Εκείνη τη νύχτα

Υπήρξε πάντα μια λύση όταν έπρεπε να διαχειριστούμε δημοσιογραφικά κάποιες σημαντικές επετείους όπως η 28η Οκτωβρίου, το Πολυτεχνείο, η Μεταπολίτευση. Να ρωτήσουμε δημόσια πρόσωπα πού βρίσκονταν, τι έκαναν εκείνη την ημέρα. Με θυμάμαι, στα νιάτα μου, να ζηλεύω, με την καλή έννοια, τους μεγαλύτερούς μου που είχαν τέτοιες αναφορές, συνειδητές μνήμες που, στην πραγματικότητα, είναι ένα είδος συγκολλητικής ουσίας του ανθρώπου με την Ιστορία. Στη συνέχεια, θεωρούσα ότι μια ανάλογη δική μου αναφορά ήταν η 11η Σεπτεμβρίου. Τότε που είχα βγει για λίγο από το γραφείο και, καθώς επέστρεφα, στο φανάρι της πλατείας Κλαυθμώνος με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος μου και μπλα μπλα μπλα. Υστερα όμως ήρθε η νύχτα της 27ης Ιουνίου 2015. Σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια. Μέσα στο καλοκαίρι, μια πολύ μεγάλη «νύχτα» για την Ελλάδα που κράτησε χρόνια. Και που ακόμη ρίχνει τα σκοτάδια της σε κάποιες γωνίες της δημόσιας ζωής. Εκεί όπου επωάζονται η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια, ο τοξικός λόγος.

Εκείνο το βράδυ, με το άγχος των δυσοίωνων εξελίξεων, είχα πάει στην τελευταία αθηναϊκή πρόβα των «Τρωάδων» (σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη) που, την επόμενη εβδομάδα, θα πήγαινε στην Επίδαυρο. Είχα κλείσει το κινητό και όταν το άνοιξα βρήκα ένα μήνυμα από τον φίλο, συνάδελφο και «συγκάτοικο» σε αυτή τη σελίδα Ηλία Κανέλλη που δεν γράφεται. Οπως δεν γράφονται και αυτά που μου είπε, σχολιάζοντας τον Τσίπρα, όταν του τηλεφώνησα. Κι ήταν ίσως η μοναδική φορά στα πολλά χρόνια που τον ξέρω που δεν είχε τη χαρακτηριστική, χιουμοριστική αισιοδοξία του.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, με τα λόγια του Ευριπίδη διά στόματος Εκάβης ακόμη στα αφτιά μου («Αν είναι να αφανιστούμε για να μείνουμε στην Ιστορία, καλύτερα να μείνουμε ιστορικά αχαρτογράφητοι»), είδα τις πρώτες ουρές έξω από τα ΑΤΜ, θέαμα καθόλου συνηθισμένο στις 12 το βράδυ. Στην αρχή δεν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο, αλλά η συνειδητοποίηση ήρθε με μια επίγνωση επικείμενης καταστροφής. Από εκεί και πέρα, οι προσωπικές αναμνήσεις υποχωρούν μπροστά στο συλλογικό τραύμα, το εθνικό bullying, την υστερία, τους ιδεολογικούς τραμπουκισμούς, τις κυβερνητικές πομφόλυγες, το μίσος, τις επιθέσεις σε δημοσιογράφους, τις προγραφές, τις στοχοποιήσεις ως «εχθρών της δημοκρατίας» ανθρώπων όπως η Αλκη Ζέη και ο Τίτος Πατρίκιος, τις λοβιτούρες κομματικών στελεχών που, γνωρίζοντας τι επρόκειτο να συμβεί, είχαν ειδοποιήσει οικεία πρόσωπα να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Και μετά ανακοινώθηκε το κλείσιμο των τραπεζών και η αξιοπρέπεια που υποτίθεται ότι θα εξασφαλίζαμε με τα δήθεν νταηλίκια του Βαρουφάκη και των υπολοίπων κατέληξε στην ουρά για τα 40 ευρώ την ημέρα. Και με ηλικιωμένους να καταρρέουν από την εξάντληση και την απελπισία. Εκείνη η εβδομάδα μέχρι το δημοψήφισμα ήταν η διαβολοβδομάδα της μεταπολιτευτικής ιστορίας μας. Και μετά ήρθε η περίφημη κωλοτούμπα, το τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο, η αναξιοπιστία του Αλέξη Τσίπρα που προκήρυξε εκλογές ενώ είχε διαβεβαιώσει τους πολιτικούς αρχηγούς για το αντίθετο.

Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω

Δέκα χρόνια μετά, τι έχει μείνει από εκείνο τον άτυπο εμφύλιο εκτός από τις υποχρεώσεις του τρίτου Μνημονίου; Θεωρώ, πολλά. Για παράδειγμα, η τοξικότητα στον δημόσιο λόγο, τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, η αντικατάσταση των επιχειρημάτων από συνθήματα, το μίσος για την Ευρώπη και τον δυτικό πολιτισμό, ο άκρατος λαϊκισμός, η πιστοποιημένη ανικανότητα και οι επιπτώσεις της, η χρεοκοπία του ηθικού πλεονεκτήματος.

Και ο ΣΥΡΙΖΑ; Αυτός επέστρεψε στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις, ένα 4,6%, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Metron για το Mega. Το τότε κόμμα της ελπίδας παραπαίει στην απελπισία. Μια απόδειξη ότι εκείνο που τους ένωνε δεν ήταν παρά η νομή της εξουσίας. Και μόλις αυτή εξαερώθηκε, «άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη». Πίσω από τα συντρίμμια ενός κόμματος, ωστόσο, διακρίνονται ακόμη τα παρ’ ολίγον συντρίμμια μιας χώρας. Και κάθε φορά που βάζουμε αυτή την κουβέντα στο τραπέζι συνειδητοποιούμε τη «σφαίρα» που πέρασε ξυστά από το αφτί μας εκείνη τη νύχτα.