Ο πατέρας του Simon Peck, Laurence Leonard Peck, υπηρέτησε στις Ένοπλες Δυνάμεις της Αυστραλίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ένας από τους στρατιώτες που αιχμαλωτίστηκαν κατά την εκκένωση της Κρήτης.
Ο λοχίας Peck υπηρέτησε στον στρατό από το 1939 έως το 1943 και στη συνέχεια στην αεροπορία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1946. Όπως πολλοί βετεράνοι, όμως, δεν μίλησε ποτέ για τον πόλεμο όταν επέστρεψε. Γι’ αυτό σήμερα ο γιος του, Simon, προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια της άγνωστης ιστορίας του, μέσα από έγγραφα που άφησε πίσω του.
Ένα από αυτά είναι μια φωτογραφία του πατέρα του με έναν συγκρατούμενο δραπέτη και δύο άνδρες που μοιάζουν με Κρητικούς αντάρτες.
Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει περισσότερα, ο Simon παρευρέθηκε στις πρόσφατες εκδηλώσεις μνήμης της Μάχης της Κρήτης στη Μελβούρνη, για να μοιραστεί την ιστορία.
«Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα τυχαία έναν Κρητικό – δεν τον ήξερα καθόλου, αλλά πιάσαμε κουβέντα και μου είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάω στην εκδήλωση μνήμης», είπε ο Simon Peck στον «Νέο Κόσμο».
Ο Peck προσκλήθηκε να παρευρεθεί και του ζητήθηκε να μιλήσει για την ιστορία του. «Μίλησα σε μια κυρία που διοργάνωνε την εκδήλωση και της φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Ήταν σίγουρη ότι θα ενδιέφερε και το κοινό», ανέφερε.
«Μετά την ομιλία μου, ήρθαν πολλοί και μου είπαν πόσο συγκινήθηκαν και προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν».
Ανάμεσα στα έγγραφα του πατέρα του υπήρχε και ένα παράρτημα με αποσπάσματα ημερολογίου του Bdr. D. F. Spark, γνωστού και ως «Pete», όπου γίνεται αρκετές φορές αναφορά στον Peck με τα ονόματα «Lauri» και «Laurie». Σύμφωνα με το Αυστραλιανό Μνημείο Πολέμου, το πλήρες όνομα του Spark ήταν David Frey Spark.
Όταν επέστρεψε στην Αυστραλία, ο Spark δώρισε στο Μνημείο ένα πλεκτό γιλέκο που του είχε χαρίσει μια Κρητικιά. Το ενδιαφέρον είναι πως στη φωτογραφία φαίνεται να το φοράει ο Peck.
«Δεν έχω ιδέα πώς τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία. Πώς βρίσκεις φωτογράφο όταν ζεις έξι μήνες στα βουνά της Κρήτης; Και πώς επιβιώνει η φωτογραφία»; αναρωτιέται ο Simon.

Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Οι καταγραφές του Spark αποτελούν μια συγκλονιστική μαρτυρία για το θάρρος των Κρητικών και τη βοήθειά τους προς τους Συμμάχους.
Ο Spark και ο Peck αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς στις αρχές Ιουνίου 1941, αλλά απέδρασαν έπειτα από 28 ημέρες κράτησης.
Στις 28 Ιουνίου ξεκίνησαν στις 5 το πρωί και συνάντησαν έναν Έλληνα που τους έδωσε οδηγίες. Ένα μικρό αγόρι τους υπέδειξε τη διαδρομή προς τη Σούγια, όπου κατά τη διάρκεια της πορείας γυναίκες και παιδιά τους έδωσαν φαγητό και κατευθύνσεις.
Μια γυναίκα τούς οδήγησε σε ένα μικρό χωριό στην κορυφή ενός λόφου.
«Η υποδοχή ήταν τέτοια που θα νόμιζε κανείς πως ήμασταν βασιλιάδες».
Τους οδήγησαν σε ένα καθαρό σπιτάκι, τους έδωσαν σαπούνι και πετσέτες, τσιγάρα, καρέκλα για να καθίσουν στον ήλιο, ενώ ετοίμαζαν πατάτες τηγανιτές και αυγά.
Ένας Έλληνας που τον έλεγαν «Mike» και μιλούσε εξαιρετικά Αγγλικά, τους έδειξε τον δρόμο για το επόμενο χωριό. «Μας είπε πως οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει 7-8.000 αμάχους, αφού πρώτα τους ανάγκασαν να σκάψουν τους τάφους τους, επειδή πήραν τα όπλα εναντίον τους».
Την επόμενη μέρα τους έδωσε ένα γραπτό σημείωμα στα Ελληνικά, ζητώντας οδηγίες, σε μια προσπάθειά του να εξασφαλίσει ότι η ομάδα θα λάβει σωστές οδηγίες από ελληνόφωνους
«Η καλοσύνη αυτών των Κρητικών σχεδόν μας κάνει να δακρύσουμε».
Ο Spark αρρώστησε και οι ντόπιοι τον φρόντισαν με γλυκά, ρόφημα με αλκοόλ και «ειδικό» ξερό ψωμί με σούπα. «Θέλαμε να μείνουμε, αλλά δεν θέλαμε να τους θέσουμε σε κίνδυνο», γράφει.
