Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έφερε τα πάνω κάτω σε ολόκληρο τον κόσμο. Και πρώτα απ’ όλα στον δυτικό κόσμο που βλέπει τις σταθερές του αναφορές και συμμαχίες να κλονίζονται, ογδόντα χρόνια από το τέλος του πολέμου. Η Ευρώπη που πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα της φασιστικής θηριωδίας βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τη ρωσική απειλή. Ο Πούτιν, ο οποίος δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, εφαρμόζει συστηματικά το σχέδιο της αντεπίθεσής του. Το ΝΑΤΟ μοιάζει αδύναμο να παρέμβει στις εξελίξεις, ειδικά μετά και την αλλοπρόσαλλη στάση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε εναποθέσει από γεννησιμιού της τα θέματα της ασφάλειας και της άμυνάς της στον μεγάλο υπερατλαντικό αδελφό με την ίδια να αναλώνεται στα προβλήματα της σύγκλισης των οικονομικών και κοινωνικών κυρίως πολιτικών. Η σύγκλιση αυτή δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο λόγω της αυξανόμενης συμμετοχής ακροδεξιών και λαϊκιστών στις κυβερνήσεις αρκετών χωρών – μελών. Η ανάγκη για την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης αιφνιδίασε την ηγεσία της παρά τα δυσοίωνα μηνύματα που ερχόντουσαν από την Αμερική. Μαζί με τα ειδικά εξοπλιστικά προγράμματα μπήκε στο τραπέζι επιτακτικά και το θέμα της συνεργασίας με τρίτες χώρες.
Η Τουρκία δεν θα μπορούσε να λείπει από τον κατάλογο αυτών των χωρών καθώς είναι μια μεγάλη γεωπολιτική δύναμη της περιοχής με αναπτυγμένη αμυντική βιομηχανία. Κι ακόμα, επειδή είναι μια, έστω και τυπικά, υποψήφια προς ένταξη χώρα με συμφωνίες, όπως αυτή για το Μεταναστευτικό, που αποδείχτηκαν αμοιβαία επωφελείς. Ταυτόχρονα είναι μια χώρα – προπύργιο του αυταρχισμού, η οποία όχι μόνο δεν επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία του Πούτιν αλλά, αντίθετα, τον διευκόλυνε στην απάλυνσή τους. Και βέβαια είναι μια χώρα που παραβιάζει ανοιχτά το «Δίκαιο της Θάλασσας» προβάλλοντας το όραμα της «γαλάζιας πατρίδας» που θίγει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Η αδιαμφισβήτητη αυτή πραγματικότητα δεν εμπόδισε μέχρι σήμερα τη χώρα μας να συμμετέχει μαζί με την Τουρκία στις στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ, να στηρίζει, υπό προϋποθέσεις, την ενταξιακή πορεία της γειτονικής χώρας στην ΕΕ και να βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο μαζί της. Η διαχρονική στάση της χώρας μας δεν υπαγορεύτηκε από κάποια αυταπάτη αλλά από την κοινή εκτίμηση όλων των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης ότι μια «σύμμαχη» Τουρκία είναι λιγότερο επικίνδυνη από μια ανεξέλεγκτη αντίπαλη δύναμη. Από την άποψη αυτή, η δήλωση περί «εχθρού εντός των τειχών» μοιάζει τουλάχιστον αντιφατική.
Το παράδειγμα της ιστορικής συμφωνίας του Ελσίνκι, το 1999, με βάση την οποία εντάχθηκε η Κύπρος στην ΕΕ χωρίς να προηγηθεί η λύση του Κυπριακού είναι χαρακτηριστικό. Σήμερα οι συνθήκες είναι βέβαια διαφορετικές, όπως και το διακύβευμα. Ωστόσο, το Ελσίνκι δείχνει ότι, εκτός από τον εύκολο δρόμο του βέτο, υπάρχει και ο διπλωματικός δρόμος της διασφάλισης της χώρας μέσα από συμφωνημένους όρους που θα αποτυπώνουν με σαφήνεια και την ευρωπαϊκή διάσταση στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Ο Πρωθυπουργός δήλωσε πρόσφατα «δεν ψάχνω ευκαιρία να τσακωθώ με τον Ερντογάν». Δεν αρκεί. Θα πρέπει να ψάχνει ευκαιρίες για να οδηγήσει την Τουρκία στο τραπέζι του ουσιαστικού διαλόγου.
Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr