
Ο Μαραντόνα έπαιξε, κέρδισε, κατούρησε, έχασε. Στις αναλύσεις ούρων εντοπίστηκε εφεδρίνη, και η καριέρα του Μαραντόνα τελείωσε άδοξα στο Μουντιάλ του ’94. Η εφεδρίνη δεν θεωρείται απαγορευμένη διεγερτική ουσία στον επαγγελματικό αθλητισμό των Ηνωμένων Πολιτειών και πολλών άλλων χωρών, ωστόσο απαγορεύεται στους διεθνείς αγώνες. Υπήρξε έκπληξη και σκάνδαλο, οι βροντές της ηθικής καταδίκης ξεκούφαναν τον κόσμο, παρότι ακούστηκαν και κάποιες φωνές συμπαράστασης – καλώς ή κακώς – προς το εκθρονισμένο ίνδαλμα. Και όχι μόνο στην πονεμένη και εμβρόντητη Αργεντινή του, αλλά και σε μέρη τόσο μακρινά όπως το Μπανγκλαντές, όπου μια μεγάλη διαδήλωση βρυχήθηκε στους δρόμους εναντίον της FIFA, απαιτώντας την επιστροφή του έκπτωτου.
Αλλωστε, εύκολα τον δικάζουν και τον καταδικάζουν, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να ξεχαστεί η αμαρτία του, που ήταν το ότι επί χρόνια ο Μαραντόνα υπήρξε ο καλύτερος, κι εκείνος που ύψωνε τη φωνή καταγγέλλοντας όσα η εξουσία απαιτεί να αποσιωπούνται, και πως η άλλη αμαρτία του ήταν ότι έπαιζε με το αριστερό, που σύμφωνα με το Μικρό Εικονογραφημένο Λαρούς σημαίνει επίσης «το αντίθετο από αυτό που πρέπει».
O Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα δεν χρησιμοποίησε ποτέ του διεγερτικές ουσίες παραμονές ποδοσφαιρικού αγώνα για να αυξήσει τις δυνάμεις του. Η αλήθεια είναι πως είχε μπλέξει με την κοκαΐνη, όμως ντοπαριζόταν τις θλιβερές γιορτές, για να ξεχάσει, ή για να ξεχαστεί, όταν ήδη τον κατέτρεχε η δόξα, που δεν τον άφηνε να ζήσει, και που δίχως αυτήν δεν μπορούσε να ζήσει. Επαιζε καλύτερα απ’ όλους παρά τη χρήση κοκαΐνης, και όχι χάρη σε αυτήν. Ενιωθε το βάρος του εαυτού του να τον συνθλίβει. Είχε προβλήματα στη σπονδυλική στήλη, από εκείνη τη μακρινή μέρα κιόλας που το πλήθος φώναξε πρώτη φορά το όνομά του.
Ο Μαραντόνα κουβαλούσε ένα φορτίο που ονομαζόταν Μαραντόνα, και που του τσάκιζε την πλάτη. Το κορμί, ως μεταφορική έννοια: πονούσαν τα πόδια του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί δίχως χάπια. Δεν άργησε να καταλάβει ότι η ευθύνη να δουλεύει σαν θεός στα γήπεδα ήταν αβάσταχτη, όμως από την αρχή γνώριζε πως ήταν αδύνατον να πάψει να το κάνει. «Εχω ανάγκη να με έχουν ανάγκη» εξομολογήθηκε όταν είχε ήδη αρκετά χρόνια το φωτοστέφανο στο κεφάλι, και είχε υποταχθεί στην τυραννία της υπεράνθρωπης προσπάθειας, μπουκωμένος στις κορτιζόνες, τα παυσίπονα και τις επευφημίες, με τις απαιτήσεις των πιστών και το μίσος όλων των ενοχλημένων να τον κυνηγούν.
Η ευχαρίστηση να γκρεμίζεις είδωλα είναι ευθέως ανάλογη με την ανάγκη να έχεις είδωλα. Στην Ισπανία, όταν o Γκοϊκοετσέα τον κλάδεψε από πίσω, ενώ δεν είχε την μπάλα, και τον άφησε για μήνες εκτός αγώνων, δεν έλειψαν οι φανατικοί που υπερασπίστηκαν τον δράστη αυτής της προμελετημένης ανθρωποκτονίας, και σε όλον τον κόσμο υπήρξαν άνθρωποι πρόθυμοι να γιορτάσουν την πτώση του αλαζονικού Νοτιοαμερικανού, που είχε παρεισφρήσει στην κορυφή, αυτού του νεόπλουτου που είχε ξεφύγει από την πείνα, και πρόσφερε στον εαυτό του την πολυτέλεια της αυθάδειας και της έπαρσης.
