Μέρες του ’87

Η επικείμενη (14 Ιουνίου) επέτειος των τριάντα οκτώ χρόνων από την κατάκτηση του Eurobasket από την Εθνική ανδρών ήταν η αφορμή για να «γυρίσω» σε εκείνη τη χρονιά. Και να την αναπολήσω με μία αίσθηση ματαιότητας του χρόνου. Που, αρχικά, αν έχεις καβατζάρει κάμποσες δεκαετίες, είναι μελαγχολική αλλά γρήγορα καταλήγει στο να είναι ανακουφιστική. Γιατί τα καταφέραμε να φτάσουμε ως εδώ. Σε κάποιες περιπτώσεις, πολλές θα έλεγα, αυτό και μόνο αρκεί.

Τι χρονιά λοιπόν κι εκείνη. Στη συνείδησή μου έχει καταγραφεί ως η χρονιά της τελικής εξόδου από τη βαλκανική μας εσωστρέφεια. Με γεγονότα που έχουν πάρει τις διαστάσεις μύθου. Για να είμαι ακριβής, δεν ήταν τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς αλλά η ατμόσφαιρα που σου έδινε την αίσθηση ότι κάτι άλλαζε. Καμία σχέση με τα πολιτικά συνθήματα της Αλλαγής του ΠΑΣΟΚ. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή που, στην καθημερινότητά της, μοιάζει να απέχει αιώνες από τη σημερινή. Για να το σκεφτούμε. Το 1987 δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα. Ούτε Ιντερνετ και όλα τα συμπαρομαρτούντα του, από τα μέιλ μέχρι τα σόσιαλ μίντια. Ούτε καν κομπιούτερ – στη γραφομηχανή γράφαμε και μαδούσαμε τα νύχια μας. Μόλις είχαμε εξοικειωθεί με τα ΑΤΜ αν και στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη πληρωνόμασταν ακόμη από το λογιστήριο με μετρητά μέσα σε φάκελο. Δεν υπήρχε ούτε ιδιωτική τηλεόραση. Βγάζαμε φωτογραφίες με φιλμ που, μετά, περιμέναμε μέρες για να εμφανιστεί (και να έχουν δει και τα χαΐρια μας στο φωτογραφείο). Νομίζω ότι καλά καλά δεν έκαναν ακόμη ντελίβερι ούτε τα σουβλατζίδικα. Νιώθαμε όμως ότι κάτι άλλαζε, είχε ήδη αλλάξει και διαισθανόμασταν ότι ήμασταν ακόμη στην αρχή.

Τι υπήρχε από αυτά που ξέρουμε σήμερα; Ελάχιστα. Για παράδειγμα, το πρώτο επίσημο μη κρατικό ραδιόφωνο, ο δημοτικός σταθμός Αθήνα 98,4, που άρχισε να εκπέμπει την 31η Μαΐου και ακούγαμε μετά μανίας διότι αυτό μας έδινε μια αίσθηση συμμετοχής στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Που δεν θα είχε δεσμεύσεις, ταμπού και κρατική κηδεμονία. Η βελόνα στη συγκεκριμένη συχνότητα ήταν ένα είδος απογαλακτισμού από αυτά που βρήκαμε να μας περιμένουν. Καιρός να έρθουν και αυτά που περιμέναμε εμείς. Για παράδειγμα, ένα περιοδικό με το παράξενο όνομα «Κλικ» που είχε για πρώτο του εξώφυλλο τον ηλεκτρονικό παρουσιαστή Μαξ Χέντρουμ (που για τη σημερινή τεχνητή νοημοσύνη είναι κάτι σαν τα σεμεδάκια της γιαγιάς μας) και γκάλοπ για τις σεξουαλικές φαντασιώσεις των Ελλήνων (και το οποίο εγκαινίασε τη χρυσή εποχή των περιοδικών που κίνησε μια ολόκληρη οικονομία και ολοκλήρωσε τον κύκλο της στην οικονομική κρίση).

Η νίκη στο Eurobasket ήταν η αιτία να βγούμε για πρώτη φορά στους δρόμους για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με την πολιτική. Επιτέλους, ως λαός, χαιρόμαστε χωρίς την εθνική ενοχή για «το μερτικό μας απ’ τη χαρά». Αιτία όμως ή αφορμή; Πανηγυρίζαμε για τις  βολές του Αργύρη Καμπούρη ή για τις «βολές» στο μέλλον μας;

Η χρονιά

της μεγάλης ζέστης

Ούτε air condition δεν είχαμε τότε. Ουρλιάξαμε με ανοιχτές μπαλκονόπορτες για την τελευταία βολή του Καμπούρη, σαν να σείστηκε η πόλη. Μετά, την ίδια χρονιά, ζήσαμε τον μεγάλο καύσωνα με τους 1.300 νεκρούς στην Αττική, βάλαμε και air condition, χρόνο με τον χρόνο αποκτούσαμε και άλλες ανάγκες και άλλες επιθυμίες (στην τελική και η επιθυμία ένα είδος ανάγκης είναι) που μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε.

Και σήμερα; Τι; Μαζευόμαστε οι ίδιοι πάντα φίλοι, μιλάμε για εκείνα τα χρόνια, μελαγχολούμε, μετά γελάμε, μετά ξαναμελαγχολούμε, μετά ξαναγελάμε. Συμφωνούμε όμως ότι οι δικές μας γενιές είχαν ένα σημαντικό προνόμιο. Ζήσαμε τα νιάτα μας, τα καλύτερά μας χρόνια, σε μια χώρα που μπορούσε ακόμη να ονειρεύεται. Γνωρίζοντας μάλιστα ότι αυτά τα όνειρα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. Πότε ξανάζησε τέτοια εποχή η Ελλάδα;