
Αν η θρησκεία υπήρξε και εξακολουθεί συχνά να είναι σε εμπόλεμη σχέση με την επιστήμη, το αντίθετο ακριβώς θα ισχυριζόταν κανείς πως συμβαίνει στις σχέσεις της επιστήμης με την ποίηση. Ενα απλό παράδειγμα: Οσο κι αν το φεγγάρι παραμένει ένας πρώτος σταθμός στην προοπτική κατάκτησης των ουρανών, το φεγγάρι των ποιητών δεν έπαυσε ποτέ να διατηρεί την ισχύ και την ακτινοβολία μιας παρηγορητικά μυθολογημένης, τόσο μακρινής αλλά και τόσο κοντινής μας παρουσίας. Μια διφυής πραγματικότητα υπηρετημένη με τον πιο συγκινητικό τρόπο από τον καθηγητή της κβαντικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Στέφανο Τραχανά, που εύστοχα θα τον λογάριαζε κανείς ως έναν απολογητή μιας πρωτόφαντης θεωρίας πως όσο περισσότερο εισχωρεί κανείς στην αποκρυπτογράφηση των μυστικών του σύμπαντος τόσο περισσότερο να προσφέρεται το ίδιο το σύμπαν ως μια απολαυστική ποιητική λειτουργία.
Οταν ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος και συγγραφέας, όπως ο Στέφανος Τραχανάς, παραθέτει ως υπότιτλο ενός βιβλίου του («Ο κύκλος») τη φράση «Επιστήμη και δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς», επόμενο είναι να αναρωτηθεί ο κάθε αναγνώστης, τι άραγε να συμβαίνει; Αλλάζουν περιεχόμενο και προοπτική αυτές οι έννοιες ή μήπως κινδυνεύουν εξίσου η επιστήμη και η δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς όπως είναι οι δικοί μας; «Νομίζω πως το δεύτερο σκέλος της διερώτησής σας αγγίζει την καρδιά του ζητήματος. Πραγματικά κινδυνεύουν και η επιστήμη και η δημοκρατία στους ανήσυχους καιρούς. Ποιους ακριβώς χαρακτηρίζουμε ως ανήσυχους, ή “γκαστρωμένους”, καιρούς για να χρησιμοποιήσουμε μια παλιά έκφραση; Καιρούς που μπορεί να κυοφορούν ένα καλύτερο μέλλον αν και η ιστορία – φτάνει να σκεφτούμε τι έγινε στον Μεσοπόλεμο – δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια για να αισιοδοξούμε αστόχαστα. Κατ’ αρχάς πρέπει να κατανοήσουμε όσο μπορούμε καλύτερα την εγγενή σχέση της επιστήμης με τη δημοκρατία σύμφωνα με όσα μας έχει διδάξει η ιστορική εμπειρία. Η επιστήμη – εννοούμε κυρίως τη θεμελιώδη επιστήμη (αυτήν που αναζητεί τους βασικούς νόμους του σύμπαντος) – άνθησε μόνον σ’ εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου άνθησε και η δημοκρατία. Στην αρχαία Ελλάδα και τον δυτικό κόσμο. Στην αρχαία Ελλάδα γεννήθηκε για πρώτη φορά η ιδέα της νομοκρατούμενης φύσης – μιας φύσης που διέπεται από νόμους. Οπότε ούτε οι ουρανοί εκεί πάνω δεν κυβερνούνται από θεούς και δαίμονες, αλλά από αντικειμενικούς φυσικούς νόμους. Αλλά και τι άλμα ήταν κι αυτό που έκαναν οι έλληνες ατομιστές, και πόση γνωσιολογική αισιοδοξία χρειάζεται να έχει ένας πολιτισμός ώστε να σκεφτεί ότι πίσω από την απειρία των μορφών ύλης που βλέπουμε γύρω μας, όπως πέτρα, χώμα, νερό, σάρκα, ξύλο, μέταλλο, αέρας, κ.λπ. κ.λπ. “υπάρχουν μόνο τα άτομα και το κενό” για να χρησιμοποιήσω τη δική τους έκφραση; Αυτό ακριβώς το άλμα πραγματοποίησαν οι Ελληνες και το κατόρθωσαν γιατί δημιούργησαν ένα διανοητικό περιβάλλον στο οποίο ο μαθητής μπορούσε να διαφωνεί με τον δάσκαλο, και ο ίδιος ο φιλόσοφος να επιζητεί τον διάλογο με τους “τα ενάντια λέγοντες”, όπως το έθετε ο Αριστοτέλης. Ενα διανοητικό περιβάλλον απολύτως αλληλένδετο με τη Δημοκρατία. Από τη νομοκρατούμενη φύση στη νομοκρατούμενη κοινωνία ο δρόμος θα ήταν μακρύς και δύσκολος αλλά το μεγάλο βήμα είχε γίνει».