«Είναι άδικο. Κι όμως, δεν δείχνουν να φοβούνται».
Στις 7 Ιουλίου, τους έφεραν ένα ζευγάρι μπότες που «ίσως να κάνει στον Lauri» και τσιγάρα. Το ίδιο βράδυ επέστρεψαν στο «σπίτι» τους, όπου βρήκαν τρία γεύματα να κρέμονται από ένα δέντρο, σαν «χριστουγεννιάτικα δώρα».
«Και ξαφνικά ο Lauri αναφώνησε. Είχε βρει ένα μπουκάλι κρασί».
Στις 25 Ιουλίου, άκουσαν νέα από τα Χανιά: οι Γερμανοί ετοιμάζουν εκκαθάριση στο νησί. Άγγλοι εκτελούνται, ενώ Κρητικοί μεταφέρονται στη Γερμανία για αγροτικές εργασίες.
Αποφασίζουν να φύγουν, με τη βοήθεια δύο Κρητικών, του Γιώργου και του Πάνε. Ένας ηλικιωμένος ιερέας τους προσφέρει μια βάρκα.
«Είμαι σίγουρος ότι θα μας φροντίσουν, όπως έκαναν και τον τελευταίο μήνα».
Γυναίκες με τα ονόματα Μαβή, Μπλάζ και Όλγα συνεχίζουν να τους βοηθούν, όμως αργότερα τούς λένε ότι ο πατέρας τους δεν τους επιτρέπει να φύγουν.
Στις 30 Αυγούστου, μεταφέρονται σε άλλο σπίτι όπου και πάλι τους πρόσφεραν φαγητό και κρασί.
«Ήταν εξαιρετικοί μαζί μας και μας είπαν ότι οι Έλληνες είναι φίλοι μας και θα μας προστατεύσουν. Ως τώρα, το έχουν αποδείξει με πράξεις».
Λίγο μετά, όμως, τους ζήτησαν να φύγουν βιαστικά και αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν σκαρφαλώνοντας σε ένα βουνό τρία μίλια έξω από την πόλη, όπου πέρασαν τη νύχτα κρυμμένοι ανάμεσα στους βράχους.
Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Spark γράφει ότι άκουσαν πυροβολισμούς από το χωριό που βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού.
Δύο Στούκας (γερμανικά πολεμικά αεροσκάφη) πετούν πάνω από την περιοχή, ρίχνοντας φυλλάδια που προειδοποιούν τους Κρητικούς να μην βοηθούν Άγγλους στρατιώτες, προσφέροντας μάλιστα αμοιβές για πληροφορίες.
Τον επόμενο μήνα διασχίζουν τα βουνά χωρίς νερό και με ελάχιστο φαγητό.
Στις 4 Οκτωβρίου, μια φιλική κι ευχάριστη ηλικιωμένη τους βρίσκει στα περίχωρα μιας πόλης και τους φιλοξενεί. Την επόμενη μέρα, στην πόλη, τους φροντίζουν ξανά και τους περιποιούνται.
Στις 16 Οκτωβρίου, ο Spark μεταφέρεται στο σπίτι του δημάρχου, ενώ ο Laurie σε μια καλύβα.
«Με έβαλαν κατευθείαν στο κρεβάτι και όλη η οικογένεια με φρόντιζε – η γιαγιά σαν μάνα μου. Ο πατέρας ήταν πρώην αξιωματικός και νυν δήμαρχος».
«Μέρα με τη μέρα, ένιωθα όλο και περισσότερο μέλος της οικογένειας».
Στις 26 Οκτωβρίου φτάνει στο νησί ένας Έλληνας από την Αίγυπτο με γράμμα που αναφέρει πως ετοιμάζεται επιχείρηση απομάκρυνσής τους.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, έφαγαν ένα γρήγορο γεύμα και αποχαιρετίστηκαν «με πολλά δάκρυα».
Ακολούθησε ακόμη ένας μήνας περιπλάνησης με άλλους στρατιώτες. Εξακολουθούσαν να ξεφεύγουν από τους Γερμανούς με τη βοήθεια των Κρητικών.
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1941, καταφέρνουν να φύγουν από την Κρήτη με το επιταγμένο αλιευτικό HMS Hedgehog.
Επιβιβάστηκαν πρώτα 28 Αυστραλοί, έπειτα Νεοζηλανδοί, Άγγλοι και Κύπριοι – συνολικά 90 άνδρες στριμωγμένοι στο πλοιάριο. «Και έτσι φύγαμε από την Κρήτη, ‘το νησί των καταδικασμένων ανδρών’».
Αν κάποιος γνωρίζει κάτι σχετικό με αυτή την ιστορία ή τα πρόσωπα που αναφέρονται, μπορεί να επικοινωνήσει με τον συντάκτη στο michaelg@neoskosmos.com.au ή στο editor@neoskosmos.com.au
The post Αποστολή ζωής: Ο γιος που προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια της ξεχασμένης πολεμικής ιστορίας του πατέρα του appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.