Η δίκη της κουκούλας

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες δικαστικές ιστορίες των ημερών μας είναι η δίκη δύο εκ των τριών προστατευόμενων μαρτύρων της υπόθεσης Novartis, των δύο προσώπων που είχαν καταθέσει με τα ψευδώνυμα «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση» – ας την πούμε «η δίκη της κουκούλας». Και μου κάνει πολλή εντύπωση γιατί, ενώ γύρω από την υπόθεση αυτή δοκιμάστηκε σοβαρά η δημοκρατία, η δημοσιότητα της συγκεκριμένης δίκης είναι (ας την πω) χλιαρή.

Υπενθυμίζω μόνο ότι η υπόθεση (ή σκευωρία, ή φιάσκο) Νovartis ήταν μια προσπάθεια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να αλλοιώσουν τη δημοκρατία, σε βάρος της διάκρισης των εξουσιών: προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης παράλληλα με την προσπάθεια χειραγώγησης του Τύπου. Μια προσπάθεια που κορυφώθηκε με τη διαπόμπευση δέκα δημόσιων προσώπων, στις 21 Φεβρουαρίου 2018, που χρειάστηκε να μιλήσουν απολογούμενα στη Βουλή για κατηγορίες χρηματισμού. Ηταν μια από τις μελανότερες σελίδες της Μεταπολίτευσης.

Ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μιλώντας για την υπόθεση Νovartis, την είχε αποκαλέσει «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους». Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, κατηγορηθείς στην υπόθεση και τελικά αθωωθείς (όπως όλα τα πολιτικά πρόσωπα που ενεπλάκησαν ως κατηγορούμενα) είχε απαντήσει σε εκείνον τον χαρακτηρισμό κάνοντας λόγο για «τη μεγαλύτερη και πιο κακοφτιαγμένη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών».

Η απόφαση του ειδικού δικαστηρίου, που τελικά έκρινε ένοχο τον Παπαγγελόπουλο για παράβαση καθήκοντος, αποκαρδίωσε πολλούς, και βέβαια τους πολιτικούς το όνομα των οποίων είχε εμπλακεί. Αλλ’ η συζήτηση της υπόθεσης, μιας καταρχήν πολιτικής σκευωρίας, δεν έκλεισε. Κι όλοι προσδοκούμε να αποκαλυφθούν πολλές από τις αφώτιστες πτυχές της.

Σε αυτό έδωσαν έμφαση με τις καταθέσεις τους και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, και ο υπουργός Υγείας Αδωνις Γεωργιάδης, που κατέθεσαν στη δίκη των δύο εκ των τριών προστατευόμενων μαρτύρων, που ελέγχονται για ψευδείς καταθέσεις.

Ο Γιάννης Στουρνάρας στην κατάθεσή του τόνισε ότι «η Novartis δεν επωφελήθηκε» και εκτίμησε πως οι μάρτυρες υποκινήθηκαν, προφανώς εκβιαζόμενοι. «Αυτό που ζητώ, στο όνομα του κράτους δικαίου», τόνισε, είναι «να ζητήσουν συγγνώμη και να πουν ποιοι τους έβαλαν». Ο Αδωνις Γεωργιάδης, περισσότερο ωμός, καταθέτοντας, τόνισε τη δική του βεβαιότητα ότι «κατηγορούσαν αυτούς που ήθελε η τότε κυβέρνηση και για ίδιον όφελος. Ηθελαν τα λεφτά από τους Αμερικανούς». Και ζήτησε, σε έντονο ύφος, «πες, ποιος σ’ έβαλε! Πες το αντρίκια και καθάρισε το όνομά σου».

Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός Υγείας, συναισθηματικά φορτισμένος, μίλησε για «συμμορία» που κατεύθυνε τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους στην επιχείρηση «κατασπίλωσης πολιτικών αντιπάλων», όπως είπε. Και τόνισε ότι έπρεπε να μηνύσει τον Αλέξη Τσίπρα – «αλλά είμαι πολιτικός εγώ», πρόσθεσε, και «δεν στρέφομαι ποτέ κατά πολιτικών, δημοσιογράφων και δικαστών».

Η δίκη της κουκούλας συνεχίζεται. Και έχει σημασία η δημοσιότητα γύρω απ’ αυτήν. Επειδή έχει σημασία η διερεύνηση του ρόλου των κουκουλοφόρων μαρτύρων στη σκοτεινή αυτή υπόθεση. Είναι σημαντικό για τη δικαιοσύνη και για τη δημοκρατία να μάθουμε ποιος τους έβαλε να πουν τα ψέματα που είπαν.

Είναι σημαντικό να φωτιστούν οι σκοτεινές πτυχές μιας σκευωρίας, που έστησαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, για να πλήξουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους, στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ – στα δύο κόμματα που, παρά τις κατά καιρούς παλινωδίες τους τα χρόνια της χρεοκοπίας, εργάστηκαν για να σωθεί η χώρα από τις επιπτώσεις του λαϊκισμού, ο οποίος έταζε λεφτόδεντρα και ψεύτικες σεισάχθειες και παραλίγο να οδηγήσει τη χώρα στην καταστροφή. Δεν ξεχνώ.