
Εχουμε συνηθίσει στη δημόσια συζήτηση να εστιάζουμε κυρίως στη στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας: Ωστόσο, ένα λιγότερο εμφανές αλλά ιδιαίτερα αποτελεσματικό εργαλείο ισχύος που χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια είναι η πολιτιστική επιρροή. Μέσω της λεγόμενης «ήπιας ισχύος» (soft power), η Τουρκία εξάγει αφηγήσεις και πολιτισμικά πρότυπα, επηρεάζοντας εκατομμύρια θεατές παγκοσμίως. Κεντρικό ρόλο σε αυτή τη στρατηγική έχουν τα τουρκικά ιστορικά δράματα, τα Dizis, όπως οι σειρές Diriliş: Ertuğrul, Payitaht: Abdülhamid και Kuruluş: Osman. Οπως αναφέρει ο Μ. Χακάν Γιαβούζ στο βιβλίο του «Nostalgia for the Empire: The Politics of Neo-Ottomanism» (Νοσταλγία για την αυτοκρατορία: Η πολιτική του νεοοθωμανισμού), μέσα από αυτές τις σειρές, ο ίδιος ο Ερντογάν προβάλλει την εικόνα του ως σύγχρονου Αμπντουλχαμίτ Β΄, ενός ηγέτη που μάχεται για την επιβίωση του κράτους απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Με άλλα λόγια, τα ιστορικά γεγονότα χρησιμοποιούνται εργαλειακά για να εξυπηρετήσουν τον τύπο διακυβέρνησης του Ερντογάν.
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Οι τουρκικές σειρές προβάλλονται πλέον σε πάνω από 170 χώρες, με κοινό που ξεπερνά τα 800 εκατομμύρια θεατές παγκοσμίως. Το 2023, οι εξαγωγές τηλεοπτικού περιεχομένου απέφεραν περισσότερα από 600 εκατομμύρια δολάρια, τοποθετώντας την Τουρκία στην τρίτη θέση παγκοσμίως, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επιτυχία έχουν τα στούντιο Bozdağ Film, λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη – τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη και τα τρίτα μεγαλύτερα στον κόσμο. Εκεί παράγονται θεαματικές σειρές με εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, που προσφέρουν στο κοινό ένα εξιδανικευμένο και συγκινησιακά φορτισμένο πορτρέτο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτή η μετατόπιση στην παγκόσμια πολιτισμική σφαίρα δεν περνά απαρατήρητη. Η Φατίμα Μπούτο, ανιψιά της Μπεναζίρ Μπούτο, στο βιβλίο της «The New Kings of the World» (2019), επισημαίνει ότι η αμερικανική ποπ κουλτούρα χάνει σταδιακά την πρωτοκαθεδρία της. Στη θέση των χολιγουντιανών υπερπαραγωγών, εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο στρέφονται προς εναλλακτικά πολιτισμικά προϊόντα: τις ρομαντικές ταινίες του Μπόλιγουντ, τα τουρκικά ιστορικά δράματα (dizi) και την κορεατική ποπ μουσική, γνωστή διεθνώς ως KPop.
Σύμφωνα με την Μπούτο, η εντυπωσιακή άνθηση των πολιτιστικών βιομηχανιών από τις αναδυόμενες χώρες του «παγκόσμιου Νότου» αποτελεί ευθεία πρόκληση στην πολιτισμική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και μετασχηματίζει το τοπίο της παγκόσμιας κουλτούρας.
Η χρήση της λαϊκής κουλτούρας από τον Ερντογάν δεν είναι τυχαία. Συνιστά μια συνειδητή πολιτιστική στρατηγική, με στόχο τη διαμόρφωση ταυτοτήτων εντός και εκτός Τουρκίας, την ενίσχυση της νεοοθωμανικής αφήγησης και τελικά τη διεύρυνση της επιρροής του τουρκικού κράτους σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά. Παρότι διαθέτει πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, δεν έχει επενδύσει στρατηγικά στη δημιουργία σειρών ή κινηματογραφικών παραγωγών με διεθνή απήχηση. Ισως ήρθε η στιγμή να επανεξετάσουμε τις δυνατότητες της πολιτιστικής διπλωματίας – όχι μόνο ως πεδίο πολιτιστικής έκφρασης, αλλά και ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής.
Η Βασιλική Σουλαδάκη είναι διεθνολόγος