Αργότερα, στη Νάπολι, o Μαραντόνα έγινε Αγία Μαραντόνα, και o πολιούχος της, Αγιος Τζενάρο, έγινε Αγιος Τζεναρμάντο. Στους δρόμους πουλούσαν εικονίτσες του Θεού με τα κοντά παντελόνια και με το φωτοστέφανο της Παρθένου, ή περιβεβλημένου με το ιερό χιτώνιο του αγίου που ματώνει κάθε εξάμηνο. Πουλούσαν επίσης φέρετρα των ομάδων της Βόρειας Ιταλίας και μπουκαλάκια με δάκρυα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Τα παιδιά και τα σκυλιά μιμούνταν το κούρεμα του Μαραντόνα. Στο άγαλμα του Δάντη υπήρχε μια μπάλα κάτω από το πόδι του, και o Τρίτων στο σιντριβάνι φορούσε τη γαλάζια φανέλα της Νάπολι. Η ομάδα αυτής της πόλης είχε να κερδίσει πρωτάθλημα για παραπάνω από μισόν αιώνα, μιας πόλης εκτεθειμένης στην οργή του Βεζούβιου και την αιώνια ήττα στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, και χάρη στον Μαραντόνα ο μελαψός Νότος είχε καταφέρει επιτέλους να ταπεινώσει τον λευκό Βορρά που τον περιφρονούσε.
Η Νάπολι κατακτούσε το ένα πρωτάθλημα μετά το άλλο στην Ιταλία και την Ευρώπη, και κάθε γκολ ήταν μια ιεροσυλία εις βάρος του κατεστημένου και μια ρεβάνς εναντίον της Ιστορίας. Στο Μιλάνο μισούσαν τον ένοχο αυτής της προσβολής, o οποίος εκπροσωπούσε τους φτωχούς που είχαν ξεφύγει από τη θέση τους, και τον αποκαλούσαν ζαμπόν με καρούλια. Και όχι μόνο στο Μιλάνο. Στο Μουντιάλ του ’90, κάθε φορά που o Μαραντόνα έπαιρνε την μπάλα, οι περισσότεροι θεατές τον αποδοκίμαζαν με άγρια σφυρίγματα, και η ήττα της Αργεντινής από τη Γερμανία γιορτάστηκε σαν νίκη της Ιταλίας.
Οταν ο Μαραντόνα δήλωσε ότι ήθελε να φύγει από τη Νάπολι, υπήρξαν άνθρωποι που πέταξαν από το παράθυρο κέρινα ομοιώματά του, τρυπημένα με καρφίτσες. Ομηρος στην πόλη που τον λάτρευε και της Καμόρα, της τοπικής μαφίας που εξουσιάζει την πόλη, o Μαραντόνα έπαιζε με μισή καρδιά, και με μισά πόδια. Και τότε ξέσπασε το σκάνδαλο της κοκαΐνης.
Ο Μαραντόνα έγινε ξαφνικά Μαρακόκα, ένας απατεώνας που είχε καταφέρει να περάσει για ήρωας. Αργότερα, στο Μπουένος Αϊρες, η τηλεόραση έδειξε το δεύτερο ξεκαθάρισμα λογαριασμών: τη σύλληψή του σε απευθείας μετάδοση, σαν να επρόκειτο για ποδοσφαιρικό αγώνα, προς τέρψιν όσων απολάμβαναν το θέαμα του γυμνού βασιλιά στα χέρια της αστυνομίας. «Είναι άρρωστος» είπαν. «Ξόφλησε» είπαν.
Ο μεσσίας που είχε κληθεί να λυτρώσει τους Ιταλούς του Νότου από την κατάρα ήταν o ίδιος που είχε εκδικηθεί την ήττα της Αργεντινής στα νησιά Φόκλαντ, με ένα άκυρο γκολ, κι ένα άλλο εκπληκτικό γκολ, αφήνοντας τους Αγγλους να γυρνάνε σαν σβούρες για χρόνια.
Ωστόσο την ώρα της πτώσης το Χρυσό Αγόρι δεν ήταν παρά ένας υποκριτής, ένας άθλιος πρεζάκιας. Ο Μαραντόνα είχε εξαπατήσει τα παιδιά και είχε ντροπιάσει το ποδόσφαιρο. Τον θεώρησαν νεκρό. Το πτώμα όμως σηκώθηκε με ένα πήδημα. Μόλις έληξε η ποινή του, ο Μαραντόνα έγινε εκείνος που θα έδινε στην Εθνική Αργεντινής την τελευταία της ευκαιρία για να φτάσει στο Μουντιάλ του ’94.