Ομως όσα ερωτήματα κι αν δημιουργούνται σε σχέση με το «άλμα» των αρχαίων Ελλήνων, όπως ακριβώς το στοιχειοθετεί η ιδέα της νομοκρατούμενης φύσης, οι απαντήσεις υπάρχουν στην ίδια τη δύναμη των ιδεών τους που αν και συχνά κινδύνευσαν για ανεξάρτητους από την επιστήμη λόγους εντούτοις τίποτα δεν ανέκοψε την πορεία τους. «Πράγματι, μετά τους “υπέροχους Ελληνες”, τη σκυτάλη την παίρνει αυτό που αποκαλούμε “δυτικός κόσμος”, δηλαδή η Ευρώπη, με την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα. Με κορυφαία στιγμή τον νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα – που είναι ίδιος για το μήλο που πέφτει και τη σελήνη εκεί πάνω – με τον οποίο φτάνουμε έως και το όριο της ύβρεως· την πλήρη εκκοσμίκευση των ουρανών. Γεγονός που προκαλεί ένα ολόκληρο ρεύμα ανατρεπτικών ιδεών – τον Διαφωτισμό βεβαίως – το οποίο υπονομεύει βαθιά τα ελέω Θεού καθεστώτα, για να φτάσουμε τελικά στα δημοκρατικά – κοσμικά πολιτεύματα του δυτικού κόσμου. Και να διαπιστώνουμε σήμερα ότι όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις, που άλλαξαν τον κόσμο – από τη νευτώνεια φυσική και την ηλεκτρομαγνητική θεωρία έως και την κβαντομηχανική και τη θεωρία της σχετικότητας μέχρι την προέλευση του κόσμου μας από μια μεγάλη έκρηξη ή από τη “θεωρία της εξέλιξης” έως τον γενετικό κώδικα – σ’ αυτές τις ατελείς δημοκρατίες του δυτικού κόσμου έγιναν. Ενός κόσμου που πολλοί αρέσκονται να πυροβολούν χωρίς να συνειδητοποιούν πως χάρη σ’ αυτόν εδραιώθηκαν οι μόνες – έστω ατελείς – νησίδες δημοκρατίας που υπάρχουν σήμερα στον πλανήτη μας. Ενα μέγιστο αγαθό που οφείλουμε να το υπερασπιζόμαστε απέναντι στους εχθρούς του προσπαθώντας ταυτόχρονα να το βελτιώνουμε. Σε κάθε περίπτωση αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι τούτο: Θεμελιώδης επιστήμη και δημοκρατία πήγαιναν πάντα μαζί».
