις περί σωστής προετοιμασίας για τους αγώνες, αλλά και για την αποκατάσταση των αθλητών και αθλητριών ύστερα από αυτούς, ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, ιδιαίτερα στη χώρα μας, και πολλά ταλέντα πήγαν χαμένα.
Ο πατέρας της, ο αείμνηστος Βασίλης Δάρας, την… έριξε στο νερό σε ηλικία μόλις τριών ετών, δεμένη με ένα σκοινί απ’ έξω, αρχικά στο Ρέστειο, με θαλασσινό νερό τότε, και αργότερα στον «ναό» της ελληνικής κολύμβησης για δεκαετίες, το Ολυμπιακό Κολυμβητήριο στο Ζάππειο. Ηδη είχε βάλει στο νερό και τα μεγαλύτερα αδέλφια της, την Κάτια και τον Χρήστο, αλλά με απαράβατο κανόνα «πρώτα τα μαθήματα και οι σπουδές σας».
Τρελός Ολυμπιακός ο μπαμπάς (ο οποίος έχει γράψει και βιβλίο για τη Σοφία με τίτλο «Αθλήτρια και επιστήμων»), δεν θα μπορούσε να μη φορέσει το ερυθρόλευκο σκουφάκι και η Σοφία, και ας είχε πέσει σε άσχημη περίοδο με τα διοικητικά, με αποτέλεσμα για ένα διάστημα να μετακομίσει στον Εθνικό ΓΣ. Ωστόσο για τον Ολυμπιακό έδινε και την ψυχή της, έχοντας κολυμπήσει σε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στην Καλαμάτα (ύστερα από Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Εκουαδόρ, όπου είχε πάρει τη 10η θέση) ενώ ήταν ήδη στο πρώτο έτος της Ιατρικής. Την έφεραν άρον άρον από την Αγγλία για να κολυμπήσει και ένα ακόμα πρωτάθλημα μπήκε στην τροπαιοθήκη του πιο ένδοξου συλλόγου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρασαν 40 ολόκληρα χρόνια, από το 1981 στο Σπλιτ, όπου η Σοφία Δάρα γινόταν η πρώτη ελληνίδα κολυμβήτρια που μετέχει σε τελικό (800 μ. ελεύθερο, 8η) Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, για να πανηγυρίσει η ελληνική γυναικεία κολύμβηση το πρώτο της χρυσό μετάλλιο σε αντίστοιχη διοργάνωση, με την Αννα Ντουντουνάκη το 2021 στη Βουδαπέστη, στα 100 μ. πεταλούδα. Πάντως η πρώτη αθλήτρια που άγγιξε το μετάλλιο σε Ευρωπαϊκό συμμετέχοντας και σε τελικό ήταν η Ελλη Ρουσσάκη (4η το 1987 στο Στρασβούργο στα 200 μ. πεταλούδα).
Με πολλές βαλκανικές νίκες, αλλά και με χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες της Καζαμπλάνκα το 1983 η Σοφία Δάρα είχε αναδειχθεί δύο συνεχόμενες χρονιές (1976, 1977) κορυφαία ελληνίδα αθλήτρια της χρονιάς.

Οι επιδόσεις της Ρουσσάκη και κυρίως οι επιτυχίες της ήταν εξωπραγματικές για την εποχή, όπως η 4η θέση στο Ευρωπαϊκό του Στρασβούργου το 1987 αλλά και η 6η θέση έναν χρόνο νωρίτερα, το 1986, στο Παγκόσμιο της Μαδρίτης
Το αναγκαστικό «στοπ»
Οταν κολυμπούσε μικρή, που ξημεροβραδιαζόταν στο Ζάππειο, πίσω από τα τέρματα του πόλο κάνοντας ατελείωτα χιλιόμετρα, οι υπόλοιποι έλεγαν στον πατέρα της να μην τη βάζει να κολυμπάει ελεύθερο γιατί είναι πολύ καλή και αφήνει πίσω αρκετά τα άλλα παιδιά και τους δημιουργεί ψυχολογικά θέματα!
Η Σοφία Δάρα είχε απλώς την τύχη, εκτός από τον πατέρα της, να πέσει πάνω στον παιδαγωγό προπονητή γενιών και γενιών Μάκη Χαρίτο, και αυτός τής έδωσε επίσης μεγάλη βοήθεια, αλλά στα 21 της αναγκάστηκε να σταματήσει και όχι μόνο λόγω του… σακατεμένου χεριού της από τις ενέσεις κορτιζόνης.
«Επρεπε να φάω, προερχόμουν από μια φτωχή οικογένεια. Ηταν σκληρά τα χρόνια εκείνα, όμως, κακά τα ψέματα, δεν μετάνιωσα ποτέ, δεν πιέστηκα ποτέ. Μου άρεσε πολύ αυτό που έκανα. Σταμάτησα γιατί υπήρχε όρος στην οικογένειά μου. Πάνω απ’ όλα τα μαθήματα και οι σπουδές» είχε πει σε μια συνέντευξή της στο ηλεκτρονικό περιοδικό της ΚΟΕ, εξηγώντας γιατί έφυγε από τις πισίνες τόσο νωρίς.
