Δημογραφικό και βιωσιμότητα ασφαλιστικού

Στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών που διαθέτουν συνταξιοδοτικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα συστήματα αυτά είναι «διανεμητικά». Στα διανεμητικά συστήματα οι συντάξεις που καταβάλλονται στους τωρινούς συνταξιούχους καλύπτονται από τις εισφορές των τωρινών εργαζομένων. Προφανώς, τα διανεμητικά συστήματα δουλεύουν απρόσκοπτα όταν η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι υψηλή ενώ, αντίθετα, αρχίζουν να έχουν δυσκολίες όταν ο λόγος αυτός μειωθεί σημαντικά.

Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι τα συστήματα αυτά δουλεύουν ικανοποιητικά όταν η αναλογία ασφαλισμένων προς συνταξιούχους είναι περίπου 4:1. Αυτή την αναλογία τη συναντάμε τελευταία φορά στη χώρα μας πριν από αρκετές δεκαετίες.

Σήμερα ο αντίστοιχος λόγος είναι περίπου 1,7:1. Λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, δεν προβλέπεται σημαντική ανάκαμψη αυτής της αναλογίας, παρά την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ευλόγως, πολλοί αναρωτώνται αν το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι βιώσιμο ή τα ελλείμματά του μας οδηγήσουν ξανά σε περιπέτειες, σαν αυτές που βίωσε η χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία.

Πρόβλημα δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού αντιμετωπίζουν όλες οι αναπτυγμένες χώρες. Οι χώρες αυτές όταν αντιλήφθηκαν την επιδείνωση των δημογραφικών τους μεγεθών έλαβαν μέτρα για την ανάσχεση της αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης – εξάλειψη κινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση, εξορθολογισμός των συντελεστών αναπλήρωσης, άμεση ή έμμεση σύνδεση του ορίου συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και καθιέρωση «αυτόματων σταθεροποιητών» σε περίπτωση που ο λόγος συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ υπερέβαινε ένα συγκεκριμένο κατώφλι. Επίσης, για τη μείωση της έκθεσης των συνταξιοδοτικών συστημάτων στον δημογραφικό κίνδυνο, προωθήθηκε η ίδρυση νέων ή η ενίσχυση υφισταμένων συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα που δεν υπόκεινται στον δημογραφικό κίνδυνο.

Κανένα παρόμοιο μέτρο δεν είχε υιοθετηθεί στην Ελλάδα μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης. Μάλιστα, η κάλυψη των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος από τον προϋπολογισμό ήταν καθοριστικής σημασίας για τη δημοσιονομική κατάρρευση που μας οδήγησε στα Μνημόνια.

Κατά τα χρόνια των Μνημονίων έγιναν σημαντικές περικοπές συντάξεων, αλλά και βαθιές μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό μας σύστημα. Επιπλέον, πριν από λίγα χρόνια δρομολογήθηκε η σταδιακή μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική, με την ίδρυση του ΤΕΚΑ.

Εξασφαλίζουν τα μέτρα αυτά τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος ή οι δημογραφικές εξελίξεις απαιτούν τη λήψη και άλλων μέτρων; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά μπορούν να βρεθούν στο Ageing Report που δημοσιεύει ανά τριετία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ageing Report, αν οι υφιστάμενοι κανόνες τηρηθούν χωρίς παρεκκλίσεις, θα υπάρξει σταδιακή μείωση του λόγου συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ όσο και των μεταβιβάσεων του προϋπολογισμού προς το συνταξιοδοτικό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, αν τηρηθούν οι υφιστάμενοι κανόνες, το συνταξιοδοτικό μας σύστημα είναι βιώσιμο.

Μήπως όμως αυτή η βιωσιμότητα επιτυγχάνεται μέσω της καταβολής γλίσχρων συντάξεων όπως συχνά ακούγεται στον δημόσιο διάλογο; Αντίθετα από αυτόν τον ισχυρισμό, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ageing Report, αυτή τη στιγμή ο λόγος μέσης σύνταξης προς μέσο μισθό στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ.

Προβλέπεται να μειωθεί ελαφρά τα επόμενα χρόνια, αλλά ανακάμπτει σημαντικά όταν αρχίσουν να καταβάλλονται επικουρικές συντάξεις από το ΤΕΚΑ, μετά από μερικές δεκαετίες. Αρα το παραπάνω επιχείρημα είναι εντελώς αβάσιμο. Σε απόλυτο μέγεθος οι ελληνικές συντάξεις θα είναι χαμηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά αυτό είναι συνέπεια των χαμηλότερων μισθών και όχι των ρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών