Η υποχρέωση και η αμαρτία να χάνεις

Από το 1930 έως το 1994, η Αμερική κέρδισε οκτώ Παγκόσμια Κύπελλα και η Ευρώπη εφτά. Η Βραζιλία κατέκτησε το Κύπελλο τέσσερις φορές, δύο φορές η Αργεντινή και δύο η Ουρουγουάη. Η Ιταλία και η Γερμανία από τρεις φορές, ενώ η Αγγλία μονάχα μια φορά, όταν διοργανώθηκε στην έδρα της. Ομως η Ευρώπη είχε περισσότερες πιθανότητες να το κερδίσει, δεδομένου ότι διέθετε τις περισσότερες ομάδες. Στα δεκαπέντε Μουντιάλ, η Ευρώπη είχε 159 ευκαιρίες να κατακτήσει το Κύπελλο έναντι μόνο 77 της Αμερικής. Επιπλέον, οι διαιτητές ήταν Ευρωπαίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα.  

Σε αντίθεση με τα Μουντιάλ, στα Διηπειρωτικά Κύπελλα των ομάδων, οι ευκαιρίες ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική ήταν ίδιες. Σε αυτά τα πρωταθλήματα, όπου συμμετέχουν οι ομάδες και όχι η εθνική ομάδα κάθε χώρας, οι αμερικανικές ομάδες επιβλήθηκαν είκοσι φορές και οι ευρωπαϊκές δεκατρείς. Σε αυτή την υπόθεση της ανισότητας δικαιωμάτων στα παγκόσμια πρωταθλήματα του ποδοσφαίρου, η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας είναι εντυπωσιακή.  

Σύμφωνα με όσα μου εξήγησαν στην παιδική μου ηλικία, ο Θεός είναι ένας αλλά τρεις, ο Πατήρ, ο Υιός και το Αγιο Πνεύμα. Ποτέ δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Και συνεχίζω να μην καταλαβαίνω γιατί η Μεγάλη Βρετανία είναι μία αλλά είναι τέσσερις, η Αγγλία, η Σκωτία, η Βόρεια Ιρλανδία και η Ουαλία, ενώ η Ισπανία και η Ελβετία, για παράδειγμα, εξακολουθούν να είναι μία χώρα, παρά το γεγονός ότι απαρτίζονται από περισσότερες εθνότητες.  

Οπως και να ‘χει, το παραδοσιακό μονοπώλιο της Ευρώπης, που μέχρι τώρα η Γηραιά Ηπειρος ήθελε να το μοιραστεί απρόθυμα μόνο με την Αμερική, αρχίζει να ραγίζει. Μέχρι το Μουντιάλ του ’94 η FIFA δεχόταν αραιά και που τη συμμετοχή κάποιας χώρας από άλλες ηπείρους, σαν να υποχρεωνόταν να καταβάλει φόρο στην υδρόγειο. Ομως από το Μουντιάλ του 1998 ο αριθμός των ομάδων που συμμετείχαν αυξήθηκε από τις 24 στις 32.  

Η Ευρώπη διατήρησε την άδικη δυσαναλογία συμμετοχής της έναντι της Αμερικής, αλλά υποχρεώθηκε να δώσει μεγαλύτερες ευκαιρίες συμμετοχής στις νοτίως της Σαχάρας αφρικανικές χώρες, τη μαύρη Αφρική, με το χαρούμενο και γρήγορο ποδόσφαιρό της, που αναπτύσσεται με εκρηκτικούς ρυθμούς, αλλά και στις αραβικές χώρες και τις χώρες της Ασίας, που ήταν μέχρι πρότινος καταδικασμένες να βλέπουν ποδόσφαιρο απέξω, όπως οι Κινέζοι, που υπήρξαν οι πρωτοπόροι, και οι Ιάπωνες της Αυτοκρατορίας του ανατέλλοντος γκολ.  

Η υποχρέωση να χάνεις  

Για την Εθνική Βολιβίας η πρόκριση για το Μουντιάλ του 1994 ισοδυναμούσε με ταξίδι στο φεγγάρι. Αυτή η χώρα, γεωγραφικά αδικημένη και ιστορικά κακομεταχειρισμένη, είχε συμμετάσχει κι άλλες φορές στα Μουντιάλ, αλλά πάντα ως προσκεκλημένη, και είχε χάσει όλους τους αγώνες χωρίς να πετύχει ένα γκολ.  

Η δουλειά του προπονητή, του Χαβιέρ Ασκαργκόρτα, είχε αρχίσει να αποδίδει καρπούς, και όχι μόνο στο στάδιο της Λα Πας, όπου παίζεται ποδόσφαιρο πάνω στα σύννεφα, αλλά και στο επί της θάλασσας. Το βολιβιανό ποδόσφαιρο είχε καταφέρει να αποδείξει ότι το υψόμετρο δεν είναι ο μοναδικός μεγάλος παίκτης του και ότι μπορούσε να απαλλαγεί από το κόμπλεξ που το έκανε να χάνει πριν ακόμα αρχίσει ο αγώνας.  

Στα προκριματικά η Βολιβία έλαμψε. Ο Μέλγκαρ και ο Βαλδιβιέσο στο κέντρο, και στην επίθεση ο Σάντσες, αλλά κυρίως ο Ετσεβέρι, ο αποκαλούμενος Διάβολος, χειροκροτήθηκαν από διαφορετικούς κι απαιτητικούς θεατές. Η τύχη το έφερε, η κακιά τύχη, να παίξει η Βολιβία στον εναρκτήριο αγώνα του Μουντιάλ με την παντοδύναμη Γερμανία. O κοντορεβυθούλης εναντίον του Ράμπο.  

Συνέβη όμως κάτι που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει: αντί να κλειστεί, φοβισμένη, στη μικρή περιοχή, η Βολιβία πέρασε στην επίθεση. Δεν έπαιξε σαν ίσος προς ίσο, όχι: έπαιξε όπως o μεγάλος με τον μικρό. Η Γερμανία, αποσυντονισμένη, έτρεχε και η Βολιβία έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Κι αυτό γινόταν μέχρι τη στιγμή που μπήκε στον αγωνιστικό χώρο το αστέρι της Βολιβίας, o Μάρκο Αντόνιο Ετσεβέρι, κι ένα λεπτό αργότερα έδωσε μια ανεξήγητη κλωτσιά στον Ματέους και αποβλήθηκε. Τότε η Βολιβία κατέρρευσε, μετανιωμένη για το αμάρτημά της απέναντι στο πεπρωμένο που την υποχρέωνε να χάνει, σαν να υπάκουσε σε ποιος ξέρει ποια μυστική κατάρα βγαλμένη από τα βάθη των αιώνων.  

Η αμαρτία να χάνεις  

Τo ποδόσφαιρο ανυψώνει τις θεότητές του και τις εκθέτει στην εκδίκηση των πιστών. Με την μπάλα στο πόδι και τα πάτρια χρώματα στο στήθος, o παίκτης, που ενσαρκώνει τo έθνος, ξεκινά να κατακτήσει τη δόξα σε μακρινά πεδία μάχης. Στην επιστροφή ο ηττημένος πολεμιστής είναι ένας έκπτωτος άγγελος. Το 1958, στο αεροδρόμιο Εσέισα, το πλήθος πετούσε κέρματα στους παίκτες της Εθνικής Αργεντινής, που δεν τα είχαν πάει καλά στο Μουντιάλ της Σουηδίας.  

Στο Μουντιάλ του 1982 ο Κασέλι έχασε ένα πέναλτι και στη Χιλή τού έκαναν τον βίο αβίωτο. Δέκα χρόνια αργότερα κάποιοι αιθίοπες παίκτες ζήτησαν πολιτικό άσυλο στον ΟΗΕ μετά την ήττα τους με 6-1 στην Αίγυπτο. Υπάρχουμε γιατί κερδίζουμε. Αν χάσουμε, παύουμε να υπάρχουμε. Η φανέλα της εθνικής ομάδας έχει μετατραπεί στο πλέον αναμφισβήτητο σύμβολο συλλογικής ταυτότητας – κι αυτό όχι μόvo στις μικρές και φτωχές χώρες, που εξαρτώνται από το ποδόσφαιρο για τη θέση τους στον χάρτη.  

