
«Από τη μέρα που κηδεύτηκαν τα παιδιά, είμαι συνέχεια στο νεκροταφείο. Φεύγω από τη δουλειά και πάω εκεί.
Κάθομαι στα μνήματά τους δέκα λεπτά και μετά γυρίζω στο σπίτι».
Ο Γκόγκα Λεντιάν, ο άνθρωπος που συγκίνησε το πανελλήνιο όταν βούτηξε στα ορμητικά νερά του Αράχθου, για να σώσει δυο παιδιά που πνίγονταν, μιλάει με ταραχή για όσα συνέβησαν στις 12 Ιουνίου, την ημέρα που βύθισε στο πένθος δύο οικογένειες.
Ο 14χρονος Σπύρος και ο 12χρονος Νίσι μαζί με δύο ακόμη φίλους είχαν πάει, μετά το σχολείο, να κολυμπήσουν στο ποτάμι. Η βουτιά τους στάθηκε μοιραία. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, τα δύο παιδιά που είχαν ανασυρθεί χωρίς τις αισθήσεις τους, κηρύχθηκαν εγκεφαλικά νεκρά και οι γονείς τους έλαβαν τη γενναία απόφαση να δωρίσουν τα όργανά τους.
«Δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτό που συνέβη»
«Η μέρα εκείνη έφερε πένθος στις δύο οικογένειες και μαζί και σε εμένα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Λεντιάν. «Δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτό που συνέβη, έχω μεγάλο βάρος μέσα μου. Ακόμη και στη δουλειά με δυσκολία πηγαίνω», εξηγεί.
Στην κηδεία του Σπύρου ο ίδιος είχε στείλει στεφάνι που έγραφε: «Εκανα τα πάντα για να σε σώσω, συγγνώμη που δεν τα κατάφερα». Εκείνος, που ανάμεσα στο πλήθος όσων είχαν συγκεντρωθεί στο ποτάμι για να δουν τι συμβαίνει, βούτηξε, σε βάθος έξι μέτρων, για να βγάλει στη στεριά τα παιδιά.
«Δεν το σκέφτηκα ούτε λεπτό», λέει. «Είμαι πατέρας δύο παιδιών, το ένα είναι 6 ετών και το άλλο 12, και έπεσα στο νερό σαν να ήταν μέσα τα παιδιά μου. Ετσι αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή», περιγράφει. Ο 41χρονος είναι εργάτης γης στην Αρτα τα τελευταία 5 χρόνια, είναι ο «Λέο» για τους συγχωριανούς του στο Νεοχώρι, ένα παρατσούκλι που του «κόλλησε» ένας εργοδότης του γιατί δυσκολευόταν με το «Λεντιάν». Μετανάστης και άνθρωπος της βιοπάλης, συγκινείται με τη ζωή γιατί γνωρίζει από πρώτο χέρι τις δυσκολίες της και τον αγώνα που χρειάζεται κάποιος για να επιβιώσει.
«Γεννήθηκα στο Μπεράτι της Αλβανίας», αφηγείται στα «ΝΕΑ».
«Τα πράγματα ήταν δύσκολα. Δεν είχαμε δουλειά και το 2001, όταν ήμουν 17 χρόνων, ξεκίνησα με τους φίλους μου για να έρθουμε στην Ελλάδα. Τρεις μέρες περπατούσαμε για να φτάσουμε. Πήγα στο Αγρίνιο και δούλεψα στα καπνά με ένα θείο μου, έπειτα βγήκαν τα χαρτιά μου, πήρα την πράσινη κάρτα και πήγα στην Αθήνα όπου ζούσε η αδελφή μου από το 1998. Εκεί έμεινα στον Ταύρο. Εκανα όλες τις δουλειές, μπογιατζής, οικοδομή, πλυντήρια αυτοκινήτων, έκανα δύο και τρεις δουλειές μαζί», συνεχίζει. «Επειτα γνώρισα τη γυναίκα μου, ήρθαμε μια φορά στην Αρτα για να δούμε τον πεθερό μου, μου άρεσε και αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ».
Λέει με έμφαση πως «για μένα η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα μου, εδώ μεγάλωσα. Με όλη την καρδιά μου την αγαπάω. Τα τελευταία χρόνια είχα ευκαιρίες να πάω αλλού, στην Αγγλία, στη Γερμανία, όμως εγώ δεν αφήνω την Ελλάδα. Ακόμη και στην Αλβανία όταν πάω, βλέπω τους γονείς μου και φεύγω. Στην Ελλάδα μου αρέσει ο κόσμος, μου αρέσει η θάλασσα, έχω τη δουλειά μου, την οικογένειά μου. Περνάω καλά στο χωριό – καλοί και κακοί υπάρχουν άλλωστε παντού».
Ηρωας σε λίγες ώρες
Ο Γκόγκα Λεντιάν έγινε ήρωας σε λίγες ώρες. Ξαφνικά είδε 80.000 like σε αναρτήσεις του στο ΤικΤοκ ενώ από τη μια μέρα στην άλλη απέκτησε 11.000 ακολούθους. Ηταν «ήρωας» έτσι κι αλλιώς, χρόνια πριν τον γνωρίσουμε. Ενας ήρωας της καθημερινότητας. Μετά το τραγικό συμβάν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, με αναπνευστικά προβλήματα. Οι πνεύμονές του είχαν υγρό και έκανε αιμόπτυση. «Μου έδωσαν κάποια χάπια και μου είπαν σε λίγες μέρες να ξαναπάω να με δουν. Φοβάμαι, όμως, να πάω, όμως, μην με κρατήσουν μέσα», λέει. «Θα δω τι θα κάνω. Δεν γίνεται να κάτσω στο νοσοκομείο.
Χρειάζομαι το μεροκάματο, τα βγάζω δύσκολα πέρα. Δουλεύω μόνος εγώ και έχω έξι άτομα επάνω μου. Εμάς τους τέσσερις στην οικογένεια και τους γονείς μου στην Αλβανία. Ο πατέρας μου, συνταξιούχος δάσκαλος και γεωπόνος, παίρνει σύνταξη 200 ευρώ.
Μέχρι και τα φάρμακά τους από εδώ τα αγοράζω και τα στέλνω. Τι να σας πω τώρα;». Το μικρό του παιδί έχει διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού και όπως λέει ο Λεντιάν δεν υπάρχει περιθώριο για κανένα χαμένο μεροκάματο. «Δίνω 300 ευρώ τον μήνα για λογοθεραπείες, χρήματα για ψυχολόγο στα Γιάννενα, 250 ευρώ ενοίκιο, 100 ευρώ ρεύμα, γίνεται να μην πάω για δουλειά…;», εξηγεί με αγωνία.
Η σκέψη του επιστρέφει πάντα στο τραγικό συμβάν του Αράχθου. Τι συναίσθημα επικρατεί δύο εβδομάδες μετά; «Κοίτα, εγώ όταν έπεσα στο ποτάμι δεν ήξερα ποια παιδιά είναι μέσα – τελικά το ένα το γνώριζα», λέει. «Οι οικογένειές τους μου είπαν, «σε ευχαριστούμε πολύ, είσαι σαν παιδί μας τώρα». Ομως αυτά τα παιδιά μπήκαν για πάντα μέσα στην καρδιά μου. Γι’ αυτό τα έκανα και τατουάζ γιατί θέλω να τα έχω πάντα μαζί μου…».