
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερα εγχώρια φεστιβάλ μουσικής περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους μουσικά σχήματα κοντά σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «παραδοσιακό ήχο». Αλλες διοργανώσεις που ξεκίνησαν σχετικά πρόσφατα και η δυναμική τους μαρτυρά πως σύντομα θα αποτελούν θεσμούς, δομούν την αισθητική και το περιεχόμενό τους αποκλειστικά γύρω από την παράδοση και την επιστροφή στις ρίζες. Ενας ολόκληρος κόσμος – νεολαία ως επί το πλείστον – επιστρέφει μαζικά πια στον ήχο του κλαρίνου και της λύρας, σε «χορούς κυκλωτικούς», σε εικόνες και ήχους ενός παρελθόντος που μοιάζει πια απροσδόκητα ελκυστικό. Το φεστιβάλ «ΡΙΖΕΣ ΦΕΣΤ» στην Τεχνόπολη, μετέτρεψε το πρώην εργοστάσιο φωταερίου στον Κεραμεικό σε ένα διήμερο γλέντι με παραδοσιακούς χορούς στα τέλη Μαΐου ενώ συγχρόνως κρητικά, ηπειρωτικά και ποντιακά γλέντια, για παράδειγμα, συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο νεαρόκοσμο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Τα φεστιβάλ και οι άλλες εκδηλώσεις δεν είναι η μόνη ένδειξη αυτής της τάσης. Το «πανηγύρι» είναι η κυριότερη. Δεν είναι λίγοι όσοι κανονίζουν πια τις καλοκαιρινές τους διακοπές όχι με βάση μόνο τον προορισμό ή τα ακτοπλοϊκά, αλλά με βάση τα πανηγύρια. Οσοι πάνε στα νησιά τέλη Ιουλίου, μεριμνούν να βρουν νησί με πανηγύρι στη γιορτή του Προφήτη Ηλία. Αντίστοιχα, όσοι πάνε διακοπές τον Δεκαπενταύγουστο ή της Αγίας Μαρίνας. Το παραδοσιακό, ο τσάμικος και η πεντοζάλη δεν είναι πια «φολκλόρ», αλλά προορισμός και κίνητρο· επανοικειοποιημένο κομμάτι της ταυτότητας και αναπολογητικός τρόπος διασκέδασης.
Οι νέοι επιστρέφουν μαζικά στην παράδοση, απενοχοποιημένα πια και χωρίς ταμπού, τακτικά και όχι μια-δυο φορές τον χρόνο συνδυαστικά με εκδρομή στο χωριό της γιαγιάς και του παππού. Το πανηγύρι δεν είναι πια μια εκδρομική τελετουργία, αλλά ένας αυτοσκοπός· αναζητούν τα πανηγύρια, τα επιλέγουν μέσα από τις διαθέσιμες επιλογές διασκέδασης. Τι είναι όμως αυτό που προκαλεί αυτή την «επιστροφή», αυτή τη φυγή της διασκέδασης ενός μεγάλου τμήματος της νεολαίας προς τα πίσω; Είναι κάτι θεμιτό φυσικά και εξηγείται. Η παράδοση στα μάτια και στα αφτιά των σημερινών εικοσάρηδων και τριαντάρηδων δεν έχει το βάρος του κιτς και της προγονολαγνείας με την οποία το φόρτωσε στην κοινωνική συνείδηση των προηγούμενων γενιών η στρατιωτική χούντα.
Με την παράδοση δεν σταματήσαμε φυσικά ποτέ να ασχολούμαστε. Με την παράδοση ασχολήθηκε και ο Μίκης Θεοδωράκης πειραματιζόμενος με τη βυζαντινή μουσική ή τη μικρασιατική μουσική παράδοση, αλλά και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Στο πλαίσιο της μαζικής απεύθυνσης, όμως, η διαφορά της ενασχόλησης με την παράδοση αυτών των μουσικών και της ενασχόλησης με την παράδοση σήμερα υπάρχει κάτι διακριτό που ξεχώριζε τότε, αλλά απουσιάζει τώρα: η σύνθεση. Πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια η παράδοση ήταν παρούσα μέσα από συνθετικούς πειραματισμούς που την επανανοηματοδοτούσαν μπλέκοντάς την με τα εκάστοτε τρέχοντα μουσικά είδη ή στο πλαίσιο της καταγραφής και διάσωσής της από μουσικούς και μελετητές όπως π.χ. ο Σίμων Καράς ή η Δόμνα Σαμίου. Δεν ήταν μαζική τάση και μόδα η επιλογή του πανηγυριού για διασκέδαση από τη νεολαία. Δεν ήταν προϊόν προς μαζική κατανάλωση η ατόφια παραδοσιακή μουσική χωρίς μια προσθήκη κριτικής ματιάς, αφορισμού ή συνθετικής επεξεργασίας. Τέτοια παραδείγματα εννοείται πως υπάρχουν και σήμερα αλλά δεν είναι τα επικρατούντα.
Η αποσύνδεση από την ενοχική σχέση με την παράδοση και η επιστροφή σε αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόοδος. Αυτή η ερμηνεία όμως είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Είναι άραγε επιστροφή ουσίας και σύνδεση με το πολιτισμικό βάθος του τόπου ή μαρτυρά κάτι άλλο; Οταν απουσιάζει η πρόταση, και η πολιτισμική ανανέωση, όταν επιστρέφουμε στις ρίζες όχι για να τις συνεχίσουμε αλλά για να τις ξανακατοικήσουμε σαν εξαντλημένοι ταξιδιώτες του χρόνου, σαν να νοσταλγούμε και να επιστρέφουμε εκεί αποζητώντας συναισθηματική ασφάλεια, τι είναι αυτό που νοσταλγούμε και τι ακριβώς σημαίνει αυτή η νοσταλγία; Πότε σταματά όλο αυτό να είναι αναζήτηση και ανακάλυψη του παρελθόντος και πότε γίνεται πια υπαρξιακή ανάπαυλα; Κι αν όλο αυτό μαρτυρά μια γενικότερη πολιτισμική κόπωση της κοινωνίας; Είναι πιθανό. Η παγκοσμιοποίηση και η ομογενοποίηση που προωθεί δημιουργεί αισθήματα κόπωσης συχνά και ακόμα συχνότερα αποπροσανατολισμό. Το παρόν μοιάζει χαοτικό. Αν κάνουμε ένα βήμα πίσω και δούμε τι καταναλώνει ως πολιτιστική τροφή ο μέσος Ελληνας σήμερα και τι κατανάλωνε πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, η μετατόπιση είναι εκκωφαντική. Από τις τηλεοπτικές σειρές μέχρι τη διασκέδαση η τάση είναι μία: βλέμμα προς τα πίσω και νοσταλγία.
Το σάουντρακ της χώρας
Το ανησυχητικό δεν είναι η παράδοση και η στροφή προς αυτή, ανησυχητικό είναι η παραίτηση από την πρόταση του νέου, από τη μελλοντικότητα και την αναζήτηση νέων ήχων, ακουσμάτων, ερεθισμάτων, όπως θα έγραφε ο Μαρκ Φίσερ. Η επιμονή της επιστροφής του παρελθόντος όχι ως «ζυμάρι» για να πλάσουμε κάτι νέο και μελλοντικό, αλλά ως χρονομηχανή ώστε να γυρίσουμε πίσω και να αναβιώσουμε εποχές «πιο αθώες κι αγνές» κρύβει τον κίνδυνο όλη αυτή η επιστροφή στην παράδοση να καταλήξει κεκαλυμμένος συντηρητισμός ντυμένος με ρούχο της διασκέδασης. Κρύβει τον κίνδυνο το κλαρίνο και η λύρα να καταλήξουν να είναι το σάουντρακ μιας χώρας που δεν ξέρει τι έρχεται, φοβάται να κοιτάξει μπροστά και έχει ξεχάσει να ονειρεύεται το μέλλον.