«Ημουν τριών ετών όταν μου έδωσαν μια ζώνη για να επιπλέω και με πέταξαν μέσα στο νερό, από το οποίο δεν βγήκα ποτέ! Η αγάπη μου ήταν παθολογική για το κολύμπι. Την Κυριακή το κολυμβητήριο στο Ζάππειο ήταν κλειστό, πήδαγα τα κάγκελα για να μπω μέσα κι έφερναν την Αστυνομία. Ηθελα να κάνω προπόνηση, δεν μπορούσα να ζήσω έξω από το νερό. Εχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που σταμάτησα, αλλά εισπράττω καθημερινά την αγάπη του κόσμου. Είμαι χορτασμένη. Ολοι με χτυπούν στην πλάτη και με συγχαίρουν για όσα πέτυχα στον χώρο. Το κολύμπι μπορεί να ήταν το πάθος μου, αλλά κολύμπησα σε μια λάθος εποχή και πιθανώς σε λάθος αγωνίσματα. Δεν υπήρχε τότε η στήριξη που έχουν σήμερα οι αθλητές και οι αθλήτριες. Ενα κολυμβητήριο είχαμε. Στο εξωτερικό με έβλεπαν κι έλεγαν “σε λάθος κράτος γεννήθηκε αυτό το παιδί”» είχε πει επίσης.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980 τη συμπεριέλαβαν τελευταία στιγμή (17 χρονών τότε) και αυτή πήρε τη 10η θέση, μια από τις καλύτερες όλης της ελληνικής αποστολής στη διοργάνωση σε όλα τα αθλήματα, ενώ ακολούθησε μια 8η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και τα τέσσερα μετάλλια – ένα χρυσό και τρία ασημένια – στους Μεσογειακούς της Καζαμπλάνκα το 1983, με το τρομερό ρεκόρ αγώνων 4.16.00 στα 400 μ. ελεύθερο, 6ος χρόνος στον κόσμο τότε, πίσω μόνο από Αμερικανίδες και Ανατολικογερμανίδες.
Στο Λος Αντζελες το 1984 το χέρι της πλέον δεν ακολουθούσε και έτσι στα 21 της αποφάσισε να αποσυρθεί και να αφοσιωθεί στην επιστήμη της, όπου έγινε και εκεί πρωταθλήτρια, βοηθώντας μάλιστα πολλές νέες κολυμβήτριες με τη διατροφολογία και όχι μόνο.
Στον Ολυμπιακό η Ελλη Ρουσσάκη κολύμπησε για 17 συναπτά έτη (1974-1991), διάστημα στο οποίο πανηγύρισε την κατάκτηση του πρωταθλήματος 16 φορές, με μοναδική απώλεια τον τίτλο του 1987 από τον ΠΑΟΚ
Η διάδοχος
Η Madame Butterfly της ελληνικής κολύμβησης, η Ελλη Ρουσσάκη, δεν ήταν απλώς ένα χαρισματικό πλάσμα, αλλά μια τρομερή κολυμβήτρια που ένωσε την παλαιότερη γενιά με τη νεότερη και δικαίως θεωρείται η διάδοχος της μεγάλης Σοφίας Δάρα.
Οι επιδόσεις της και κυρίως οι επιτυχίες της ήταν εξωπραγματικές για την εποχή, όπως η 4η θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Στρασβούργου το 1987 αλλά και η 6η θέση έναν χρόνο νωρίτερα, το 1986, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Μαδρίτης.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι συναγωνιζόταν μεταξύ άλλων και τις Ανατολικογερμανίδες, οι οποίες αποδείχθηκε (όχι μόνο στο κολύμπι) ότι συμμετείχαν σε ένα οργανωμένο κρατικό σύστημα ντόπινγκ.
Είχε την τύχη να είναι σε έναν τεράστιο σύλλογο, τον Ολυμπιακό, αλλά και να έχει περάσει από τα χέρια μεγάλων προπονητών, και ιδιαίτερα του παιδαγωγού Μάκη Χαρίτου, αλλά και του μεγάλου «μπέμπη» του ελληνικού υγρού στίβου, Δημήτρη Καρύδη, του οποίου μάλιστα ήταν και το πουλέν του και την πήγε σε άλλο επίπεδο. Αλλά και η ίδια απαρνήθηκε την Αμερική και υποτροφία από αρκετά πανεπιστήμια για να μείνει κοντά του, καθώς θεωρούσε ότι μπορεί μόνο να κερδίσει από έναν τέτοιο προπονητή, όπως και έγινε.
Ηταν κομβικής σημασίας ότι ποτέ δεν ένιωσε πίεση ούτε από τους γονείς της ούτε από τους προπονητές της, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια, ίσως επειδή η – κατά τρία χρόνια μεγαλύτερη – αδελφή της Σοφία ήταν αυτή που είχε μπει πρώτη στην πισίνα.
Ο πατέρας της δεν ήθελε να τη βάλουν στην πεταλούδα από μικρή, λόγω του ότι ήταν το πιο επίπονο στυλ, αλλά μετά τα 14 η Ελλη Ρουσσάκη καθιερώθηκε ως μια εκ των κορυφαίων στην πεταλούδα, και ιδιαίτερα στο 200άρι. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε πολλά πρωταθλήματα, αλλά έγινε και μέλος μιας τρομερής παρέας, δημιουργώντας σχέσεις ζωής σε έναν σύλλογο γεννημένο πρωταθλητή, όπως και η ίδια. Με την Εθνική ομάδα πολλές φορές ήταν η μοναδική γυναίκα της αποστολής σε μια γενιά στην οποία ξεχώριζαν επίσης ο Χαράλαμπος Παπανικολάου και ο Κρις Στήβενσον.
Στον Ολυμπιακό κολύμπησε για 17 συναπτά έτη, από το 1974 έως το 1991, διάστημα στο οποίο πανηγύρισε την κατάκτηση του πρωταθλήματος 16 φορές, με μοναδική απώλεια εκείνο τον τίτλο του 1987 από τον ΠΑΟΚ.