Οταν η Αγγλία αποκλείστηκε στα προκριματικά του Μουντιάλ του 1994, η «Daily Mirror» του Λονδίνου τιτλοφόρησε το πρωτοσέλιδό της με μαύρα γράμματα της καταστροφής: ΤΟ ΤΕΛΟΣ TOY ΚΟΣΜΟΥ.  

Στο ποδόσφαιρο, όπως και σε όλα τ’ άλλα, απαγορεύεται να χάνεις. Στο Μουντιάλ του 1994 κάποιοι φανατικοί έκαψαν το σπίτι του Ζοζέφ Μπελ, του ηττημένου τερματοφύλακα του Καμερούν, ενώ ο κολομβιανός παίκτης Αντρές Εσκομπάρ έπεσε γαζωμένος από σφαίρες στο Μεντεγίν. Ο Εσκομπάρ είχε την κακή τύχη να βάλει αυτογκόλ, διαπράττοντας έτσι μια ασυγχώρητη πράξη προδοσίας στην πατρίδα.  

 Φταίει το ποδόσφαιρο ή μήπως η κουλτούρα της επιτυχίας και όλου του συστήματος εξουσίας που αντικατοπτρίζει και ενσαρκώνει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο; Ως άθλημα το ποδόσφαιρο είναι καταδικασμένο να γεννά βία, μολονότι μερικές φορές η βία το χρησιμοποιεί ως βαλβίδα διαφυγής. Δεν είναι τυχαίο ότι o Εσκομπάρ δολοφονήθηκε σε μία από τις πιο βίαιες χώρες του πλανήτη.  

Η βία δεν βρίσκεται στα γονίδια του κολομβιανού λαού, ενός λαού που λατρεύει τη ζωή και τρελαίνεται για μουσικές και ποδοσφαιρικές χαρές. Τη βία την υφίσταται ως ασθένεια, δεν την έχει σήμα κατατεθέν στο μέτωπό του. Το σύστημα εξουσίας, απεναντίας, είναι παράγοντας βίας: όπως παντού στη Λατινική Αμερική, οι αδικίες και οι ταπεινώσεις του δηλητηριάζουν την ψυχή του κόσμου, οι αξίες του ανταμείβουν όσους δεν έχουν ηθικούς ενδοιασμούς και η παραδοσιακή ατιμωρησία του ενισχύει το έγκλημα και συμβάλλει στη διαιώνισή του ως εθνικό έθιμο.  

Λίγους μήνες πριν αρχίσει το Μουντιάλ του ’94 εκδόθηκε η ετήσια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας. Σύμφωνα με  αυτήν, στην Κολομβία «εκατοντάδες άτομα εκτελέστηκαν το 1993 από τις Ενοπλες Δυνάμεις και τα παραστρατιωτικά παρακλάδια τους χωρίς να δικαστούν. Η πλειονότητα των θυμάτων των εκτελέσεων αυτών ήταν άτομα χωρίς γνωστές πολιτικές πεποιθήσεις».  

Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αποκάλυψε επίσης την ευθύνη της κολομβιανής αστυνομίας στις επιχειρήσεις κοινωνικού καθαρισμού, ευφημισμός που συγκαλύπτει τη συστηματική εξόντωση όσων είναι ομοφυλόφιλοι, πόρνες, τοξικομανείς, ζητιάνοι, διανοητικά καθυστερημένοι και παιδιά του δρόμου. H κοινωνία τούς αποκαλεί απόβλητα, που σημαίνει ανθρώπινα σκουπίδια που τους αξίζει ο θάνατος. Σε αυτόν τον κόσμο που τιμωρεί την αποτυχία, είναι οι παντοτινά χαμένοι.