
Η αβεβαιότητα αποτελεί έναν από τους πλέον διαβρωτικούς παράγοντες για την οικονομία. Ειδικά όταν αυτή προέρχεται από γεωπολιτικές εντάσεις και διεθνείς κρίσεις μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά την οικονομική δραστηριότητα, αποδυναμώνοντας τις προσδοκίες και την εμπιστοσύνη. Οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή, ο παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία, η κινεζική επιβράδυνση, οι μεταβλητές τιμές στην ενέργεια και η επανεμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων συνθέτουν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας με παγκόσμιες επιπτώσεις. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα πλήττει τις βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης: κατανάλωση, επενδύσεις, εξαγωγές. Οι καταναλωτές, ανήσυχοι για τα μελλοντικά τους εισοδήματα, περιορίζουν τις δαπάνες. Οι επενδυτές αναβάλλουν τις αποφάσεις τους εν αναμονή πιο σταθερών συνθηκών. Οι εξαγωγείς δρουν μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές σκηνικό, όπου οι όροι εμπορίου και οι τιμές πρώτων υλών μεταβάλλονται απρόβλεπτα. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία καταφέρνει –τουλάχιστον προς το παρόν – να απορροφά αυτού του είδους τις πιέσεις. Παρά την κάμψη ορισμένων δεικτών, όπως οι εξαγωγές υπηρεσιών και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στο πρώτο τρίμηνο του 2025, η συνολική εικόνα παραμένει θετική. Το ΑΕΠ κατέγραψε αύξηση 2,2%, σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να ενισχύεται, στηριζόμενη στην άνοδο των εισοδημάτων, ενώ και η αγορά εργασίας παρουσιάζει θετικά σημάδια, με υποχώρηση της ανεργίας στο 9% και αύξηση της πλήρους απασχόλησης. Σημαντικό σήμα σταθερότητας αποτέλεσε και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης. Η χρηματιστηριακή αγορά κινήθηκε θετικά, παρά τις διεθνείς αναταράξεις, ενώ η αγορά ομολόγων προσέλκυσε έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, επιτρέποντας στο κράτος να δανείζεται με μειωμένο κόστος. Οι νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την κεφαλαιαγορά αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω την επιχειρηματικότητα και τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Φυσικά, η εικόνα δεν είναι αψεγάδιαστη.
Η αύξηση των τιμών στα ακίνητα υπερβαίνει την αύξηση του εισοδήματος, οι περιφερειακές ανισότητες παραμένουν έντονες, ενώ η παραγωγική βάση της χώρας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δομικές αδυναμίες. Η ελληνική γεωργία, για παράδειγμα, παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς, όπως απέδειξαν οι φυσικές καταστροφές των τελευταίων ετών. Σε αυτό το περιβάλλον, είναι κρίσιμο να διατηρήσουμε την πορεία σταθεροποίησης και ανάπτυξης. Αυτό προϋποθέτει σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο, εμπροσθοβαρείς επενδύσεις σε τομείς με προστιθέμενη αξία, στήριξη της πλήρους και ποιοτικής απασχόλησης, καθώς και πολιτικές που μειώνουν την κοινωνική και περιφερειακή ανισότητα. Η διαχείριση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς. Εξαρτάται όμως η ικανότητά μας να χτίζουμε μια ανθεκτική, συνεκτική και δυναμική οικονομία που μπορεί να αντέχει στις εξωτερικές καταιγίδες.
Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και
του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής
στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου