«Δεν έχω ιδέα ποιος έχει τη Χρυσή Μπάλα»!

Η καταπακτή της Τούμπας άνοιξε και εκείνος εμφανίστηκε όπως τον θυμούνται όλοι: με βλέμμα κοφτερό, περπάτημα βαρύ, κορμί που κουβαλά ιστορίες. Δεν χρειάζεται συστάσεις – είναι ο Χρίστο Στόιτσκοφ. Ενας κάτοχος Χρυσής Μπάλας στο χορτάρι του θρυλικού γηπέδου του ΠΑΟΚ. Ενας απ’ τους πολλούς θρύλους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, όπως ο τεράστιος Ντιέγκο Μαραντόνα, πίσω στα ’80s.

Η παρουσία του στο φιλικό των Legends ήταν αρκετή για να μεταμορφώσει την ατμόσφαιρα σε κάτι πιο βαρύ, σχεδόν ιερό. Δεν χρειάστηκε φώτα ή ντεσιμπέλ. Ακόμη και τώρα στα 59 του, το όνομά του και μόνο προκαλεί σιωπή, θαυμασμό, έναν ενστικτώδη σεβασμό. Ηταν εκεί. Παρών. Αλλά και κάτι παραπάνω: παρών με την ίδια ένταση, την ίδια ψυχή, που κουβαλούσε όταν οδηγούσε τη Βουλγαρία στις τέσσερις καλύτερες ομάδες του κόσμου.

Ανάμεσα στους πολλούς που τον περίμεναν ήταν και ένας εν ενεργεία παίκτης του ΠΑΟΚ – ο Κίριλ Ντεσπόντοφ. Ετρεξε να τον προλάβει πριν χαθεί στα αποδυτήρια. Τον αγκάλιασε. Ενα «ευχαριστώ» ειπώθηκε, όχι από ευγένεια αλλά από καρδιάς. «Αυτός ήταν που με έβαλε στον σωστό δρόμο. Ηταν ο πρώτος μου προπονητής. Του χρωστάω τα πάντα», είπε στα «ΝΕΑ». Ο Στόιτσκοφ του απάντησε στη μητρική τους γλώσσα, χωρίς περιττές χειρονομίες. Οσα ήθελαν να πουν, τα είχαν ήδη πει με βλέμμα.

Η εμπιστοσύνη

Ο Κίριλ αποτελεί «προϊόν εκμάθησης» του τεράστιου Χρίστο Στόιτσκοφ, τον οποίο συνάντησε για πρώτη φορά στις ακαδημίες της Λίτεξ όταν ο θρύλος του ποδοσφαίρου της Βουλγαρίας βρισκόταν εκείνο το διάστημα στον πάγκο των «μεγάλων». Δίπλα του έκανε ντεμπούτο στη μεγάλη κατηγορία σε ηλικία 15 ετών και 183 ημερών.

«Ο Χρίστο Στόιτσκοφ είναι ένα πολύ σημαντικό άτομο για μένα. Μου έδωσε την ευκαιρία. Με εμπιστεύτηκε και έκανα το ντεμπούτο μου στην πρώτη ομάδα όταν ήμουν μόλις 15 ετών και 6 μηνών. Πολύ λίγοι προπονητές θα έπαιρναν μια τόσο τολμηρή απόφαση», θυμάται ο άσος του ΠΑΟΚ.

Ο θρύλος του βουλγαρικού ποδοσφαίρου είχε δει τον Ντεσπόντοφ στον τελικό ενός τουρνουά ακαδημιών. Σημείωσε δύο γκολ. «Αγόρι μου, αύριο στις 11 η ώρα θα έρθεις στην προπόνηση με τους μεγάλους, από αύριο θα γίνεις άντρας!», ήταν τα λόγια που άκουσε από τον Στόιτσκοφ, ενώ δεν ξεχνάει τι του είχε πει λίγο πριν απ’ το ντεμπούτο του: «Ημουν πολύ ανήσυχος. Με έστειλε να κάνω ζέσταμα και γύρω στο 70ο λεπτό με κάλεσε δίπλα του:

«Ακουσε, ε, μπαίνεις μέσα και επικεντρώνεσαι στο παιχνίδι χωρίς να ανησυχείς για τίποτα. Στα 20 λεπτά που έπαιξα μου φώναζε μόνο ”Μπράβο, όλα καλά!”. Αυτό μου έδωσε φτερά στα πόδια».

Εκείνη την εποχή η Λίτεξ είχε έρθει ουκ ολίγες φορές στην Ελλάδα για φιλικά παιχνίδια, με αντιπάλους τον Αρη, τον Ηρακλή, τον Απόλλωνα Καλαμαριάς και τον Ατρόμητο. «Ημασαν στην Ελλάδα και όλη η ομάδα πήγε για φαγητό σε μια πιτσαρία. Εκεί είδα κάτι για πρώτη φορά στη ζωή μου. Η μαγείρισσα στην πιτσαρία μόλις είδε τον Στόιτσκοφ, βγήκε έξω και έπεσε κάτω για να φιλήσει τα πόδια του! Εκείνος την τράβηξε για να σηκωθεί και της φώναζε ”όχι, όχι”, την ίδια στιγμή που η γυναίκα επέμενε και ήθελε να φιλήσει τα πόδια του!».

Η αξία της… απουσίας

Πού είναι η Χρυσή Μπάλα του 1994, τον ρωτήσαμε.

«Δεν έχω ιδέα», απάντησε γελώντας. «Μπορεί να την έχει η μία από τις δύο κόρες μου στο σπίτι της. Δεν την έχω δει χρόνια τώρα». Υπερβολές…  Ακούγεται απίστευτο – σχεδόν ύβρις στο σύγχρονο ποδοσφαιρικό marketing. Και όμως, ο Στόιτσκοφ δεν έδινε ποτέ αξία σε σύμβολα αν δεν είχαν αληθινή ανθρώπινη βάση.

«Οταν ήμουν παιδί, ονειρευόμουν να τη σηκώσω. Οχι για τη δόξα. Αλλά γιατί ένιωθα πως, αν κάποιος από μια μικρή χώρα, όπως η Βουλγαρία, μπορούσε να τα καταφέρει, τότε όλα ήταν δυνατά. Ομως να σας πω κάτι; Η Χρυσή Μπάλα δεν είναι μόνο δική μου. Την αξίζουν ο προπονητής, οι μασέρ, οι φυσικοθεραπευτές, οι φίλαθλοι, η οικογένεια. Εγώ απλώς ήμουν αυτός που τη σήκωσε. Δεν ανήκει μόνο σε μένα».

Δύο ημέρες πριν έρθει στην Ελλάδα, είχε δωρίσει ένα αντίγραφό της στον μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Νικόλαο. Εκεί, στην πόλη όπου γεννήθηκε, την τοποθέτησε δίπλα στην πίστη και όχι στη δόξα.

«Είμαι πάντα έτοιμος να βοηθήσω το έργο της Μητρόπολης. Αυτή είναι η πόλη μου. Εκεί ανήκω», δήλωσε. Δεν το έκανε για τις κάμερες. Ούτε για τη δημόσια εικόνα. Ο Χρίστο Στόιτσκοφ λειτουργεί πάντα με κίνητρο καρδιάς – και αυτή χτυπά δυνατά για την πατρίδα του και για όσα δεν χωρούν σε βιτρίνες.

Μια καρδιά που χτυπά

και ελληνικά

«Αγαπώ την Ελλάδα. Νιώθω υπέροχα κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ», μας είπε αβίαστα. Η σχέση του με τη χώρα μας δεν περιορίζεται σε φιλοφρονήσεις. Ηρθε στη Θεσσαλονίκη για να παίξει στο φιλικό, «να τιμήσουμε την  εθνική ομάδα που κατέκτησε το Euro το 2004». Εκείνο το διάστημα, ένα δύο καλοκαίρια στη σειρά, τα πέρασε στην Καβάλα έχοντας για παρέα τον Θοδωρή Ζαγοράκη, στους Αμμόλοφους και τις άλλες παραλίες της περιοχής. Εχει βρεθεί σε βραδιές, σε συναυλίες, σε γήπεδα. Φέτος, στην Τούμπα. Πέρυσι, σε συναυλία του Κωνσταντίνου Αργυρού στη Σόφια, με τον έλληνα καλλιτέχνη να φορά τη φανέλα του. Ο Στόιτσκοφ του χάρισε μια υπογεγραμμένη μπάλα.

«Κανείς δεν με δυσκόλεψε», λέει με το γνώριμο του ύφος. «Ή μάλλον… ένας. Ο Πάολο Μαλντίνι. Ο ένας και μοναδικός Πάολο. Σεβασμός».

Μια απλή φράση – αλλά βαρύνουσα. Ο Στόιτσκοφ δεν χάριζε εύκολα τον σεβασμό του. Αν τον έδινε, τον εννοούσε.

Καλοκαίρι 1994: όταν

ο Θεός ήταν Βούλγαρος

Η πορεία της Βουλγαρίας στο Μουντιάλ των ΗΠΑ δεν είναι απλώς ποδοσφαιρική ανάμνηση. Είναι θρύλος. Στις 17 Νοεμβρίου του 1993, ο Εμίλ Κοσταντίνοφ σκόραρε στο Παρίσι και η Βουλγαρία απέκλεισε τη Γαλλία του Ζιντάν. Στο Μουντιάλ, η πρεμιέρα ήταν εφιαλτική: ήττα 3-0 από τη Νιγηρία. Αλλά ακολούθησε η νίκη 4-0 επί της Ελλάδας και το 2-0 απέναντι στην Αργεντινή του Μαραντόνα, που είχε μόλις βρεθεί θετικός σε ντόπινγκ.

«Δεν μας ενδιέφερε τίποτα μετά την Αργεντινή», είχε πει κάποτε με εκείνο το μειδίαμα του αλήτη που πέτυχε. «Ημασταν έξω μέχρι τα ξημερώματα, πηγαίναμε πρωί στην πισίνα, πίναμε μπίρες και τρώγαμε πατάτες».

Επειτα: πρόκριση με πέναλτι επί του Μεξικού. Τεράστια νίκη στα προημιτελικά επί της Γερμανίας, με φάουλ του Στόιτσκοφ και κεφαλιά του Λέτσκοφ. Ηττα στον ημιτελικό από την Ιταλία του Μπάτζιο. Τέταρτη θέση. Χρυσή Μπάλα – μαζί με τον Σαλένκο. Κι ένας Στόιτσκοφ που έγινε ήρωας μιας χώρας που μέχρι τότε κοιτούσε το ποδόσφαιρο απ’ το παράθυρο.

Ο Χρυσός των Βαλκανίων

«Ο Παναθηναϊκός ήταν από τους μεγαλύτερους συλλόγους στην Ευρώπη στα τέλη των ’80s», εξομολογήθηκε. «Μου έκαναν πρόταση με πολλά χρήματα, αλλά εγώ τότε ήθελα να μείνω άλλη μια χρονιά στη Βουλγαρία. Ημουν 20 ετών. Επρεπε να μάθω ακόμα».

Ως προπονητής της Βουλγαρίας μετά το Euro 2004, έφερε το ίδιο πάθος – αλλά σε λάθος χώρο. Συγκρούστηκε με παίκτες, παραιτήθηκε. Το ίδιο συνέβη στη Θέλτα, στη Νότιο Αφρική, αργότερα και στη Λίτεξ Λόβετς. Αγαπήθηκε, διακρίθηκε, αλλά… έκαιγε.

«Ισως ζητούσα πολλά. Ισως και από εμένα», παραδέχθηκε.

Και μόνο αυτό, για έναν άνθρωπο σαν τον Στόιτσκοφ, είναι μια τεράστια νίκη. Η αυτογνωσία. Η αποδοχή.

Σήμερα, είναι όλα πιο ήσυχα. Δεν κυνηγά τίποτα. Δεν θυμώνει. Δεν παίζει με σφιγμένα δόντια. Αλλά δεν έγινε ποτέ μικρός. Γιατί έζησε μεγάλος. Η ζωή του είναι μια προσευχή χωρίς ράσα. Μια καριέρα χωρίς σκιές. Ενας ποδοσφαιριστής που αγαπήθηκε γιατί ήταν αυτός που είναι. Χωρίς φίλτρα, χωρίς δημόσιες σχέσεις, χωρίς να προσπαθεί να γίνει «κάτι άλλο». Και τελικά, αυτή η Χρυσή Μπάλα – που ίσως κάπου να έχει ξεχαστεί – έχει τεράστια αξία μόνο γιατί ανήκει σε εκείνον. Εναν Βαλκάνιο. Που μίλησε με τα πόδια. Και αγαπήθηκε με την καρδιά.