
Δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου για τον Αχιλλέα, ότι θα έγραφα σε μια στήλη που φέρει τον τίτλο «Εις μνήμην». Γιατί αυτά τα δύο – ο Αχιλλέας και το μνημόσυνο – δεν πήγαιναν μαζί. Η «μνήμη», με την έννοια της απουσίας, δεν ταίριαζε στον Αχιλλέα. Η μόνη μνήμη που του άρμοζε ήταν εκείνη της παντοτινής ανάμνησης – όλων αυτών που ζήσαμε μαζί. Αν το «εις μνήμην» έχει κάποιο νόημα για τον Αχιλλέα, είναι μόνο ως μια υπόσχεση. Οτι όλα εκείνα τα γεγονότα, οι στιγμές, τα λόγια που μας σημάδεψαν – κυρίως εμένα – δεν θα φύγουν ποτέ από τη σκέψη μου. Οταν μιλούσαμε, μου έλεγε ότι κάποια από αυτά είχαν αφήσει αποτύπωμα και στη δική του μνήμη· στον δικό του ψυχισμό, στο δικό του συναίσθημα. Και ήμουν υπερήφανος – εξαιρετικά υπερήφανος – που μέσα από αυτή τη διαδρομή, με τον άνθρωπο που με έβγαλε στη δουλειά, που μου έδωσε χώρο και με έκανε να υπάρξω, μπόρεσα να συνεισφέρω έστω και στο ελάχιστο σε κάτι τόσο δυνατό. Σε αυτή τη μνήμη – τη ζωντανή, τη συγκινητική, τη δική μας.
Με τον Αχιλλέα Θεοφίλου γνωρίστηκα το 1976, εγώ ως ένας νεαρός που προετοιμαζόταν να γίνει στιχουργός – μέσα στο δημιουργικό κλίμα της εποχής, έγραφα έμμετρα στιχάκια για φίλους που έπαιζαν σε συγκροτήματα. Εκείνος ήταν ένας σπουδαίος και ισχυρός παραγωγός – όχι με την έννοια της κοινωνικής προβολής, αλλά με εκείνη της ουσιαστικής δημιουργικότητας στον χώρο. Ηταν ένας άνθρωπος που καθόριζε και επέλεγε. Είχε άποψη, είχε αισθητική, είχε την ικανότητα να διακρίνει. Χρόνια αργότερα, όταν γνώρισα τον Μάνο Ελευθερίου, μου αποκάλυψε ότι στις εκδόσεις Ηριδανός ήταν εκείνος που λάμβανε τα δοκίμια συγγραφέων και ποιητών, τα διάβαζε, τα αξιολογούσε και εισηγούνταν για την έκδοσή τους. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο Θεοφίλου – ή κάποιος σαν τον Θεοφίλου – είχε έναν παρόμοιο ρόλο στον κόσμο της μουσικής δημιουργίας: ήταν ο αποδέκτης, ο εισηγητής, ο άνθρωπος που μπορούσε να διακρίνει το δημιουργικό δυναμικό στους ανθρώπους και να το στηρίξει.
Είχα χαρεί πάρα πολύ που είχα γνωρίσει τον Αχιλλέα Θεοφίλου. Κάποια στιγμή, μέχρι το 1979 – τη χρονιά που μπήκα ουσιαστικά στη δισκογραφία, ερχόμενος από την εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών του Ντέμη Πετρόπουλου – έγινε κάτι σαν «παρεξήγηση»: άλλο είχε στο μυαλό του ο Μάκης Μάτσας, άλλο ήθελα να κάνω εγώ. Κι έτσι ενώθηκαν οι δρόμοι μας στο νέο τότε κτίριο της Minos, στη λεωφόρο Μεσογείων 245, στον Χολαργό. Εκεί, ξαναβρέθηκα με τον Αχιλλέα Θεοφίλου. Μέχρι τότε «φλερτάραμε» φιλικά – με την έννοια ότι αναγνωρίζαμε ο ένας στον άλλον τη διάθεση να συνεργαστούμε, όταν θα βρισκόταν ο κατάλληλος χώρος και χρόνος. Εκείνη την περίοδο, εγώ έμπαινα στον χώρο της δισκογραφίας ως βοηθός του εξαιρετικού Γιώργου Λεφεντάριου, ο οποίος είχε αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις της Minos και παράλληλα ήταν εκφωνητής σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Θυμάμαι τον Αχιλλέα να μου λέει τότε: «Εμείς γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, κι εσύ τώρα μπαίνεις στη δισκογραφία και γίνεσαι βοηθός του Λεφεντάριου, ενώ θα μπορούσες να είσαι δίπλα μου, να ξεκινήσεις ως δικός μου βοηθός!». Ηταν ευχάριστο. Ηταν ανέλπιστο. Κι έτσι ξεκινήσαμε. Από τότε, μου έδωσε χώρο – πραγματικό χώρο – για να λειτουργήσουμε μαζί σε αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο τομέα της δισκογραφικής παραγωγής.
Από τον Αχιλλέα Θεοφίλου έμαθα ότι πρέπει να πιστεύω 100% εκείνο που έχω μέσα στο μυαλό μου και μέσα στην ψυχή μου. Δεν πρέπει να κωλώνω, να αφήνω να κερδίσει χώρο ο τακτικισμός, περισσότερο από το συναίσθημα. Το βασικό που μου έμαθε ήταν να συγκινούμαι από τα πράγματα, να αισθάνομαι – όταν κάτι με διεγείρει – ότι πρέπει να το υποστηρίζω μέχρι τέλους. Να ανοίγω τα μάτια και τ’ αφτιά μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ούτως ώστε να εμφανίζω στον κόσμο αυτό που εμένα εκείνη τη στιγμή μ’ ανατριχιάζει και με συγκινεί.
Πρώτη συνεργασία με τον Αχιλλέα ήταν το καλοκαίρι του 1979, όταν έφυγε με άδεια – εγώ δεν δικαιούμουν, γιατί άρχισα να εργάζομαι στην εταιρεία τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Μου είπε: «Οταν επιστρέψω, θέλω να έχεις έτοιμο το υλικό για τον δίσκο της Λίτσας Διαμάντη». Ετσι άρχισα να μαζεύω υλικό, προκειμένου όταν θα επιστρέψει να το ακούσει, για να μπει η Λίτσα στο στούντιο. Επειτα, ο πρώτος δίσκος που μ’ ενθάρρυνε ο Αχιλλέας να κάνω, και μου τον ανέθεσε και με στήριξε, ήταν «Οι προστάτες» του Θωμά Μπακαλάκου. Συμμετείχαν στον δίσκο αυτόν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου, με τραγούδια όπως «Το γράμμα». Από τότε, ανελλιπώς, επί 46 χρόνια, ευεργετημένος από αυτήν την ιστορία, εξακολουθώ να κάνω το ίδιο πράγμα.
Ο Αχιλλέας Θεοφίλου ήταν λόγιος. Ηταν συγγραφέας, ο οποίος εκείνη την εποχή, έχοντας ολοκληρώσει το πρώτο του βιβλίο «Ερημιά, Κύκλοι Τρεις» – που το είχε γράψει ως φοιτητής –, ένα σκοτεινό βιβλίο, είχε επίσης ολοκληρώσει τα διηγήματα «Τα Λιμά» (Εκδόσεις Κέδρος), τα οποία είχαν τεράστια επιτυχία. Μάλιστα, κάποια χρόνια αργότερα, ο Θανάσης Παπαγεωργίου έκανε μίνι τηλεοπτική σειρά ένα από τα διηγήματά του. Ηταν άνθρωπος του πνεύματος, ο οποίος είχε καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει αυτόν τον τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων και στη δισκογραφία. Του άρεσε να δημιουργεί, ν’ αποδέχεται προτάσεις, να κατανοεί στίχους – κάτι πολύ σημαντικό για έναν δισκογραφικό παραγωγό – διότι, ανάλογα με τον ψυχισμό του καλλιτέχνη, διάλεγε τραγούδια, ούτως ώστε αυτά να αποτελούν το ειδικό βάρος, το κλίμα, την άποψη αυτού που ο καλλιτέχνης εμφάνιζε στον κόσμο. Εδειχνε τον ιδανικό δρόμο στους καλλιτέχνες για να βαδίσουν, χωρίς να το επιβάλλει, αλλά μέσα από μια διαδικασία διαβούλευσης. Αυτό τον έκανε, σε όλους τους καλλιτέχνες με τους οποίους είχε συνεργαστεί, να τον αγαπούν και να τον σέβονται. Αυτό που με άγγιξε βαθιά, από τα τόσα που έχει καταθέσει ο Αχιλλέας Θεοφίλου, ήταν η σχέση του με τον Μάνο Λοΐζο. Ηταν τέτοια, που έχει φωταγωγήσει μια εποχή.
Θα τον θυμάμαι πάντα μ’ εκείνο το τεράστιο χαμόγελο ν’ ανεβαίνουμε με το «Ντεσεβό» του στη Μεσογείων…
Ο Ηλίας Μπενέτος είναι μουσικός παραγωγός