Συνιστά οπωσδήποτε μια πρόκληση προς διερεύνηση η ανταγωνιστική σχέση της επιστήμης με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ακόμα περισσότερο όταν επιχειρεί κανείς μια ιστορική αναδρομή και συναντά γεγονότα αδιανόητα από τη σκοπιά του σήμερα τα οποία – ευτυχώς – δεν κατόρθωσαν τελικά να ανακόψουν μίαν εξέλιξη αδιαμφισβήτητα ευεργετική για την ανθρωπότητα στο σύνολό της. «Για να φωτίσουμε λίγο περισσότερο αυτή την ανταγωνιστική σχέση πρέπει να δούμε τι συνέβη με τη μεγάλη επιστημονική επανάσταση του 20ού αιώνα που είναι η κβαντομηχανική και η θεωρία της σχετικότητας. Η οποία βρήκε απέναντί της, κατά κύριο λόγο, τον ναζισμό αλλά όχι μόνο. Η Γερμανία την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στον Μεσοπόλεμο μόνο μελαγχολία προκαλεί, αν σκεφτεί κανείς πως ταυτόχρονα με τη μοναδική άνθηση της επιστήμης και της τέχνης, κυλούσαν υπογείως τα σκοτεινά ρεύματα που οδήγησαν τελικά στο ναζιστικό καθεστώς, στο αιματοκύλισμα της Ευρώπης και στη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Χρειάζεται ν’ αναρωτιόμαστε διαρκώς πώς κατάφερε τότε η Ευρώπη να πυροβολήσει τα πόδια της και να διώξει το άνθος του πνευματικού και επιστημονικού δυναμικού της το οποίο μετανάστευσε στην Αμερική για να οικοδομήσει εκεί τη μεταπολεμική, πνευματική και επιστημονική, ηγεμονία αυτής της χώρας. Οι ναζί λοιπόν ακριβώς επειδή αδυνατούσαν να δεχτούν ότι υπάρχουν αντικειμενικές αλήθειες για τη φύση ανεξάρτητες από εμάς και την ιδεολογία μας, χαρακτήρισαν την κβαντομηχανική και τη θεωρία της σχετικότητας ως “εβραϊκή φυσική” η οποία έπρεπε να αντικατασταθεί πάραυτα με τη “Φυσική των Αρίων”! Πνευματικό καυσαέριο της ελεεινότερης μορφής που έφτασε να το εκπέμπουν και δύο νομπελίστες φυσικοί, ναζιστές βεβαίως. Οι οποίοι μάλιστα δεν δίσταζαν να αποκαλούν τον Χάιζενμπεργκ – έναν συντηρητικό Γερμανό που σίγουρα δεν ανήκε στη Σοσιαλιστική Αριστερά της εποχής – “λευκό Εβραίο”, διότι ανακάλυψε την πιο… εβραϊκή (!) απ’ όλες τις αρχές της κβαντομηχανικής που είναι η περίφημη “αρχή της αβεβαιότητας”.
Ο «νέος καθολικισμός»
Ενώ τα ίδια πράγματα θα συμβούν και στη Σοβιετική Ενωση μετά τη σταλινική εκτροπή όταν η επιστήμη θα χωριστεί σε “προλεταριακή” και “αστική” και η κβαντομηχανική θα βρεθεί στο στόχαστρο ιδεολογικών ζηλωτών ως αντίθετη με τον διαλεκτικό υλισμό! Ομως αυτό που συνέβη στη Βιολογία – με τη διαβόητη υπόθεση Λυσένκο – ήταν μια πραγματική τραγωδία, ίσως χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της παγκόσμιας επιστήμης. Με γνωστά αποτελέσματα. Την πλήρη καταστροφή της ρωσικής γεωργίας για να μη μιλήσουμε για τις ανθρώπινες απώλειες του “πειράματος”. Ο “νέος καθολικισμός” όπως ονομάζω αυτά τα φαινόμενα στον “Κύκλο”. Να αποφασίζουν τα κάθε λογής ιερατεία ποια είναι η σωστή θεωρία για τον φυσικό κόσμο! Γιατί, βέβαια, ολοκληρωτική εξουσία χωρίς το μονοπώλιο της γνώσης δεν νοείται».