Χάρη στον Μαραντόνα, ο στόχος επιτεύχθηκε. Ο Μαραντόνα στο Μουντιάλ ήταν ξανά o παλιός εαυτός του, o καλύτερος, μέχρι που ξέσπασε το σκάνδαλο της εφεδρίνης. Η μηχανή της εξουσίας τον είχε στο στόχαστρο. Ο Μαραντόνα μιλούσε έξω από τα δόντια, κι αυτό έχει το τίμημά του, πληρώνεται μετρητοίς και χωρίς έκπτωση. O ίδιος τούς χάρισε την ευκαιρία.
Εφταιγε εκείνη η αυτοκτονική τάση του να προσφέρει τον εαυτό του στο πιάτο, βορά στους αμέτρητους εχθρούς του, και η παιδιάστικη ανευθυνότητα που τον σπρώχνει να πέφτει στις παγίδες που του στήνουν. Οι ίδιοι δημοσιογράφοι που τον κυνηγούν με τα μικρόφωνα, του καταλογίζουν αλαζονεία και ξεσπάσματα θυμού, ή τον κατηγορούν ότι μιλάει υπερβολικά. Δεν έχουν άδικο.
Ωστόσο δεν είναι αυτό το ασυγχώρητο: στην πραγματικότητα δεν τους αρέσουν τα όσα λέει. Αυτός o κοντούλης, ετοιμόλογος και θερμόαιμος, έχει τη συνήθεια να χτυπάει στα ίσια. Το 1986 στο Μεξικό και το 1994 στις Ηνωμένες Πολιτείες κατήγγειλε την πανίσχυρη δικτατορία της τηλεόρασης, που υποχρέωνε τους παίκτες να ξεροψήνονται παίζοντας μεσημεριάτικα, αλλά και σε χίλιες δυο άλλες ευκαιρίες, σε όλη την ταραγμένη του σταδιοδρομία, o Μαραντόνα είπε πράγματα που αναστάτωσαν τη σφηκοφωλιά.
Δεν ήταν o μοναδικός εξεγερμένος ποδοσφαιριστής, όμως η φωνή του έδωσε παγκόσμια απήχηση στα πλέον ενοχλητικά ερωτήματα: Γιατί στο ποδόσφαιρο δεν ισχύουν οι διεθνείς κανόνες του εργατικού δικαίου; Αν θεωρείται φυσικό να γνωρίζει o κάθε καλλιτέχνης τα κέρδη του «θεάματος» που προσφέρει, γιατί να μην μπορούν και οι ποδοσφαιριστές να γνωρίζουν τους μυστικούς λογαριασμούς της πλούσιας πολυεθνικής του ποδοσφαίρου;
O Χαβελάνζε σωπαίνει, απασχολημένος με άλλα καθήκοντα, και ο Γιόζεφ Μπλάτερ, o γραφειοκράτης της FIFA, που δεν κλώτσησε ποτέ στη ζωή του μπάλα, και κυκλοφορεί με οκτάμετρες λιμουζίνες και μαύρο σοφέρ, περιορίζεται στο σχόλιο: Το τελευταίο αστέρι της Αργεντινής ήταν ο Ντι Στέφανο.
Οταν ο Μαραντόνα αποβλήθηκε τελικά από το Μουντιάλ του ’94, τα γήπεδα έχασαν τον πιο θορυβώδη επαναστάτη. Και, ακόμα, έχασαν έναν φανταστικό παίκτη. O Μαραντόνα είναι ανεξέλεγκτος όταν μιλάει, αλλά ακόμα περισσότερο όταν παίζει: κανένας μπορεί να τα βγάλει πέρα με τα καμώματα αυτού του εφευρέτη των εκπλήξεων, που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, και που του αρέσει να αχρηστεύει τους υπολογιστές.
Δεν είναι γρήγορος παίκτης, μοιάζει περισσότερο με κοντοπόδαρο ταύρο, όμως έχει την μπάλα ραμμένη στο πετσί του, και μάτια σε όλο του το κορμί. Τα ακροβατικά του βάζουν φωτιά στο γήπεδο. Μπορεί να κρίνει ένα παιχνίδι εξαπολύοντας έναν κεραυνό, με την πλάτη στραμμένη στο τέρμα, ή να δώσει μια απίθανη μακρινή πάσα, τη στιγμή που βρίσκεται περικυκλωμένος από χιλιάδες πόδια αντιπάλων. Και είναι ασταμάτητος όταν αρχίζει να ντριμπλάρει αντιπάλους. Στο ψυχρό ποδόσφαιρο της εποχής μας, το οποίο απαιτεί να κερδίζεις και απαγορεύει την απόλαυση του παιχνιδιού, ο Μαραντόνα είναι από τους λίγους που αποδεικνύουν ότι η φαντασία μπορεί κι αυτή να είναι αποτελεσματική.