Η διαφθορά και οι πολίτες

Στο θέμα του σκανδάλου των αγροτικών επιδοτήσεων μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ, η κυβέρνηση τα θαλάσσωσε. Ωστόσο, αυτό που αποκαλύπτεται είναι ένα παιχνίδι πολύ παλιό: η πολιτική ως δίκτυο πελατειακών σχέσεων. Πολιτικοί και πελάτες πολιτικών, με δέλεαρ δημόσιο χρήμα – εν προκειμένω ευρωπαϊκό, πιο ελκυστικό επειδή δεν είναι ακριβώς δικό μας, είναι των Ευρωπαίων. Κάπως έτσι φερόμαστε και στη δημόσια περιουσία: δεν είναι δική μας, είναι του Δημοσίου (με το οποίο υπάρχει μόνιμη, διαρθρωτική έχθρα).

Διαβάζω διαλόγους πολιτικών από υποκλοπές και δεν μου είναι άγνωστοι. Ολοι οι πολιτικοί που μεσολαβούν και επιχειρούν να διευκολύνουν είναι οι ανθρωπότυποι που έχει κοροϊδέψει ο παλιός κινηματογράφος: ο Γκρούεζας και ο Καλοχαιρέτας. Αυτοί που παλαιότερα διεμερίσαντο τα ιμάτια του κράτους σε ρουσφέτια και, μετά την ευρωπαϊκή διαδρομή της χώρας, έκαναν το ίδιο με τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Τέτοιοι πολιτικοί είναι παντού στα κόμματα. Δεν διαχειρίζονται ιδέες και προγράμματα αλλά λειτουργούν σαν γραφεία ρουσφετιού. Δεν έχουν την ίδια πρόσβαση στο Δημόσιο, αλλά πάντα κάτι μένει για να προσελκύσουν πελάτες.

Αλλά όπως στο τάνγκο χρειάζονται δύο, έτσι τουλάχιστον δύο χρειάζεται και η ρουσφετολογική μηχανή. Και σε αυτή τη σχέση, που μπορεί να γίνεται πολυπρόσωπη, δεν συμμετέχουν μόνο πολιτικοί. Στελέχη οργανισμών, συνδικαλιστές και όλοι οι δικαιούχοι πλαστών επιδοτήσεων δείχνουν ότι, απλώς, στην Ελλάδα, διαιωνίζεται η παλαιά σχέση όπου, όπως ανέκαθεν το Δημόσιο, έτσι και τα ευρωπαϊκά ταμεία είναι αγελάδες για άρμεγμα.

Τι είναι λοιπόν αυτό που, ό,τι κι αν συμβεί το επόμενο διάστημα, θα μείνει ανέγγιχτο; Το πανίσχυρο πελατειακό σύστημα. Πολιτικά γραφεία που τάζουν μέρισμα από τα ευρωπαϊκά ταμεία, στελέχη της διοικητικής μηχανής που ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους και τις γνώσεις τους και επιδέξιοι ιδιώτες διατεθειμένοι να μισθώσουν εκείνους που μπορούν να τους αποφέρουν ποσά τα οποία δεν δικαιούνται.

Γιατί απέτυχε η κυβέρνηση, παρά τις διακηρύξεις της, να πλήξει αυτό το πλέγμα σχέσεων; Ο ένας λόγος είναι ότι το βαθύ κόμμα στελεχώνεται πρωτίστως από πρόσωπα για τα οποία η εξουσία σημαίνει και πρόσβαση σε πόρους που οδηγούν σε σχετικά εύκολο πλουτισμό. Ο άλλος λόγος είναι η διστακτικότητα ή και αδυναμία της κυβέρνησης να συγκρουστεί με τέτοια δίκτυα και η προσπάθειά της να αλλάξει τα ισχύοντα με καταφυγή στις νέες τεχνολογίες. Εχουμε δυσκίνητο Δημόσιο; Μάλιστα, ας φτιάξουμε ένα ηλεκτρονικό Δημόσιο που θα το προσπεράσει. Πρέπει να εφαρμόζονται οι νόμοι; Πρέπει. Αλλά οι πολίτες δεν διαπνέονται από το πνεύμα των νόμων. Τους βλέπουν, απλώς, ως εξαναγκασμό. Γι’ αυτό και δεν θεωρούν υποχρέωσή τους την τήρησή τους.

Σ’ αυτό, η κυβέρνηση επιδιώκει την τήρηση των νόμων και την επιβεβαίωση των παραβάσεών τους μέσω ενός πλέγματος τεχνολογικών ρυθμίσεων: μέσω δικτύων και τεχνητής νοημοσύνης. Παντού. Ηλεκτρονική επιτήρηση των οικονομικών συναλλαγών, κάμερες για την επιτήρηση των τροχαίων παραβάσεων, η εφαρμογή της σύμβασης 717 στα τρένα ώστε να γίνονται διακοσμητικοί οι σταθμάρχες.

Μπορεί όμως ο δημόσιος χώρος να γίνει αποκλειστικά υπόθεση της τεχνολογίας; Και πού είναι σε αυτό το πλέγμα σχέσεων ο πολίτης; Μπορεί ένα κράτος να υποβαθμίζει τον ρόλο του πολίτη απλώς θωρακιζόμενο με μηχανές έναντι της διαφθοράς, της αδιαφορίας, της έλλειψης προσόντων, των πελατειακών δικτύων; Μπορεί να ανατεθεί η λειτουργία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των υποδομών στις μηχανές και στα δίκτυα;

Και ποιος είναι ο ρόλος της πολιτικής; Να επιτηρεί; Ή να παίρνει αποφάσεις, να εμπνέει, να συγκρούεται και να αλλάζει;