Η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα για επαναλανσάρισμα περιέχει ένα βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίας του στον ΣΥΡΙΖΑ, που νομίζει ότι του δίνει ανωτερότητα, τον τοποθετεί πάνω από τους ανταγωνιστές του – τον Αλέκο Αλαβάνο ή τον Φώτη Κουβέλη τότε, τον Σωκράτη Φάμελλο, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, τον Κασσελάκη ή όποιον άλλο τώρα. Ενα από τα συστατικά της ανωτερότητας αυτής, που την επιδεικνύει, οφείλεται σε διάφορους διανοούμενους της Αριστεράς, φιλόσοφους ή φιλοσοφίζοντες, τους οποίους προσπαθεί να επιδεικνύει στον κύκλο του.
Δεν τους χρειαζόταν και δεν τους χρειάζεται για να ανοίξει τους ορίζοντές του, στην κατεύθυνση της πολυπλοκότητας των προσεγγίσεών του. Πιο πολύ τους χρησιμοποιεί ως «εργαλεία». Ο ίδιος πλάι τους θεωρούσε ότι αντλεί κύρος, ότι νομιμοποιείται όχι απλώς ως πολιτικός αλλά, κατά κάποιον τρόπο, και ως στοχαστής. Από νέος στα πράγματα έκανε παρέα με στοχαστές. Τα χρόνια της ανόδου του, είχε πλάι του τον Ανδρέα Καρίτζη, κάπως στριφνό και ασαφή ιδεολόγο που έγινε εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος για μια διετία (2007-2009) – κι ύστερα τον ξέχασε.
Στη συνέχεια, μπήκε υπό τη σκέπη του Αριστείδη Μπαλτά, προσώπου φορτωμένου με βαριά προσωπική μυθολογία, αφού ήταν συνεργάτης του Αγγελου Ελεφάντη στο περιοδικό «Πολίτης». Οταν του δινόταν ευκαιρία, ο Μπαλτάς αποθέωνε τον χειραφετητικό λόγο της κομμουνιστικής Αριστεράς, με θαυμασμό που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με μια θεολογική θεώρησή της. Είναι μια χιλιοακουσμένη θεολογία που, έως το 1989, κατέληγε στον κομμουνισμό και στην αταξική κοινωνία. Εκτοτε, αναδιατυπώθηκε με μικρές παραλλαγές, στις οποίες σταθερά πάντα έπαιζε ρόλο και ο αντίπαλος, ο οποίος βεβαίως δεν είναι παρά «ο νεοφιλελευθερισμός». Σαν καρδινάλιος της θεολογίας αυτής, ο Μπαλτάς βρέθηκε στην κυβέρνηση όπου τα θαλάσσωσε και στην παιδεία και στον πολιτισμό που διαχειρίστηκε, οπότε έμεινε κι αυτός στο περιθώριο.
Στο Ινστιτούτο με το όνομά του, μέσω του οποίου γίνεται η επανατοποθέτηση του προϊόντος Τσίπρας, τώρα, τον πλαισιώνει ο Κώστας Γαβρόγλου, που κατά κάποιον τρόπο είναι ευρύτερης αποδοχής από τους προηγούμενους, με την έννοια ότι έχει σχέσεις ευρύτερες ενός στενού αριστερού ακροατηρίου, κάτι που σήμερα τον κάνει περισσότερο ρεαλιστή.
Εχοντας, ωστόσο, την επιθυμία να φαίνεται κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είναι, Ευρωπαίος και διεθνής, επιζήτησε σχέσεις με ξένους αριστερούς διανοούμενους. Η εποχή τους ήθελε ριζοσπάστες – κι ο Κώστας Δουζίνας, ριζοσπάστης αριστερός στην Αγγλία, «εισήγαγε» στην Ελλάδα τον Σλαβόι Ζίζεκ, προεκλογικά το 2012, αρχικά σε εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ως τον Μάιο του 2013 τα πήγαιναν περίφημα. Τα πράγματα χάλασαν τον Μάιο του 2013. Προσκεκλημένος σε φιλοσοφικό συνέδριο του Ζάγκρεμπ, ο Τσίπρας δεν κατανόησε ότι ένα από τα παραδοξολογήματα του έως τότε γκουρού του είχε να κάνει με τις αδιαπραγμάτευτες ελευθερίες του δυτικού κόσμου και το διαρκές έγκλημα ανελευθερίας των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τι είπε αστειευόμενος ο Ζίζεκ; Οτι «όσοι δεν υποστηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ θα πάρουν εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τα γκουλάγκ». Ο Αλέξης Τσίπρας, μάλλον λόγω των κακών αγγλικών του, δεν κατάλαβε το «αστείο» του γκουρού του, επικρίθηκε σφόδρα στην Ελλάδα και, στην ουσία, αποφάσισε εφεξής να τον αγνοήσει. Στράφηκε σε άλλους γκουρού – την ακτιβίστρια του δόγματος του σοκ Ναόμι Κάμπελ, ε… συγγνώμη, Κλάιν, ή τον Αγκάμπεν, μια πιο ακατάληπτη ρεπλίκα του Ζίζεκ, ο οποίος δοξάστηκε αργότερα, στην πανδημία, επινοητής της «κατάστασης εξαίρεσης» και οπαδός ενός προοδευτικού αντιεμβολιαστικού κινήματος.
Στο επαναλανσάρισμα, όπως έγραφα και χθες, επιδεικνύει περισσότερο «σαλονάτους» διανοούμενους – τον Μπέρνι Σάντερς ή τον καθηγητή Μάικλ Σαντέλ. Πάω στοίχημα ότι θα του γυρίσουν την πλάτη γρηγορότερα απ’ όσο έκανε ο Ζίζεκ να τον καταλάβει.