Αν ο συνομιλητής μας υπαινίσσεται ή μάλλον υποστηρίζει ευθέως την ύπαρξη ενός ισχυρού υπόγειου ρεύματος εχθρικού προς την επιστήμη, σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές του κόσμου, ενός νέου σκοταδισμού δηλαδή που ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος τον έβλεπε να μετακινείται άλλοτε αργά και άλλοτε γοργά και με απροσδόκητη συχνά κατεύθυνση, τι είναι αυτό που πιστεύει πως μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο ώστε να μπορεί να ελπίζει κανείς σε ένα, ακόμη και ελάχιστα, πιο φωτεινό μέλλον; «Δεν θέλω να είμαι χαζοχαρούμενα αισιόδοξος γιατί ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία ενεργοποιούν πολύ πιο αρχέγονες ψυχικές δυνάμεις από ό,τι ο επιστημονικός ορθολογισμός και η επίκληση ενός ελάχιστου κοινού – και πανανθρώπινου – συμφέροντος. Θα έλεγα παρ’ όλα αυτά ότι το αντιδογματικό πνεύμα της επιστήμης είναι μια καλή αρχή. Δηλαδή μια στάση απέναντι στα πράγματα που είναι πάντα ανοιχτή στο ενδεχόμενο να έχουμε κάνει λάθος. Μια διαρκής διαθεσιμότητα για αλλαγές και αναθεωρήσεις εφόσον τα γεγονότα το επιβάλλουν. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το πνεύμα της επιστήμης: Η εμπιστοσύνη στην εμπειρική πραγματικότητα και όχι στην εξουσία ή στις αυθεντίες. Οτι δεν έχει καμία σημασία αν κάτι το είπε ο Αϊνστάιν ή ο Πάπας! Σημασία έχει αν επιβεβαιώνεται από το πείραμα ή όχι. Και αυτό είναι που κάνει βαθιά δημοκρατική την επιστήμη. Διότι όσο πάθος και αν έχω εγώ με τη θεωρία μου και εσείς με τη δική σας, κανείς μας δεν μπορεί να υποχρεώσει τη φύση να μεροληπτήσει υπέρ του. Η επιστημονική κοινότητα της θεμελιώδους επιστήμης – διότι στην εφαρμοσμένη εμπλέκονται και οικονομικά συμφέροντα και τα πράγματα είναι πιο σύνθετα – είναι η μόνη ανθρώπινη κοινότητα στην ιστορία που είναι πραγματικά παγκόσμια. Που είναι πάνω απ’ όλα όσα χωρίζουν τους ανθρώπους· έθνη, θρησκείες ιδεολογίες… Κι αυτό που έχει σημασία είναι μόνο η ετυμηγορία του πειράματος. Η απόφαση του δικαστηρίου της φύσης που είναι απ’ όλους σεβαστή. Κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να πει ότι ο… δικαστής είναι πουλημένος! Κι αυτή η θεσμική λειτουργία είναι που εξηγεί τη διαρκή πρόοδο της επιστήμης από τον 17ο αιώνα και μετά κι όχι ότι οι επιστήμονες είναι καλύτεροι άνθρωποι από τους άλλους – που δεν είναι. Ομως στους “γκαστρωμένους” καιρούς μας – ας φέρουμε ξανά στον νου μας τον Μεσοπόλεμο – πρέπει να είμαστε πιο ρεαλιστές. Οπότε επιλέγω να κλείσω με το συμπέρασμα μιας σχετικής συζήτησης στον “Κύκλο” που καταλήγει ως εξής: “Η Δημοκρατία είναι ένα τραγικό πολίτευμα. Και το κατάλαβαν πρώτοι απ’ όλους εκείνοι που το εφηύραν. Κατάλαβαν ότι καμιά μέθοδος και κανένα κοινωνικό συμβόλαιο δεν θα μας απαλλάξει ποτέ από την ευθύνη και τις συνέπειες της ελευθερίας μας. Της ελευθερίας να κάνουμε από τις πιο σώφρονες έως τις πιο καταστροφικές επιλογές. Και η δημοκρατική διαδικασία, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε επινοήσει μέχρι σήμερα για να μειώνουμε τις πιθανότητες “ατυχήματος”. Ομως, το να τις μηδενίσουμε είναι ένας στόχος πέρα από το ανθρώπινο μέτρο! Η κατολίσθηση στην άβυσσο θα είναι πάντα ένα ανοιχτό ενδεχόμενο. Και όσο πιο συχνά το θυμόμαστε αυτό, τόσο η πιθανότητα να το αποφύγουμε θα γίνεται λίγο μεγαλύτερη. Ο παράδεισος δεν είναι επιλογή, αλλά η αποφυγή της κόλασης είναι”».